Την παράταση των περικοπών στην παραγωγή πετρελαίου μέχρι τον Απρίλιο αποφάσισε, ως αναμενόταν, ο ΟΠΕΚ+ κατά τη χθεσινή συνεδρίαση των μελών του.
Υπενθυμίζεται ότι ο Οργανισμός είχε αρχικώς συμφωνήσει να καθυστερήσει τα σχέδια για αύξηση της παραγωγής πετρελαίου μέχρι τον Ιανουάριο του 2025. Πέρα από την τρίμηνη παράταση, η ομάδα συμφώνησε ότι θα χρειαστεί, επίσης, ένα επιπλέον έτος για την πλήρη άρση των περικοπών μέχρι το τέλος του 2026.
Ο ΟΠΕΚ+, ο οποίος αντλεί περίπου το μισό πετρέλαιο παγκοσμίως, σχεδίαζε να ξεκινήσει την άρση των περικοπών από τον Οκτώβριο του 2024, αλλά η επιβράδυνση της παγκόσμιας ζήτησης και η αύξηση της παραγωγής εκτός του Ομίλου τον ανάγκασαν να αναβάλει τα σχέδια αρκετές φορές.
Παρά τις περικοπές, το Brent έχει παραμείνει ως επί το πλείστον σε ένα εύρος 70 έως 80 δολαρίων ανά βαρέλι φέτος και χθες διαπραγματεύτηκε κοντά στα 73 δολάρια το βαρέλι, έχοντας σημειώσει χαμηλό για το 2024 κάτω από τα 69 δολάρια τον Σεπτέμβριο.
Ο όμιλος, με επικεφαλής τη Σαουδική Αραβία και τη Ρωσία, ανέφερε ότι η παραγωγή των μελών θα διατηρηθεί στα 39,7 εκατομμύρια βαρέλια την ημέρα, σε σύγκριση με το προηγουμένως συμφωνημένο επίπεδο των 40,5 εκατομμυρίων βαρελιών την ημέρα.
Οι στόχοι περιλαμβάνουν αύξηση της ποσόστωσης για τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα κατά 300.000 b/d.
Να σημειωθεί, πάντως, ότι η αύξηση της παγκόσμιας ζήτησης μειώνεται καθώς η κορυφαία καταναλώτρια Κίνα «παραπαίει», ενώ οι προμήθειες από τις ΗΠΑ, τη Γουιάνα και τον Καναδά ανθούν, σύμφωνα με τη Διεθνή Υπηρεσία Ενέργειας.
Σύμφωνα μάλιστα με τον Διεθνή Οργανισμό Ενέργειας, οι παγκόσμιες αγορές θα αντιμετωπίσουν πλεόνασμα το 2025, ακόμη κι αν ο OPEC+ δεν προσθέσει ούτε ένα βαρέλι.
Οι τιμές του πετρελαίου έχουν μειωθεί περίπου 18% από τις αρχές Ιουλίου, καθώς οι traders αγνοούν την αναταραχή στη Μέση Ανατολή και επικεντρώνονται στην επιβράδυνση της Κίνας, η οποία βρίσκεται αντιμέτωπη με μια σειρά οικονομικών προκλήσεων.
Τι θα δούμε το 2025
Πέρα από τον ΟΠΕΚ+, οι γεωπολιτικές εξελίξεις αναμένεται να καθορίσουν, επίσης, τις τιμές για το 2025.
Κατά μέσο όρο, οι τιμές του πετρελαίου για τη νέα χρονιά αναμένεται να υποχωρήσουν περί τα 65 δολάρια ανά βαρέλι εξαιτίας της υπερπροσφοράς από τη μία και της επιβράδυνσης της ζήτησης από την άλλη, καθώς όλο και περισσότερο οι χώρες στρέφονται προς καθαρότερες μορφές ενέργειας και μεταφορών, προβλέπουν οι αναλυτές της Bank of America.
Ο επικεφαλής έρευνας εμπορευμάτων της (BofA) δήλωσε σχετικά: «Το πετρέλαιο δεν πρόκειται να είναι σε έλλειψη, οπότε διατηρούμε μια πιο πτωτική στάση για το 2025».
Ο Φρανσίσκο Μπλανς τόνισε ότι υπάρχει μεγάλη προσφορά στις παγκόσμιες αγορές, η οποία πιθανότατα θα αποτρέψει ιστορικά υψηλά των τιμών, όπως αυτό που παρατηρήθηκε το 2022 μετά την εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία. Έκτοτε, η παραγωγή έχει εκτοξευθεί σε επίπεδα ρεκόρ, με τις ΗΠΑ να παρέχουν σήμερα περίπου το 20% του παγκόσμιου πετρελαίου. Η αυξανόμενη παραγωγή από Βενεζουέλα και Ιράν ανεβάζει τον πήχη της προσφοράς.
Το στέλεχος της BofA προέβλεψε ακόμα ότι η παραγωγή πετρελαίου θα αυξηθεί πολύ από χώρες όπως η Βραζιλία, ο Καναδάς και η Αργεντινή, ενώ θα υπάρξει επιβράδυνση της αύξησης της ζήτησης, ιδίως από την Κίνα, τον μεγαλύτερο εισαγωγέα αργού στον κόσμο, κυρίως εξαιτίας της στραφής της χώρας προς τα ηλεκτρικά οχήματα και τις καθαρότερες μορφές ενέργειας.
Επιπλέον κι άλλοι αναλυτές της Wall Street βλέπουν αποδυνάμωση της αγοράς από το επόμενο έτος.
«Η άποψή μας για το πετρέλαιο μετατοπίζεται από ουδέτερη σε εντελώς πτωτική», έγραψαν οι αναλυτές της JPMorgan στο Global Commodities 2025 Outlook, προχθές Τρίτη.
Ο οίκος περιμένει ότι η αύξηση της παγκόσμιας ζήτησης πετρελαίου θα επιβραδυνθεί από 1,3 εκατομμύρια βαρέλια την ημέρα φέτος σε 1,1 εκατομμύρια βαρέλια την ημέρα το 2025.
Η JPMorgan προβλέπει πτώση του Brent από 80 δολάρια ανά βαρέλι κατά μέσο όρο φέτος σε 73 δολάρια ανά βαρέλι το 2025 και 61 δολάρια το 2026.
Σε κάθε περίπτωση, η αναβολή της επανεκκίνησης της προσφοράς δίνει επίσης στον ΟΠΕΚ+ χρόνο να αξιολογήσει τον αντίκτυπο της επιστροφής του προέδρου Ντόναλντ Τραμπ στον Λευκό Οίκο.
Ο Τραμπ έχει αναφέρει ότι μπορεί να ανανεώσει την καμπάνια «μέγιστης πίεσης» στις εξαγωγές πετρελαίου από το Ιράν, που είχε αναπτύξει κατά την πρώτη του θητεία για να περιορίσει το πυρηνικό πρόγραμμα της Τεχεράνης. Από την άλλη πλευρά, έχει επίσης προειδοποιήσει για τιμωρητικούς δασμούς στις εμπορικές συναλλαγές με διάφορες χώρες, συμπεριλαμβανομένης της Κίνας, κάτι που θα μπορούσε να δώσει νέο πλήγμα στην οικονομική δραστηριότητα και την κατανάλωση καυσίμων στο Πεκίνο.