Σε μια ανοικτή και φιλελεύθερη κοινωνία το κράτος πρέπει να διασφαλίζει ισότιμους όρους ανταγωνισμού. Χωρίς καρτέλ, θολό τοπίο και αποκλεισμούς. Και να έχει ο καταναλωτής τη δυνατότητα σύγκρισης, να ξέρει ποιος είναι ο φθηνότερος και ποιος ο ακριβότερος.
Ανταγωνισμός χωρίς να ξέρεις τον φθηνότερο δεν υπάρχει. Και για να συμβεί αυτό πρέπει να έχεις μπροστά σου όλα τα δεδομένα, ώστε να συγκρίνεις όμοια πράγματα, όχι ανόμοια. Μήλα με μήλα, όχι μήλα με πορτοκάλια.
Αυτό πέτυχε ο Θ. Σκυλακάκης με το πράσινο τιμολόγιο στο ρεύμα. Δημιούργησε ένα κοινό προϊόν, με τα ίδια χαρακτηριστικά, για όλες τις εταιρείες, το οποίο διαφοροποιείται μόνο ως προς το περιθώριο κέρδους. Με μια απλή ματιά ο καταναλωτής μπορεί να δει γρήγορα και εύκολα ποια εταιρεία είναι φθηνότερη και ποια ακριβότερη την 1η μέρα κάθε μήνα.
Μεγάλη κατάκτηση για μια χώρα που δεν φημίζεται για τη λειτουργία του ανταγωνισμού και ειδικά για ένα χώρο, αυτόν της ενέργειας, τόσο δυσνόητο, περίπλοκο και φτιαγμένο με βάση κοινοτικές οδηγίες, λές και απευθύνεται σε τεχνοκράτες των αγορών, όχι σε καταναλωτές.
Το πρώτο βήμα λοιπόν ήταν το πράσινο τιμολόγιο. Το ακόμη πιο ενδιαφέρον είναι τα όσα ακολούθησαν. Ακριβώς επειδή κανείς πάροχος δεν ήθελε να φαίνεται ότι είναι ακριβότερος από τον άλλο, εδώ και ένα μήνα τα τμήματα μάρκετινγκ κονταροχτυπιούνται μεταξύ τους για το ποιο θα δημιουργήσει τα πιο ελκυστικά προϊόντα. Εκείνα δηλαδή που θα έχουν ακόμη καλύτερες χρεώσεις και στα οποία οι πάροχοι σπεύδουν να μεταφέρουν τους πελάτες τους για να τους πάρουν από το άβολο για όλους πράσινο τιμολόγιο.
Ο ανταγωνισμός εδώ και ένα μήνα στην αγορά του ρεύματος έχει πάρει «φωτιά». Εχουν βγει κίτρινα κυμαινόμενα τιμολόγια σε πολύ χαμηλές τιμές, κοντά στα 12 σεντς η κιλοβατώρα. Ελκυστικά μπλε σταθερά, διάρκειας ενός έτους, αλλά που όσοι δελεάστηκαν από τις πράγματι χαμηλές τιμές, μάλλον θα βρεθούν χαμένοι, σε μια συνεχιζόμενα πτωτική αγορά σαν αυτή που διανύουμε.
Και εσχάτως καινούργια, πολύ φθηνότερα μπλε, σταθερά, αλλά διάρκειας 6 και 8 μηνών, τα οποία θα δούμε από τον Φεβρουάριο. Η υπουργική απόφαση που θα τα επιτρέπει, δηλαδή θα τα εντάσσει στα μπλε, υπογράφεται σήμερα από τον Θ. Σκυλακάκη, ο οποίος είδε την ευκαιρία να πέσουν κι άλλο οι τιμές.
Και οι τιμές για τον Φεβρουάριο; Οι υπολογισμοί δείχνουν ότι αυτές που θα ανακοινώσουν τη Πέμπτη οι προμηθευτές στα πράσινα τιμολόγια θα κυμαίνονται μέχρι και 15% χαμηλότερα, έναντι του Ιανουαρίου. Θα διαμορφώνονται μεταξύ 12- 14 σεντς η κιλοβατώρα και αν οι εταιρείες παίξουν με τις εκπτώσεις, η μείωση μπορεί να είναι και μεγαλύτερη.
Καλά θα πει κάποιος, αν η τιμή στο φυσικό αέριο δεν έπεφτε σταθερά όλους τους τελευταίους μήνες, σήμερα θα κάναμε μια διαφορετικού τύπου κουβέντα. Σωστά, αλλά ποιος διασφαλίζει ότι αν δεν υπήρχε η κυβερνητική παρέμβαση, τα οφέλη από την μείωση του φυσικού αερίου δεν θα κατέληγαν ως κέρδη στα ταμεία των παρόχων; Το «αόρατο χέρι» με το οποίο κατά τον Άνταμ Σμιθ αυτορυθμίζεται η αγορά, δεν είχε λειτουργήσει μέχρι σήμερα στο ρεύμα. Ενίοτε χρειάζεται και το ορατό χέρι ενός υπουργού για να γίνουν όσα δεν κάνει το αόρατο.
Τακτοποιήθηκαν δηλαδή όλα τα κακώς κείμενα; Δεν υπάρχουν παγίδες που πρέπει να έχει κατά νου ο καταναλωτής; Προφανώς και υπάρχουν, απλώς η εικόνα είναι πλέον πιο διαφανής. Τα κάποτε 130 τιμολόγια ρεύματος περιορίστηκαν σε καμιά 30αριά. Το 95% των πολιτών βρίσκεται στο πράσινο τιμολόγιο και για πρώτη φορά ξέρουν ποιος πάροχος είναι ακριβότερος ή φθηνότερος και η δουλειά δεν σταματά εδώ.
Οσονούπω ξεκινά η μηνιαία καταμέτρηση της κατανάλωσης από τον ΔΕΔΔΗΕ, ώστε να τελειώσουμε μια και καλή με τους έναντι λογαριασμούς. Για να πάψει η εικόνα κατανάλωσης ενός ρολογιού να είναι στο «περίπου», γεγονός που ευνοεί τους κακοπληρωτές, τους οποίους φορτώνονται όλοι οι υπόλοιποι.
Συμπέρασμα: Αν κανείς θέλει να κάνει πράγματα για να αλλάξει τα κακώς κείμενα, μπορεί. Υπάρχουν πολλά που μπορεί να γίνουν και δεν χρειάζεται ένας υπουργός να ανακαλύψει την πυρίτιδα. Αρκεί να σκεφτεί λίγο out of the box, να είναι τυχερός, όπως ο Σκυλακάκης που ευνοήθηκε από την πτώση των τιμών στο φυσικό αέριο και να θυμάται ότι οι αγορές υπάρχουν για να υπηρετούν τους καταναλωτές, όχι το αντίθετο.