Πώς η Δύση θα «σπάσει» το μονοπώλιο των Ρώσων στο ουράνιο
Shutterstock
Shutterstock
Πυρηνική Ενέργεια

Πώς η Δύση θα «σπάσει» το μονοπώλιο των Ρώσων στο ουράνιο

Ένα από τα ζητήματα ενεργειακής φύσεως που δεν συζητούνται συχνά είναι αυτό της εξάρτησης της ευρωπαϊκής και της αμερικανικής πυρηνικής βιομηχανίας παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας από τη Ρωσία και το ουράνιό της. Και όμως, η ρωσική παρουσία είναι τόσο ισχυρή που από αυτήν εξαρτάται μεγάλο μέρος της πυρηνικής βιομηχανίας στις ΗΠΑ και την Ευρώπη.

Πριν συνεχίσουμε, πρέπει να υπενθυμίσουμε πως το ουράνιο, αφού τύχει συγκεκριμένης επεξεργασίας, αποτελεί τη βασική πρώτη ύλη για τη λειτουργία των πυρηνικών αντιδραστήρων που παράγουν ηλεκτρική ενέργεια στα πυρηνικά εργοστάσια. Μπορεί στην χώρα μας αυτό να μην λέει πολλά αλλά τα πράγματα είναι εντελώς διαφορετικά σε πολλές ευρωπαϊκές χώρες και στις ΗΠΑ.

Η πυρηνική ενέργεια εξακολουθεί και μάλλον θα εξακολουθήσει να αποτελεί δομικό στοιχείο του ενεργειακού μείγματος. Το παράδειγμα της Γαλλίας, όπου πάνω από το μισό της ηλεκτρικής ενέργειας που καταναλώνεται προέρχεται από τα πυρηνικά εργοστάσια, είναι το πλέον χαρακτηριστικό.

Αν πριν τρία χρόνια συζητούσαμε για την ανάγκη ύπαρξης σχεδιασμού για την ασφαλή προμήθεια ουρανίου, λίγοι θα μας έπαιρναν στα σοβαρά. Όμως η ενεργειακή κρίση του 2022 άλλαξε άρδην την κατάσταση, καθώς έγινε αντιληπτό πως τα πυρηνικά εργοστάσια πρέπει να συνεχίσουν να παίζουν σημαντικό ρόλο καθώς έχουν μηδενικές εκπομπές αερίων του θερμοκηπίου και προσφέρουν σταθερότητα στο ηλεκτρικό δίκτυο.

Για να γίνει αυτό όμως χρειάζεται να υπάρχει ασφαλής πρόσβαση σε ουράνιο, και ειδικότερα σε εμπλουτισμένο ουράνιο, δηλαδή ουράνιο που έχει περάσει μέσα από ειδική επεξεργασία σε εξειδικευμένα εργοστάσια. Τα πυρηνικά εργοστάσια χρειάζονται εμπλουτισμένο ουράνιο, το απλό ορυκτό ουράνιο δεν τους χρησιμεύει σε τίποτα. 

Για κακή τύχη των Ευρωπαίων και κυρίως των Αμερικανών, οι οποίοι είχαν απενεργοποιήσει πολλά ορυχεία και εργοστάσια εμπλουτισμού ουρανίου μέσα στη δεκαετία του 2010 μετά την αποστροφή προς την πυρηνική ενέργεια που είχε προκαλέσει το ατύχημα στη Φουκούσιμα της Ιαπωνίας το 2011, η Δύση δεν παράγει αρκετό εμπλουτισμένο ουράνιο.

Αυτό σημαίνει πως πολλά πυρηνικά εργοστάσια στις ΗΠΑ και την Ευρώπη λειτουργούν με εμπλουτισμένο ουράνιο που προμηθεύονται από τη Ρωσία και συγκεκριμένα την εταιρεία Rosatom. Η ρωσική επιχείρηση προμηθεύει το 25% των αμερικανικών πυρηνικών εργοστασίων και πολλές δεκάδες από τα ευρωπαϊκά.

Σύμφωνα με το Bloomberg, περίπου το 50% των παγκοσμίων προμηθειών εμπλουτισμένου ουρανίου έρχεται από τη Ρωσία. Σε σχετικό πίνακα που βρήκαμε σε άρθρο του διεθνούς πρακτορείου από τον περσινό Αύγουστο βρήκαμε πως η δυναμικότητα των ρωσικών εργοστασίων εμπλουτισμού ανέρχεται στις 24,7 εκατομμύρια μονάδες διαχωρισμού, των ευρωπαϊκών στις 21,2 εκατομμύρια μονάδες και του μοναδικού εν λειτουργία αμερικανικού στις 4,6 εκατομμύρια μονάδες, ενώ η Κίνα έχει δυναμικότητα περίπου 6,3 εκατομμυρίων μονάδων.

Είναι φανερό πως αν αυτή τη στιγμή ξαφνικά σταματούσε η ροή εμπλουτισμένου ουρανίου από τη Ρωσία προς τη Δύση, μερικούς μήνες αργότερα πολλά πυρηνικά εργοστάσια θα ήταν αναγκασμένα να κλείσουν. Αυτό εξηγεί πιθανότατα και το γεγονός πως δεν έγινε σοβαρή συζήτηση για επιβολή κυρώσεων στη Rosatom, η οποία ελέγχεται βέβαια από το ρωσικό κράτος. Αν οι ΗΠΑ και οι ευρωπαϊκές χώρες θέλουν να νοιώθουν ασφαλείς θα πρέπει να «ξαναχτίσουν» την εφοδιαστική αλυσίδα του ουρανίου μέσα στις ίδιες ή σε φιλικές τους χώρες.

Αυτό σημαίνει πως θα πρέπει να μπουν σε λειτουργία νέα ορυχεία ουρανίου, ή να επαναλειτουργήσουν αυτά που έκλεισαν λόγω της κατάρρευσης της τιμής του ουρανίου από την εποχή του ατυχήματος της Φουκούσιμα μέχρι τη ρωσική εισβολή στην Ουκρανία.

Ακόμα πιο σημαντικό ζήτημα όμως είναι η αναζωογόνηση και μεγέθυνση του τομέα εμπλουτισμού ουρανίου, καθώς χωρίς αυτόν η αύξηση της παραγωγής των ορυχείων δεν σημαίνει και πολλά πράγματα. Αυτό φαίνεται καθαρά τώρα που η τιμή του ουρανίου ξεπέρασε τα 100 δολάρια/λίβρα για πρώτη φορά από το 2007 ενώ για πολλά χρόνια ήταν κάτω από τα 30.

Ακόμα και αν τα ορυχεία της Αυστραλίας και του Καναδά πάρουν μπρος όλα μαζί λόγω των υψηλών τιμών, η προμήθεια εμπλουτισμένου ουρανίου στα δυτικά εργοστάσια δεν θα μπορούσε να εξασφαλιστεί αν σταματούσαν οι ρωσικές εξαγωγές. Και αυτό παρά τη συστηματική προσπάθεια των εταιρειών που λειτουργούν τα πυρηνικά εργοστάσια να αυξήσουν όσο μπορούν τα αποθέματά τους ενόψει πιθανής προσωρινής ή και οριστικής διακοπής  των ρωσικών εξαγωγών εμπλουτισμένου ουρανίου. 

Όμως, η λειτουργία εργοστασίων εμπλουτισμού δεν είναι απλή υπόθεση. Για να επαναλειτουργήσουν εργοστάσια δεν επαρκεί η κρατική βοήθεια. Αναφερόμαστε σε κρατική βοήθεια γιατί είναι γεγονός πως βρίσκεται σε εξέλιξη μία προσπάθεια συντονισμού πολλών δυτικών χωρών με σκοπό τη δημιουργία ανθεκτικής εφοδιαστικής αλυσίδας που να μην εξαρτάται από τη Ρωσία ή φίλιες προς αυτήν δυνάμεις.

Προφανώς, η κρατική βοήθεια παίζει σημαντικό ρόλο αλλά απαραίτητη προϋπόθεση για να επαναλειτουργήσουν τα εργοστάσια εμπλουτισμού και, ακόμα περισσότερο, για να δημιουργηθούν νέα και για να επεκταθούν τα υπάρχοντα είναι η ύπαρξη συμβολαίων μακράς διαρκείας με τα εργοστάσια παραγωγής ενέργειας.

Αυτό τουλάχιστον προκύπτει από τις απόψεις των εκπροσώπων πολλών επιχειρήσεων. Εκτενές άρθρο των Financial Times από την προηγούμενη εβδομάδα κατέληξε με τη δήλωση του Malcolm Critchley, διευθύνοντος συμβούλου της εταιρείας ConverDyn η οποία παρέχει υπηρεσίες εμπλουτισμού ουρανίου και πρόσφατα έβαλε μπρος και πάλι το εργοστάσιό της, το οποίο είχε κλείσει το 2017.

Ο Critchley είπε καθαρά πως «δεν θα σκεφθεί να αυξήσει την παραγωγική του δυναμικότητα αν δεν δει μπροστά του πραγματικές παραγγελίες από τις εταιρείες παραγωγής ρεύματος». Ο Critchley είχε μιλήσει και στο Bloomberg το προηγούμενο καλοκαίρι και είχε επαναλάβει τους παραπάνω προβληματισμούς του. Είχε προσθέσει επίσης πως, κατά την άποψή του, αυτό που θα έκανε την εταιρεία του να προχωρήσει «πρόσω ολοταχώς» τη σημαντική επέκτασή της θα ήταν η σύναψη συμβολαίων δεκαετούς τουλάχιστον διαρκείας με πάνω από 10 πελάτες.

Κάτι άλλο πολύ σημαντικό είναι ο προβληματισμός για το τι θα γίνει αν οι σχέσεις Ρωσίας – Δύσης εξομαλυνθούν και πάλι και η συζήτηση φύγει από την πιθανή απαγόρευση των ρωσικών εξαγωγών εμπλουτισμένου ουρανίου (αυτό γίνεται αυτές τις μέρες) και πάει προς την πλήρη επιστροφή τους. Αυτό απασχολεί τον Jaques Peythtieu, ανώτατο αξιωματούχο της γαλλικής Orano.

Η γαλλική κρατική εταιρεία είναι η μία από τις δύο μεγάλες ευρωπαϊκές επιχειρήσεις εμπλουτισμού ουρανίου, μαζί με την Urenco, κοινοπραξία αγγλικών, γερμανικών και ολλανδικών συμφερόντων, που εδρεύει έξω από το Λονδίνο. Ο Peythtieu ανέφερε στους Financial Times πως η εταιρεία του και άλλες που ασχολούνται με το ίδιο αντικείμενο, θέλουν διαβεβαιώσεις πως το ρωσικό εμπλουτισμένο ουράνιο δεν πρόκειται να επιστρέψει ανεξέλεγκτο στη Δύση ρίχνοντας τις τιμές σε μερικά χρόνια από τώρα.

Η άποψη της Orano είναι σημαντική γιατί οι επενδύσεις που σχεδιάζει για τα επόμενα χρόνια, μαζί με αυτές που είναι σε εξέλιξη από την Urenco, θα μπορούσαν να αντικαταστήσουν τουλάχιστον το μισό του ρωσικού εμπλουτισμένου ουράνιου που χρησιμοποιούν αυτή την εποχή οι δυτικές χώρες.

Όμως, και η κρατική βοήθεια είναι πολύ σημαντική, τουλάχιστον σύμφωνα με την άποψη του διευθύνοντος συμβούλου της αμερικανικής Westinghouse, η οποία είναι η μόνη εταιρεία χωρίς δεσμούς με τη Ρωσία η οποία έχει την τεχνολογία για να προμηθεύσει με πυρηνικά καύσιμα όχι μόνο τους αντιδραστήρες στις δυτικές χώρες αλλά και αυτούς που έχουν κατασκευαστεί από τη Ρωσία και βρίσκονται σε χώρες που δεν βρίσκονται πλέον στη σφαίρα επιρροής της.

Ο Patrick Fragman, η εταιρεία του οποίου έχει αναλάβει αυτή την αποστολή στην Ουκρανία, δήλωσε ξεκάθαρα στους Financial Times πως η κρατική αρωγή είναι απόλυτα απαραίτητη προκειμένου να επισπευσθούν οι προσπάθειες ενίσχυσης της δυτικής βιομηχανίας εμπλουτισμού ουρανίου, πολύ απλά διότι η εξάρτηση από τα ρωσικά πυρηνικά καύσιμα είναι πολύ μεγάλη. 

Στο άρθρο του Bloomberg αναφερόταν πως το σύνολο των επενδύσεων που βρίσκονται σε εξέλιξη και έχουν ως στόχο τη δημιουργία μίας ισχυρής εφοδιαστικής αλυσίδας, χωρίς ρωσικούς κρίκους, στην πυρηνική βιομηχανία ανέρχονται περίπου σε 20 δισεκατομμύρια δολάρια. Μόνο η επένδυση της Urenco στην πολιτεία του Νέου Μεξικού στις ΗΠΑ είναι της τάξης των 5 δισεκατομμυρίων δολαρίων.

Φαίνεται όμως πως αυτό δεν είναι αρκετό για να επιτευχθεί η απαγκίστρωση από το ρωσικό εμπλουτισμένο ουράνιο και άλλα παρόμοια προϊόντα. Αν ερμηνεύουμε σωστά τα λεγόμενα των αξιωματούχων των επιχειρήσεων του κλάδου, εκτός από τα χρήματα θα χρειαστεί και μία συντονισμένη προσπάθεια έτσι ώστε να αναληφθούν οι απαραίτητες δεσμεύσεις που θα πείσουν όλους τους εμπλεκόμενους να ανοίξουν τα πορτοφόλια τους για τον σχεδιασμό και την εκτέλεση επενδύσεων μακράς πνοής. Δύσκολο έργο αν αναλογιστούμε και το πόσο δύσκολη είναι η συνεννόηση αυτή την εποχή, όχι μόνο μεταξύ κρατών αλλά και στο εσωτερικό τους. Χωρίς συντονισμό και συνεννόηση, η κρατική βοήθεια θα πάει πιθανότατα χαμένη.