Τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα αντιμετωπίζουν και πάλι μια περίοδο μεταβλητότητας και σημαντικών προκλήσεων, όπως απέδειξε η χρεοκοπία της Silicon Valley Bank και η επέκταση της στην ευρωπαϊκή αγορά με την κρίση ρευστότητας στην Credit Suisse.
Η νέα μελέτη της BCG με τίτλο: «Η άμυνα των χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων σε μια νέα σειρά προκλήσεων», εξετάζει τους τρόπους θωράκισης των τραπεζών προκειμένου να διασφαλίσουν τόσο την επιχειρησιακή τους αριστεία, όσο και την οργανική δημιουργία νέων κεφαλαίων στη νέα αυτή πραγματικότητα.
Σύμφωνα με τη μελέτη, παρότι οι τράπεζες βίωσαν μια περίοδο αυξημένης κερδοφορίας λόγω των υψηλών επιτοκίων, οι επόμενοι μήνες προβλέπεται να φέρουν νέες προκλήσεις, καθώς οι πρόσφατες τάσεις αναμένεται να αναστραφούν.
Η μελέτη σημειώνει ότι παρά τη σταθερή βελτίωση της κερδοφορίας των ευρωπαϊκών τραπεζών το 2022, λόγω της αύξησης του καθαρού εισοδήματος από τα υψηλότερα επιτόκια, οι συνολικές λειτουργικές δαπάνες αυξήθηκαν κατά 1,6% κατά μέσο όρο το 2022, ύστερα από συνεχείς μειώσεις επί σειρά ετών. Οι αυξήσεις αποδίδονται κυρίως στις δαπάνες προσωπικού, οι οποίες συνδέονται με τον υψηλό πληθωρισμό, αλλά εμφανίζονται με μια καθυστέρηση σε σχέση με τα έσοδα στα οικονομικά αποτελέσματα. Επιπροσθέτως, η συνεχής μείωση της ανεργίας εκτιμάται ότι θα οδηγήσει σε περαιτέρω πιέσεις τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα, καθώς θα εντείνει το συναγωνισμό για προσωπικό.
Πέραν των λειτουργικών δαπανών, οι προβλέψεις δανείων αναμένεται να αυξηθούν σημαντικά με την ενδεχόμενη αύξηση του επιτοκίου καταθέσεων της ΕΚΤ, που αναμένεται να οδηγήσει σε μια νέα γενιά δυσκολιών στην αποπληρωμή χρεών.
Τα τελευταία δέκα χρόνια, το καθεστώς χαμηλών επιτοκίων ασκούσε συνεχή πίεση στα περιθώρια κέρδους, με αποτέλεσμα πολλές τράπεζες να επιβραδύνουν σταδιακά την προσπάθεια μετασχηματισμού τους, προερχόμενες από μια συνεχή προσπάθεια περιορισμού των δαπανών.
«Ωστόσο, η προσήλωση στον εξορθολογισμό των δαπανών δεν μπορεί παρά να είναι συνεχής», δήλωσε ο Διευθύνων Σύμβουλος της BCG στην Ελλάδα, Βασίλης Αντωνιάδης, ο οποίος συνυπογράφει τη μελέτη. «Αξίζει να σημειωθεί ότι οι τράπεζες έχουν επιδείξει κατά καιρούς γρήγορα αντανακλαστικά στη μείωση των δαπανών τους σε εποχές υπερπληθωρισμού με διάφορα παραδείγματα ιστορικά, όπως έγινε στην Αμερική κατά το υψηλό πληθωριστικό περιβάλλον τη δεκαετία του 1980, που οι τράπεζες προχώρησαν στην καινοτόμο για την εποχή εισαγωγή των ATMs και στις συγχωνεύσεις καταστημάτων του δικτύου σε μια προσπάθεια να περιορίσουν τα λειτουργικά τους έξοδα».
«Τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα μπορούν να επιστρατεύσουν σήμερα τέσσερα βασικά μέσα θωράκισης προκειμένου όχι μόνο να επιβιώσουν σε ένα περιβάλλον υψηλής πληθωριστικής πίεσης, αλλά και να διασφαλίσουν την επιχειρησιακή τους αριστεία. Οι πυλώνες αυτοί είναι η απλοποίηση των διαδικασιών και της οργάνωσης με χρήση μεθόδων όπως η μηδενική βάση προϋπολογισμού, η επιταχυνόμενη ψηφιοποίηση τόσο των διεπαφών με τους πελάτες και τους υπαλλήλους όσο και των IT υποδομών, τα ευέλικτα μοντέλα παροχής υπηρεσιών και η αποτελεσματική διαχείριση των προμηθευτών.»
Η μελέτη καταλήγει ότι η νέα πραγματικότητα δημιουργεί ευκαιρίες για τις τράπεζες να χρησιμοποιήσουν ένα νέο οπλοστάσιο, αξιοποιώντας τις σύγχρονες τάσεις που περιλαμβάνουν την αλλαγή του χαρακτήρα της παγκοσμιοποίησης, τη βελτίωση της ποιότητας της τεχνητής νοημοσύνης (AI), τη μεταβολή των προσδοκιών των εργαζομένων ως προς τα υβριδικά μοντέλα εργασίας και τις ευκαιρίες για επιδράσεις στην εφοδιαστική αλυσίδα που μπορούν να μειώσουν το κόστος, με την εισαγωγή μοντέλων outsourcing ή nearshoring.
«Εστιάζοντας στις ελληνικές τράπεζες, έχοντας επιτύχει τα τελευταία χρόνια να πετύχουν εξαιρετικούς συντελεστές κόστους/εσόδων σε σχέση με ευρωπαϊκά ιδρύματα, καθώς και μονοψήφιους συντελεστές NPL, διαθέτουν μια μοναδική ευκαιρία να ενδυναμώσουν τη θέση τους στην ευρωπαϊκή αγορά», δήλωσε ο Παναγιώτης Μπαφέρος, Principal της BCG στην Ελλάδα και συν-υπογράφων της μελέτης. «Οι ελληνικές τράπεζες προς το παρόν δείχνουν θωρακισμένες από τις διεθνείς κρίσεις, αλλά το ευρύτερο πληθωριστικό περιβάλλον προτάσσει και εδώ την ανάγκη εναρμονισμού τους με τις διεθνείς πρακτικές επιχειρησιακής αριστείας, και ειδικά με την πρόσληψη των πιο πρωτοποριακών νέων μεθόδων διαχείρισης κόστους»