Η επέλαση των διεθνών trading houses στην ενέργεια

Η επέλαση των διεθνών trading houses στην ενέργεια

Την προηγούμενη Τετάρτη, ανακοινώθηκε η πώληση ενός εργοστασίου παραγωγής ηλεκτρικού ρεύματος με καύσιμο φυσικό αέριο. Το εργοστάσιο Mountain Creek, βρίσκεται κοντά στο Ντάλας του Τέξας των ΗΠΑ και οι τουρμπίνες του έχουν την δυνατότητα να παράγουν ηλεκτρικό ρεύμα ισχύος 808 Megawatt.

Αγοραστής του εργοστασίου είναι η Frontier Group of Companies από το Buffalo των βορειοανατολικών ΗΠΑ, σε συνεργασία με την Trafigura, μία από τις μεγαλύτερες εμπορικές επιχειρήσεις στον κόσμο. Η Trafigura αγοράζει και πουλά σχεδόν κάθε είδους πρώτη ύλη καύσιμο, πετρέλαιο και παράγωγά του, LNG, μέταλλα, ορυκτά, σε όλο τον κόσμο.

Η αγορά αυτού του εργοστασίου δεν φαίνεται να ταιριάζει και πολύ στην βασική δουλειά της επιχείρησης, αποτελεί όμως μέρος μίας στροφής της επιχείρησης στην αγορά πιο «χειροπιαστών» περιουσιακών στοιχείων, όπως δηλαδή ένα εργοστάσιο παραγωγής ενέργειας. Όπως είδαμε στο σχετικό ρεπορτάζ του Bloomberg, παρόμοιες κινήσεις έχουν γίνει και από ανταγωνιστές της Trafigura στον χώρο των ενεργειακών εμπορευμάτων.

Στο τέλος του 2023, η Gunvor, μία άλλη επιχείρηση που ειδικεύεται στα ενεργειακά εμπορεύματα αγόρασε το 75% ενός ισπανικού εργοστασίου παραγωγής ρεύματος, ενώ μία άλλη «συνάδελφός» τους, η Vitol, έχει προχωρήσει σε σχετικές επενδύσεις στην Ιρλανδία και το Ηνωμένο Βασίλειο.

Στην ανακοίνωση της Trafigura βλέπουμε πως ο αρμόδιος αξιωματούχος της επιχείρησης αναφέρεται στην αγορά ενός «στρατηγικής σημασίας» περιουσιακού στοιχείου και στην συνεχή ανάπτυξη των δραστηριοτήτων της επιχείρησης στον τομέα της παραγωγής ενέργειας στις ΗΠΑ.

Την επόμενη μέρα, ένα ρεπορτάζ του ίδιου διεθνούς πρακτορείου μας θύμισε πως οι επιχειρήσεις σαν την Trafigura, την Vitol και την Gunvor δεν περιορίζονται στην αγορά εργοστασίων παραγωγής ρεύματος αλλά προχωρούν και στην αγορά αρκετών διυλιστηρίων πετρελαίου ανά τον κόσμο.

Καθώς μεγάλες πετρελαϊκές εταιρείες προσπαθούν να «ξεφορτωθούν» κάποια από τα διυλιστήριά τους κάτω από την πίεση επενδυτών αλλά και γιατί προσπαθούν να βελτιώσουν τα περιθώρια κέρδους και να μειώσουν τον όγκο των εκπομπών διοξειδίου του άνθρακα, οι διεθνείς έμποροι καυσίμων και μετάλλων είναι πρόθυμοι να τα αγοράσουν.

Η στιγμή φαίνεται βολική για αυτούς, καθώς τα ταμεία τους είναι γεμάτα μετά από διαδοχικές χρονιές εξαιρετικά υψηλής κερδοφορίας και οι τιμές που ζητούν οι πετρελαϊκές εταιρείες είναι μάλλον σχετικά χαμηλές. Τα παραδείγματα που αναφέρει το Bloomberg δεν είναι λίγα. Τον προηγούμενο μήνα, η Vitol υπέβαλε πρόταση εξαγοράς περιουσιακών στοιχείων της αμερικανικής εταιρείας διυλιστηρίων πετρελαίου Citgo.

Η ίδια εταιρεία έχει αποκτήσει συμμετοχή, μέσα στην τελευταία διετία, σε διυλιστήρια στην Ιταλία και βενζινάδικα στην Τουρκία και την Νότιο Αφρική. Μία άλλη μεγάλη εμπορική επιχείρηση, η οποία ασχολείται και με την εξόρυξη μετάλλων, η Glencore (GLEN LONDON) συμμετείχε στην κοινοπραξία που αγόρασε πρόσφατα ένα διυλιστήριο της πετρελαϊκής Shell (SHEL LONDON) στη Σιγκαπούρη και η Trafigura συμμετέχει σε άλλη κοινοπραξία που είναι πολύ κοντά στην αγορά ενός διυλιστηρίου στη Γαλλία.

Όπως ανέφερε στο Bloomberg η Liz Martin, σύμβουλος της εταιρείας Energex Partners, οι διεθνείς έμποροι ενδιαφέρονται όλο και περισσότερο για την αγορά διυλιστηρίων ανά τον κόσμο.

Παρά το γεγονός πως αυτές οι επιχειρήσεις έχουν κάνει παρόμοιες κινήσεις και στο παρελθόν, η σχεδόν μαζική στροφή τους αυτή την περίοδο είναι ομολογουμένως αξιοσημείωτη και προφανώς δεν μπορεί να είναι τυχαία. Μία πρώτη εξήγηση έχει σίγουρα σχέση, όπως είδαμε προηγουμένως, με την πολύ καλή οικονομική κατάσταση στην οποία βρίσκονται αυτή την περίοδο και τις σχετικά χαμηλές τιμές που απαιτούν οι πετρελαϊκές εταιρείες που πωλούν τα διυλιστήρια.

Επίσης, αρκετά πιθανόν είναι να ισχύει αυτό που ανέφερε στο Bloomberg ο Steve Sawyer, στέλεχος της Facts Global Energy. Ο Sawyer πιστεύει πως επειδή από το 2025 και έπειτα δεν προβλέπεται η είσοδος ικανού αριθμού νέων μονάδων διυλιστηρίων στην παγκόσμια αγορά, αυτό θα έχει θετική επίδραση στα περιθώρια κέρδους τους. Υπάρχουν όμως και κάποια άλλα πλεονεκτήματα που έχουν σχέση με την βασική εμπορική δραστηριότητα των εταιρειών σαν την Vitol και την Trafigura.

Οι δραστηριότητές τους κατά κάποιο τρόπο καθετοποιούνται και η σχέση τους με αρκετά διυλιστήρια τους δίνει την δυνατότητα να σχεδιάσουν καλύτερα τις εμπορικές τους δραστηριότητες αφού στην ουσία έχουν αρκετούς έτοιμους πελάτες. Η εξήγηση αυτή γίνεται πιο πειστική και από το γεγονός πως η συμμετοχή τους στα διυλιστήρια γίνεται κυρίως μέσω κοινοπραξιών, κάτι που δείχνει πως δεν ενδιαφέρονται τόσο πολύ για τον έλεγχο του διυλιστηρίου όσο για την πρόσβασή τους σε αυτό.

Κάτι άλλο που οπωσδήποτε είναι θετικό για τους διεθνείς εμπόρους είναι το γεγονός πως λόγω της πιο στενής σχέσης τους με τα διυλιστήρια μπορούν να καταλάβουν καλύτερα τις τάσεις στην διεθνή αγορά καυσίμων και να προσαρμόζονται καλύτερα σε αυτές καθώς και στις αλλαγές τους.

Όπως σημειώνει στο Bloomberg ο Kurt Chapman, μέλος του διοικητικού συμβουλίου της εμπορικής επιχείρησης Levant, ένα άλλο πλεονέκτημα είναι η μεγαλύτερη ευελιξία που αποκτούν, καθώς μπορούν να επιλέξουν με μεγαλύτερη ευκολία από πριν σε ποιους πελάτες να στείλουν κάθε ποικιλία αργού πετρελαίου που εμπορεύονται, με κριτήριο την καλύτερη απόδοση για αυτούς.

Αν θέλουμε να το πούμε συνοπτικά, η συμμετοχή τους σε αρκετά διυλιστήρια, τους δίνει μία σαφέστερη εικόνα της κατάστασης στην αγορά καυσίμων και περισσότερες επιλογές απέναντι στους πελάτες τους. Πηγαίνοντας λίγο παραπέρα, σύμφωνα πάλι με τον Kurt Chapman, αυτή η «καθετοποίηση» δίνει την δυνατότητα στις μεγάλες εμπορικές επιχειρήσεις να επηρεάσουν πιο εύκολα τις τιμές στην αγορά και τελικά να πετύχουν μεγαλύτερα κέρδη από την λειτουργία τους.

Δεν χρειάζεται να ρωτούν άλλους για να μάθουν τι γίνεται σε κάθε κομμάτι της αγοράς του αργού πετρελαίου και των προϊόντων διύλισης αφού έχουν πλέον τα δικά τους μάτια σε πολύ περισσότερες μεριές. Κάτι αντίστοιχο μπορούμε να πούμε πως συμβαίνει στην περίπτωση της αγοράς εργοστασίων παραγωγής ρεύματος, αφού αυτά χρησιμοποιούν ως καύσιμο το φυσικό αέριο το οποίο εμπορεύονται σε τεράστιες ποσότητες όλες οι μεγάλες εμπορικές επιχειρήσεις στις οποίες αναφερόμαστε.

Στην περίπτωση των εργοστασίων, δεν πρέπει να ξεχνάμε πως οι μεγάλες αυτές επιχειρήσεις συμμετέχουν και στην αγορά ηλεκτρικού ρεύματος μέσω των διαφόρων χρηματιστηρίων ενέργειας.

Μας φαίνεται περίπου προφανές πως οι μαζικές αγορές διυλιστηρίων και εργοστασίων παραγωγής ενέργειας γίνονται γιατί οι επικεφαλής αυτών των επιχειρήσεων εκτιμούν πως καταβάλλοντας λογικά τιμήματα αποκτούν περιουσιακά στοιχεία που θα τους βοηθήσουν να βελτιώσουν την ανταγωνιστικότητά τους στις αγορές ενέργειας και φυσικά να ανεβάσουν την κερδοφορία τους.

Στην παρούσα χρονική συγκυρία είναι πολύ πιθανόν να πετύχουν τον στόχο τους, αφού τα περιθώρια κέρδους των νέων περιουσιακών τους στοιχείων βρίσκονται σε ικανοποιητικά επίπεδα.

Αυτό δεν σημαίνει όμως πως αυτή η κίνηση θα αποδειχθεί επιτυχημένη και μακροπρόθεσμα, για δύο λόγους.

Ο πρώτος έχει σχέση με το ότι αυτή η επιχειρηματική επέκταση γίνεται ταυτόχρονα από πολλές επιχειρήσεις, κάτι που συνήθως σημαίνει πως δεν είναι δυνατόν όλοι μαζί να κάνουν κάτι πετυχημένο για μεγάλο χρονικό διάστημα (εκτός αν υπάρχει υπόγεια συνεννόηση).

Ο δεύτερος λόγος είναι πολύ πιο απλός, καθώς στο παρελθόν έχουν γίνει παρόμοιες κινήσεις, όχι σε τέτοια κλίμακα, και το αποτέλεσμα ήταν μάλλον απογοητευτικό. Κάποιες από αυτές τις μεγάλες εμπορικές επιχειρήσεις βρέθηκαν σε δύσκολη θέση όταν άλλαξε η κατάσταση στη διεθνή αγορά καυσίμων και τα περιθώρια κέρδους των διυλιστηρίων μειώθηκαν δραστικά.

Μπορεί στη θεωρία, όπως ανέφερε ο Steve Sawyer, να μην είναι εύκολο κάτι τέτοιο αυτή την εποχή, αλλά αυτό δεν σημαίνει πως είναι και αδύνατον. Σε μία τέτοια περίπτωση, ίσως ισχύσει το λαϊκό ρητό που έχει σχέση με το μαλλί και το κούρεμα. Μέχρι τότε όμως, το πιθανότερο είναι ότι η ισχύς αυτών των επιχειρήσεων θα συνεχίσει να αυξάνεται.