Η κυβέρνηση Μητσοτάκη ανοίγει τον «δρόμο» για τη συνύπαρξη ξένων και δημοσίων Πανεπιστημίων στην Ελλάδα. Η τοποθέτηση του κ. Πιερρακάκη ως νέου υπουργού Παιδείας, ο οποίος τα πήγε περίφημα στο προηγούμενο πόστο του ως προς την ψηφιακή λειτουργία του κρατικού τομέα, δημιουργεί βάσιμες ελπίδες ότι το εγχείρημα της «συνύπαρξης» θα λειτουργήσει θετικά για όλους. Καταθέτω μερικές σκέψεις με βάση της τριαντάχρονης παρουσίας και επαγγελματικής σταδιοδρομίας μου στα Βρετανικά Πανεπιστήμια.
Κατ’ αρχήν να σημειώσω ότι τα Πανεπιστήμια στη Μεγάλη Βρετανία είναι ανεξάρτητα ιδρύματα. Χρηματοδοτούνται, κατά κύριο λόγο, από τα δίδακτρα που πληρώνουν οι φοιτητές και φοιτήτριες. Όσον αφορά τα προπτυχιακά δίδακτρα, η κυβέρνηση αποφασίζει το ανώτερο ύψος στα δίδακτρα το οποίο έχει το «μειονέκτημα» ότι δεν αναθεωρείται σε ετήσια βάση με βάση τον πληθωρισμό. Όσον αφορά τα μεταπτυχιακά δίδακτρα όμως, το ίδιο το Πανεπιστήμιο αποφασίζει το ύψος των διδάκτρων, το οποίο διαφέρει από το ένα γνωστικό πεδίο στο άλλο.
Για παράδειγμα, τα ύψος των διδάκτρων σε Business (όπου υπάρχει μεγάλη ζήτηση) είναι πολλαπλώς υψηλότερο από εκείνο σε Mathematics. Επιπλέον, τα μεταπτυχιακά δίδακτρα αναπροσαρμόζονται σε ετήσια βάση. Αναφέρω, ενδεικτικά ότι τα ετήσια προπτυχιακά δίδακτρα είναι £9.250, ενώ τα ετήσια μεταπτυχιακά δίδακτρα μπορούν να κινηθούν και άνω των £25.000!
Τα Πανεπιστήμια στη Μεγάλη Βρετανία χρηματοδοτούνται από το κράτος, και σε γενικές γραμμές με βάση τις επιδόσεις τους στην έρευνα (η αξιολόγηση τους λαμβάνει, σε γενικές γραμμές, χώρα κάθε 6-8 έτη). Αυτό πρακτικά σημαίνει ότι δημιουργούνται κίνητρα στα Βρετανικά Πανεπιστήμια να προσλαμβάνουν Διδακτικό και Ερευνητικό Προσωπικό με αξιόλογη ερευνητική δραστηριότητα προκειμένου να επιτύχουν υψηλότερη χρηματοδότηση από το κράτος.
Προχωρώ, τώρα, στα οφέλη και παγίδες από την πιθανή συνύπαρξη ξένων και δημοσίων Πανεπιστημίων στην Ελλάδα και, βέβαια, τις συνέπειες από πιθανή απόφαση των Βρετανικών Πανεπιστημίων να έρθουν στη χώρα μας. Το βασικό όφελος έχει βέβαια να κάνει με τη δημιουργία πληθώρας θέσεων Πανεπιστημιακής εργασίας στην Ελλάδα. Επιπλέον, λογικό είναι ότι πολλοί Έλληνες υποψήφιοι φοιτητές θα αποφασίσουν την παραμονή και φοίτηση στην Ελλάδα αντί να μετακομίσουν» για σπουδές στο εξωτερικό. Αναφέρω ότι, το ακαδημαϊκό έτος 2017-2018, περίπου 10.270 Έλληνες φοιτητές φοιτούσαν στο Ηνωμένο Βασίλειο. Το 2021-2022 (μετά και το Brexit, δηλαδή), «μόνο» 7.100 Έλληνες φοιτητές και φοιτήτριες βρέθηκαν στο Ηνωμένο Βασίλειο για σπουδές (μία μείωση της τάξης του 31%).
Εδώ, βέβαια, δημιουργούνται κάποια ερωτήματα τα οποία πρέπει να απαντηθούν. Το πρώτο ερώτημα έχει να κάνει με το καθεστώς λειτουργίας των ξένων β Το συγκεκριμένο καθεστώς θα ακολουθεί τους κανόνες λειτουργίας των Βρετανικών Πανεπιστημίων (αφού εκείνα στην Ελλάδα θα αποτελούν παραρτήματα τους) ή τον όποιο κανόνα λειτουργίας των Πανεπιστημίων στην Ελλάδα; Επιπλέον, πως θα γίνεται η εισαγωγή των υποψηφίων φοιτητών στα παραρτήματα των ξένων Πανεπιστημίων στην Ελλάδα; Αυτό αποτελεί, επιπλέον θέμα, για όποιο, ιδιώτη, Έλληνα ή αλλοδαπό, ο οποίος, ενδεχομένως, να καταθέσει αίτημα δημιουργίας Πανεπιστημίου στην Ελλάδα και θα πρέπει να υπόκειται σε κάποιους στοιχειώδεις κανόνες προκειμένου να μην (ας το πω έτσι) «παραπλανηθούν» οι πιθανοί υποψήφιοι. Μήπως θα πρέπει να υπάρχει ένα καθεστώς, ας το πούμε «μερικής εξομοίωσης», ως προς την εισαγωγή τόσο στα ξένα Πανεπιστήμια της Ελλάδας όσο και στα Δημόσια;
Σε κάθε περίπτωση, θα πρέπει να δούμε την ίδρυση ξένων Πανεπιστημίων στην Ελλάδα ως άμεσες επενδύσεις από το εξωτερικό οι οποίες δημιουργούν πολλαπλά οφέλη για το δημόσιο Πανεπιστήμιο στην Ελλάδα και την ελληνική οικονομία γενικότερα. Πράγματι, η διεθνής βιβλιογραφία μας ενημερώνει ότι όσοι αποφασίζουν να επενδύσουν από το εξωτερικό στην εγχώρια οικονομία, δαπανούν, σε σχέση με τις εγχώριες επιχειρήσεις, πέντε φορές παραπάνω σε προγράμματα έρευνας και τεχνολογικής ανάπτυξης (Research and Development).
Επιπλέον, προσφέρουν μέχρι και 13,7% πιο υψηλούς μισθούς σε σχέση με τις εγχώριες επιχειρήσεις. Σημειώνω, επίσης, ότι η τεχνολογία των επιχειρήσεων από το εξωτερικό μεταδίδεται και στις εγχώριες επιχειρήσεις σε χρονικό διάστημα μεταξύ ενός και τεσσάρων ετών με αποτέλεσμα την αύξηση της παραγωγικότητας και τη βελτίωση της ανταγωνιστικότητας στο σύνολο της οικονομίας!
Με άλλα λόγια, εάν δούμε τη λειτουργία των ξένων Πανεπιστημίων στην Ελλάδα ως άμεσες επενδύσεις από το εξωτερικό, τα οφέλη στη χώρα μας θα είναι πολλαπλά. Το ρίσκο βέβαια είναι ότι πολλοί ‘Έλληνες καθηγητές, οι οποίοι διδάσκουν στο Δημόσιο Πανεπιστήμιο, θα αποφασίσουν «έξοδο» από αυτό προκειμένου να εργασθούν στα ιδιωτικά Πανεπιστήμια, όπου οι μισθοί θα είναι ενδεχομένως υψηλότεροι. Εδώ λοιπόν τίθεται και ένα ερώτημα σχετικά με το ενδεχόμενο εισαγωγής διδάκτρων στο ελληνικό δημόσιο Πανεπιστήμιο προκειμένου να ενισχυθούν οι μισθοί του Πανεπιστημιακού προσωπικού τους αλλά και την ταυτόχρονη αύξηση των κρατικών υποτροφιών, κυρίως με οικονομικά κριτήρια, έτσι ώστε να ενισχυθούν οι οικονομικά ασθενέστεροι. Πολλά τα θέματα, λοιπόν, τα οποία θα πρέπει να συζητηθούν και να διευθετηθούν επαρκώς ως προς τη συνύπαρξη ξένων και δημοσίων Πανεπιστημίων!
*Κώστας Μήλας, καθηγητής χρηματοοικονομικών, University of Liverpool