Αυξήσεις έως 15% στις τιμές των ακτοπλοϊκών εισιτηρίων από τον προσεχή Μάιο φέρνει η εφαρμογή του νέου καυσίμου μειωμένου θείου που θα χρησιμοποιεί ο κλάδος της επιβατηγού ναυτιλίας στη Μεσόγειο.
Ειδικότερα, ο νέος περιβαλλοντικός κανονισμός της ΕΕ για τον περιορισμό των εκπομπών άνθρακα και θείου θα φέρει ανατιμήσεις τόσο για τους επιβάτες όσο και για τα μεταφερόμενα οχήματα. Η μετάβαση σε νέα, καθαρότερα καύσιμα, έρχεται να εντείνει τις αυξήσεις στον κλάδο της ναυτιλίας, ο οποίος αναμενόταν να επιβαρυνθεί ούτως ή άλλως λόγω των γενικότερων ανατιμήσεων στις πρώτες ύλες αλλά και στις τιμές της ενέργειας. Οι νέοι περιβαλλοντικοί κανονισμοί και η «πράσινη» μετάβαση δεν οδηγούν μόνο σε πιο αυξημένα κόστη λειτουργίας αλλά και σε μεγαλύτερες επενδυτικές ανάγκες για τον κλάδο.
Συγκεκριμένα, από την 1η Μαΐου 2025, τα ακτοπλοϊκά πλοία θα υποχρεούνται να χρησιμοποιούν ένα νέο τύπο ντίζελ με περιεκτικότητα θείου κατά 80% μικρότερη από το σημερινό μαζούτ. Η αλλαγή αυτή, που επιβάλλεται από την Κομισιόν και τον Διεθνή Οργανισμό Ναυτιλίας (IMO) στο πλαίσιο της «πράσινης» μετάβασης, θα αυξήσει σημαντικά το λειτουργικό κόστος. Σύμφωνα με τον πρόεδρο του Συνδέσμου Επιχειρήσεων Επιβατηγού Ναυτιλίας (ΣΕΕΝ), Διονύση Θεοδωράτο, η άμεση αύξηση στους ναύλους εκτιμάται στο 10%-12% λόγω της μετάβασης στο νέο καύσιμο.
Επιπλέον, από τον Σεπτέμβριο του 2025, η ελληνική ακτοπλοΐα θα αρχίσει να αποζημιώνει το 40% των εκπομπών διοξειδίου του άνθρακα μέσω του ευρωπαϊκού συστήματος εμπορίας ρύπων (ETS), ενώ μέχρι το 2027 η επιβάρυνση θα φτάσει στο 100%.
Το θέμα απασχόλησε την Τρίτη ημερίδα του Συνδέσμου Επιχειρήσεων Επιβατηγού Ναυτιλίας που έγινε υπό την αιγίδα του υπουργείου Ναυτιλίας και Νησιωτικής Πολιτικής, κατά τη διάρκεια της οποίας παρουσιάστηκε μελέτη του ΙΟΒΕ με τίτλο «Η επίδραση από την εφαρμογή της νομοθεσίας “Fit for 55” στον κλάδο της επιβατηγού ναυτιλίας στην Ελλάδα». Σύμφωνα με το ΙΟΒΕ, η εφαρμογή των νέων περιβαλλοντικών κανονισμών ενδέχεται να επιφέρει αύξηση του λειτουργικού κόστους των ακτοπλοϊκών κατά περίπου 320 εκατ. ευρώ έως το 2031.
Οι πιθανές συνέπειες αυτής της αύξησης του κόστους περιλαμβάνουν τη μείωση της συχνότητας των δρομολογίων και την αύξηση των τιμών των εισιτηρίων, με αποτέλεσμα τη μείωση της επιβατικής κίνησης κατά 10,4% το 2031.
Από την πλευρά του, το υπουργείο Ναυτιλίας, προκειμένου να βοηθήσει τις ακτοπλοϊκές εταιρείες στην «πράσινη» μετάβαση έχει εξαγγείλει ένα πρόγραμμα ΣΔΙΤ. Η χρηματοδότηση προέρχεται από το Πρόγραμμα ΕΣΠΑ «Μεταφορές 2021-2027», με εξασφαλισμένα 80 εκατομμύρια ευρώ και τη δυνατότητα υπερδέσμευσης που μπορεί να φτάσει έως και τα 360 εκατομμύρια ευρώ.
Η ναυπήγηση των πλοίων θα χρηματοδοτηθεί εν μέρει από πόρους του ΕΣΠΑ, ενώ το υπόλοιπο κόστος θα καλυφθεί από τις ακτοπλοϊκές εταιρείες. Αυτές οι εταιρείες θα υποχρεούνται να δρομολογούν τα πλοία σε συγκεκριμένες άγονες γραμμές για τουλάχιστον 12 χρόνια και να τα συντηρούν. Ως ανταπόδοση, θα λαμβάνουν σταθερό μίσθωμα κάθε μήνα και απόδοση επένδυσης για την εκτέλεση των γραμμών. Ο στόχος του Υπουργείου Ναυτιλίας και Νησιωτικής Πολιτικής είναι να κατατεθούν όλες οι σχετικές αιτήσεις και να ολοκληρωθούν οι συμφωνίες μέχρι το τέλος του 2027.
Άλμα στην επιβατική κίνηση του ΟΛΠ
Πάντως, παρά τα επερχόμενα αυξημένα κόστη, οι εκτιμήσεις για τον ρυθμό προσέλευσης των επιβατών στο λιμάνι του Πειραιά είναι αρκετά ενθαρρυντικές. Όπως σημειώνουν στο Liberal πηγές της αγοράς, στατιστικά ο αριθμός των επιβατών τα τελευταία χρόνια επανέρχεται σε επίπεδα προ της πρώτης πανδημίας. Αυτό αναμένεται να μην επηρεαστεί από τις όποιες αυξήσεις με τις εκτιμήσεις να μην προβλέπουν μείωση της επιβατικής κίνησης λόγω του δυναμικού «ιστορικού» των τελευταίων τριών χρόνων.
Ενδεικτικά, για το 2024, ο αριθμός του επιβατικού κοινού στο Λιμάνι του Πειραιά έφτασε συνολικά περίπου τα 19 εκατομμύρια. Από αυτά, τα 17 εκατομμύρια αφορούν τους απλούς επιβάτες και το υπόλοιπο 1,7 εκατ. επιβάτες αφορούσε τους επιβάτες κρουαζιέρας. Για τους τελευταίους, μάλιστα, καταγράφηκε ιστορικό ρεκόρ, ξεπερνώντας τους 1,5 εκ. που σημειώθηκε το 2023.
«Είναι ακόμα νωρίς να προβλέψουμε την προσέλευση για το 2025 αλλά ο ρυθμός συνεχώς ανεβαίνει. Οι τελευταίες ανοδικές τάσεις και η ολοένα και πιο δυναμική προσέλευση ανά χρονιά, προμηνύει ακόμα εντονότερο ρυθμό και για το νέο έτος», σημειώνει στο Liberal πηγή του κλάδου.