To γεγονός ότι μετά από 17 χρόνια μια μεγάλη ευρωπαϊκή τράπεζα, η ιταλική UniCredit, εξαγοράζει το 9% της Alpha Bank και επενδύει και πάλι στο ελληνικό τραπεζικό σύστημα αντανακλά τη σημαντική πρόοδο που έχει επιτευχθεί στον χρηματοπιστωτικό μας κλάδο και φυσικά την αυξημένη αξιοπιστία της ελληνικής οικονομίας.
Τίποτα δεν θα είχε γίνει αν αυτή δεν είχε αναβαθμιστεί από τέσσερις μέχρι τώρα οίκους αξιολόγησης και δεν είχε έρθει η ανάκτηση της επενδυτικής βαθμίδας από τη S&P.
Το γεγονός επίσης ότι η ΔΕΗ μετά το μεγάλο επενδυτικό της άνοιγμα στη Νοτιοανατολική Ευρώπη με την εξαγορά της Εnel στη Ρουμανία, το οποίο αποτελεί επιστέγασμα της αλλαγής που συντελείται μεθοδικά την τελευταία τετραετία, ετοιμάζεται για την επόμενη στρατηγική κίνηση, εξαγοράζοντας τον Κωτσόβολο, τη μεγαλύτερη εγχώρια αλυσίδα ηλεκτρικών ειδών, δείχνει τι μπορεί να πετύχει με το κατάλληλο μάνατζμεντ ένας εθνικός πρωταθλητής. Τόσο η μία, όσο και η άλλη είδηση αναδεικνύουν ότι έστω και με καθυστέρηση οι θυσίες και οι μεταρρυθμίσεις που έγιναν τα τελευταία χρόνια πιάνουν τόπο, έχουν θετικό αποτέλεσμα και αποτελούν ψήφο εμπιστοσύνης στην ελληνική οικονομία.
Το ερώτημα είναι πότε θα δούμε τα επόμενα deals. Τις επενδύσεις που θα αφορούν την παραγωγή σε καινοτόμες λύσεις, στην πληροφορική, στην ενέργεια, σε πάρκα προηγμένων τεχνολογιών, με είσοδο κεφαλαίων και venture funds, από χώρες όπως το Ισραήλ που θα στεγάσουν θερμοκοιτίδες και τοπικές επιχειρήσεις. Την ανάπτυξη της μεταποίησης ώστε κάποια στιγμή, ατενίζοντας το μέλλον, αυτό να μην εξαρτάται τόσο καθοριστικά από τις εισαγωγές, όπως το παρόν.
Την απάντηση στο ερώτημα τη δίνει η ίδια η S&P στο κείμενο που συνοδεύει την ανάκτηση της επενδυτικής βαθμίδας. «Η νομική διαδικασία στην Ελλάδα που περιλαμβάνει μεγάλους χρόνους διεξαγωγής δικαστικών υποθέσεων με αβέβαιη επιβολή του νόμου, παραμένει αποτρεπτικός παράγοντας για τις επιχειρήσεις και τις επενδύσεις», αναφέρει.
Και το καλύτερο μας το φυλάει για μετά. «Αν και η κτηματογράφηση και η οριοθέτηση των ιδιοκτησιακών ορίων συνεχίζεται και ψηφιοποιείται όλο και περισσότερο, ακόμη και σήμερα δεν έχουν ενταχθεί όλες οι περιοχές της Ελλάδας στο εθνικό Κτηματολόγιο». Και σχολιάζοντας τη συγκεκριμένη ελληνική επίδοση επισημαίνει ότι «αυτό είναι μοναδικό στην Ευρώπη».
Τι μας λέει δηλαδή η έκθεση; Ότι μια χώρα που ξεκίνησε την κτηματογράφηση το 1995 αλλά μετά από 29 χρόνια δεν την έχει ακόμη ολοκληρώσει, δεν μπορεί να έχει την ίδια απαίτηση με άλλες στην προσέλκυση παραγωγικών επενδύσεων. Αρκεί να σκεφτεί κανείς ότι στην Ιταλία, το κτηματολόγιο συνενώθηκε με τα υποθηκοφυλακεία το 1991. Στην Ολλανδία η μετάβαση στο νέο ψηφιακό κτηματολόγιο ολοκληρώθηκε το 1985. Στη Σουηδία το 1995, στη Βουλγαρία το 2009 και στην Πολωνία το 2010. Εδώ αναμένουμε ότι αυτό θα συμβεί ίσως μέχρι το 2025.
Είτε μας αρέσει, είτε όχι, στο κείμενο της S&P υπάρχουν κι άλλα «καμπανάκια», μεταξύ άλλων, για :
- Την ανάγκη επιτάχυνσης των μεταρρυθμίσεων. Στις εκλογές του Ιουλίου, γράφει η έκθεση, το εκλογικό σώμα έστειλε ένα σαφές μήνυμα, ότι δεν επιθυμεί ένα δυνητικά ασταθή συνασπισμό, γεγονός που επιτρέπει στην κυβέρνηση να συνεχίσει να χτίζει πάνω στις μεταρρυθμίσεις της προηγούμενης τετραετίας.Το εκλογικό δηλαδή αποτέλεσμα έστειλε μήνυμα συνέχισης της υφιστάμενης πολιτικής και αναμένουμε από την κυβέρνηση ότι θα συνεχίσει τη μεταρρυθμιστική της ατζέντα. Είναι το μεγάλο στοίχημα της κυβέρνησης οι μεταρρυθμίσεις, σαν να λέει με άλλα λόγια, η S&P.
- Τους κινδύνους από το εξωτερικό περιβάλλον, καθώς όπως και άλλες μικρές ανοικτές οικονομίες είμαστε εκτεθειμένοι στη φωτιά που μαίνεται στη γειτονιά μας (Μ. Ανατολή, Ουκρανία), στις αναταράξεις των ενεργειακών αγορών, με τον «ελέφαντα στο δωμάτιο» να είναι η διεθνής επιβράδυνση. Και οι επενδύσεις οι οποίες εκτιμάται ότι θα «τρέξουν» με το εντυπωσιακό 7,8% του χρόνου, εξαρτώνται από το ευρωπαϊκό περιβάλλον, το οποίο κατεβάζει ταχύτητες. Το καμπανάκι της S&P χτυπά κυρίως για τον ελληνικό τουρισμό και τη ναυτιλία.
- Τις πολιτικές πιέσεις που είναι ικανές να δυσκολέψουν την ικανότητα για υψηλά πρωτογενή πλεονάσματα σε βάθος χρόνου. Ενώ, η S&P προβλέπει ότι η κυβέρνηση θα πετυχαίνει ένα μέσο πρωτογενές πλεόνασμα του προϋπολογισμού 2,3% του ΑΕΠ για την περίοδο 2024-2026, δεν αποκλείει σε βάθος χρόνου το πολιτικό κλίμα να δυσκολέψει τα πράγματα. «Κατά τη γνώμη μας, οι πολιτικές πιέσεις πιθανότατα θα περιπλέξουν την ικανότητα της κυβέρνησης να διατηρεί μεγάλα πρωτογενή πλεονάσματα μεσοπρόθεσμα και μακροπρόθεσμα και αυτό θα μπορούσε να επιβραδύνει την πρόοδο απομείωσης του χρέους κατά τα τελευταία έτη του χρονικού ορίζοντα των προβλέψεών μας και πέραν αυτού». Ένα καμπανάκι δηλαδή για το χρέος όσο θα πλησιάζουμε προς το 2032, οπότε και λήγει η περίοδος χάριτος.
- Τη δυσκολία απορρόφησης των κοινοτικών πόρων. Στο θέμα έχουμε αναφερθεί συχνά. Έχουμε πολλά λεφτά προς απορρόφηση, τα νούμερα ζαλίζουν. Μέχρι το 2029 αγγίζουν τα 80 δισ., ενώ μόνο του Ταμείου Ανάκαμψης το οποίο τελειώνει το 2026 φτάνουν τα 36 δισ. Το θέμα είναι αν μπορούμε να τα απορροφήσουμε. «Η Ελλάδα υπέβαλε το 3ο αίτημα εκταμίευσης προς το RRF στις 16 Μαΐου 2023, το οποίο θα ξεκλειδώσει πόρους 1,72 δισεκατομμυρίων ευρώ. Ήταν μεταξύ των τριών πρώτων χωρών που υπέβαλε τρίτο αίτημα εκταμίευσης, υπογραμμίζοντας τις δυναμικές της επιδόσεις. Κατά τη γνώμη μας, αν τα κονδύλια χρησιμοποιηθούν αποτελεσματικά, θα μπορούσαν να φέρουν γρήγορα διαρθρωτικές βελτιώσεις, ισχυρή ανάπτυξη και να ενισχύσουν την ικανότητα εξυπηρέτησης του χρέους στον προβλεπόμενο ορίζοντα. Παρ’ όλα αυτά, παρά τις πετυχημένες εκταμιεύσεις της Ελλάδας, ο βαθμός αξιοποίησης αυτών των κεφαλαίων ήταν μέχρι στιγμής χαμηλός και αναμένουμε ότι θα επιταχυνθεί».
Τι μας λέει δηλαδή η έκθεση; Η ελληνική οικονομία έχει μια αξιοσημείωτη δυναμική, έχει μπροστά της μια μοναδική ευκαιρία, αλλά επείγει να αφήσουμε πίσω το παρωχημένο παραγωγικό μοντέλο. Μας επισημαίνει ότι έχουμε ακόμη πολλά σκαλοπάτια να ανεβούμε. Τον κίνδυνο να χαθούν ευρωπαϊκοί πόροι από τις γνωστές ελληνικές παθογένειες. Και ότι αν τα έργα του Ταμείου Ανάκαμψης δεν γίνουν στο συμφωνημένο χρόνο και χαθούν τα ορόσημα, απλώς δεν θα γίνουν. Εξάλλου, δεν υπάρχουν διαδικασίες που να λειτουργούν σαν «γέφυρες» όπως στο ΕΣΠΑ. Είμαστε σε θέση να εκμεταλλευτούμε τη μοναδική αυτή ευκαιρία;