Απαιτούμε χαμηλές τιμές αλλά δεν θέλουμε οι γραμμές υψηλής τάσης να περνούν από κοντά μας. Στηρίζουμε την καθαρή ενέργεια, αρκεί οι ανεμογεννήτριες να μη μας κόβουν τη θέα στο βουνό.
Όλοι θεωρούμε ότι έχουμε δικαίωμα στο φθηνό ρεύμα, αρκεί να παράγεται πιο δίπλα. Μακριά από την πόρτα μας κι ας παράγεται όπου να’ ναι. Αυτά όμως έχει ο σύγχρονος πολιτισμός. Δεν μπορεί να θέλουμε αυτοκίνητα, αλλά να μη θέλουμε τους δρόμους.
Την κουβέντα ξαναφέρνει στο προσκήνιο η συζήτηση για τα θαλάσσια αιολικά στην Κρήτη. Αφορμή η συζήτηση που έχει ανοίξει για την οπτική όχληση που θα προκαλούν οι ανεμογεννήτριες στην Ελούντα και τη Σπιναλόγκα.
Τελικά, έπειτα από τις αντιδράσεις υπουργών, βουλευτών, ξενοδόχων, τοπικών παραγόντων και φορέων, το οικόπεδο μετακινήθηκε πιο πέρα, έτσι ώστε να μη δημιουργεί οπτική όχληση.
Θα φαίνεται μόνο από την άλλη μεριά του Κόλπου, από το Ακρωτήρι του Αφορισμένου, που σύμφωνα με το θρύλο, ονομάστηκε έτσι, γιατί εκεί θάφτηκε αυτός που σταύρωσε τον Χριστό και η θάλασσα στο σημείο δεν ηρέμησε ποτέ. Εκεί δηλαδή φυσάει τόσο πολύ ώστε δεν μπορεί κανείς να σταθεί όρθιος. Τα έλεγε χθες ο υπ. Περιβάλλοντος και Ενέργειας Θόδωρος Σκυλακάκης στη Βουλή.
Αλλά οι φωνές επιμένουν.
Τελικά, ποια είναι η έννοια της οπτικής όχλησης; Οπτική όχληση μπορεί να είναι για ένα ξενοδοχείο το απέναντι βενζινάδικο. Για μια κατοικία, το απέναντι κατάλυμα. Είναι μια συζήτηση χωρίς τέλος.
Κάποια όχληση πάντα, κάπου, για κάποιους, θα υπάρχει για όσους από εμάς ζούμε στις πόλεις. Δεν γίνεται διαφορετικά. Συχνά μάλιστα αυτό που μας ενοχλεί, μας είναι ταυτόχρονα χρήσιμο για το τρόπο ζωής που έχουμε φτιάξει.
Από την άλλη κανείς δεν είπε ότι η ανάπτυξη των ΑΠΕ πρέπει να γίνεται άκριτα, χωρίς σεβασμό στο περιβάλλον, διαταράσσοντας τη βιοποικιλότητα και τις ευαίσθητες ισορροπίες ή χωρίς να λαμβάνονται υπόψη οι δικαιολογημένες ενστάσεις της τοπικής κοινωνίας. Είναι δουλειά της κυβέρνησης να διασφαλίσει ότι αυτά τηρούνται.
Και αντισταθμιστικά οφέλη πρέπει να υπάρχουν και να είναι γενναία, να αφορούν τόσο το φθηνό ρεύμα προς τις τοπικές κοινωνίες που θα φιλοξενήσουν τα θαλάσσια αιολικά, ακόμη και δυνατότητα συμμετοχής τους στις εταιρείες διαχείρισης των έργων.
Έτσι ακριβώς γίνεται στο εξωτερικό, στις Σκανδιναβικές χώρες, με μεγάλη παράδοση στις ΑΠΕ. Και βεβαίως, πρέπει να εξηγηθούν λεπτομερώς στις τοπικές κοινωνίες οι ευκαιρίες που διανοίγονται για απασχόληση, η ανάπτυξη εφοδιαστικής αλυσίδας και κυρίως η ανάγκη συντήρησης των πάρκων σε ετήσια βάση.
Αλλά είναι διαφορετικά αυτά και διαφορετικό να μπαίνει το στενό μας συμφέρον πάνω από αυτό της ευρύτερης κοινωνίας. Χώρια, που συχνά ξεχνάμε ότι η παραγωγή φθηνής ενέργειας δεν γίνεται για τους παραγωγούς, παρά για τους καταναλωτές. Στην Ελλάδα έχουμε γενικώς την αντίληψη ότι όλα γίνονται για να πλουτίσουν τα μεγαλοσυμφέροντα. Αλλά κάθε είδους επένδυση στην ενέργεια γίνεται για να έχουμε χαμηλότερες τιμές. Αυτός είναι ο βασικός στόχος.
Άλλο να θέλουμε να προστατεύσουμε το περιβάλλον από την άναρχη ανάπτυξη, την όχληση και την ηχορύπανση και άλλο η αντίληψη τα δικά μας δικά μας και τα δικά σας, δικά μας.
Το βλέπουμε να συμβαίνει εδώ και χρόνια στις Κυκλάδες και γενικά σε περιοχές με μεγάλο αιολικό δυναμικό. Όλοι θέλουν φθηνό ρεύμα, εφόσον το αιολικό πάρκο βρίσκεται κάπου μακριά, όμως ουδείς μιλά για τους κατοίκους της Δυτικής Μακεδονίας και τις ασθένειες που τους προκαλούν τόσα χρόνια τα λιγνιτικά φουγάρα, με αντάλλαγμα μια προβληματική και θνησιγενή ανάπτυξη της τοπικής οικονομίας.
Αν το γενικεύσουμε, τι το τόσο διαφορετικό έχει αυτό από τη διάχυτη άποψη ότι ο νόμος είναι υπεράνω όλων, αρκεί να μη θίγει το ατομικό μας συμφέρον;
Το βλέπουμε στην ευρέως διαδεδομένη νοοτροπία ότι εμείς δεν χρωστάμε τίποτα στην κοινωνία, όμως αυτή μας οφείλει τα πάντα, στην οδηγική μας συμπεριφορά, στη στάση πολλών γονιών απέναντι στους δασκάλους για να έχουν τα παιδιά τους μια ξεχωριστή μεταχείριση.
Αν δε, πάμε την κουβέντα στο χρηματικό, όσοι σήμερα φωνάζουν για τις ΑΠΕ είναι οι πρώτοι που θα επαναστατούσαν αν καλούνταν να πληρώσουν το πραγματικό κόστος του συμβατικού ρεύματος το οποίο καταναλώνουν. Και το οποίο σήμερα επιδοτείται με εκατοντάδες εκατομμύρια το χρόνο από όλους τους καταναλωτές προκειμένου να απολαμβάνουν την ίδια τιμή ρεύματος με τους υπόλοιπους.
Το ρεύμα που παράγεται από τις παμπάλαιες πετρελαϊκές μονάδες της ΔΕΗ στην Κρήτη και τα νησιά κοστίζει πολλαπλάσια απ’ ότι στην υπόλοιπη Ελλάδα, που επειδή είναι διασυνδεδεμένη, το ενεργειακό μείγμα καθορίζεται από πολλά καύσιμα, όχι μόνο το ακριβό πετρέλαιο.
Και για να μην αγοράζουν οι νησιώτες, οι επιχειρήσεις, τα ξενοδοχεία, το ρεύμα σε εξωφρενικά επίπεδα, όλοι εμείς, πληρώνουμε τη διαφορά μέσω των Υπηρεσιών Κοινής Ωφέλειας (ΥΚΩ) στους λογαριασμούς μας.
Στην Κρήτη πηγαίνουν τα περισσότερα, γύρω στα 300 εκατ. ευρώ το χρόνο, με μετριοπαθείς υπολογισμούς. Το κόστος μάλιστα αυτό, αυξήθηκε προ ημερών, κατά επιπλέον 60 εκατ. ευρώ, με τροπολογία που έφερε ο κ. Σκυλακάκης στη Βουλή.
Είναι τα ποσά που θα κοστίσει στη ΔΕΗ να κάνει τις απαραίτητες επενδύσεις στο νησί, ώστε να μην αντιμετωπίσει προβλήματα επάρκειας μέχρι να τεθεί σε λειτουργία, το 2025, η ηλεκτρική του διασύνδεση με την Αττική. Τα ποσά αυτά εννοείται ότι θα εισπραχθούν μέσω των περίφημων χρεώσεων των ΥΚΩ.
Ένας απλός υπολογισμός των επιδοτήσεων που έχουμε πληρώσει σε βάθος 20ετίας, δείχνει ότι έχουν ξεπεράσει τα 6 δισ ευρώ.