Στις νέες συνθήκες που διαμορφώνει η εξασθένηση του πληθωρισμού, η ανθεκτικότητα της οικονομίας των ΗΠΑ, αλλά και η αβεβαιότητα για την επιβολή δασμών από την κυβέρνηση Τραμπ, προσπαθούν να προσαρμοστούν Fed και ΕΚΤ. Στο νέο περιβάλλον, το βασικό σενάριο προβλέπει ότι ο πληθωρισμός τίθεται υπό έλεγχο μέσα στα όρια και στους στόχους που έχουν θέσει οι κεντρικές τράπεζες, αλλά οι μειώσεις των επιτοκίων θα είναι περισσότερο σταδιακές και όχι επιθετικές.
Ας ξεκινήσουμε από την Ευρώπη. Στη συνεδρίαση της 12ης Δεκεμβρίου, η ΕΚΤ θα αποφασίσει νέα μείωση των επιτοκίων. Διότι, αν οι διοικητές των εθνικών κεντρικών τραπεζών της Ευρωζώνης συμφωνούν σε ένα πράγμα, είναι ότι η οικονομία παραπαίει και ο κίνδυνος παρατεταμένης οικονομικής στασιμότητας ή ύφεσης είναι υπαρκτός. Αυτό σημαίνει ότι οι μειώσεις των επιτοκίων δεν έχουν φτάσει στο τέλος τους, παρά το γεγονός ότι ο πληθωρισμός κινήθηκε ανοδικά για να επανέλθει στο 2% τον Οκτώβριο. Ένα άλλο σημείο, στο οποίο υπάρχει ομοφωνία στην ΕΚΤ είναι η πεποίθηση ότι ο πληθωρισμός έχει τεθεί υπό έλεγχο και θα διαμορφωθεί για το σύνολο του 2025 πέριξ του 2%, που είναι και ο στόχος της Ευρωτράπεζας.
Σε αυτό που διαφωνούν τα στελέχη του διοικητικού συμβουλίου είναι η ταχύτητα, με την οποία θα πρέπει να αποφασιστούν οι μειώσεις αλλά και το τελικό επιτόκιο (το λεγόμενο ουδέτερο επιτόκιο), στο οποίο θα κλείσει ο κύκλος της χαλάρωσης. Για να είμαστε ακριβείς, άλλοι διαφωνούν και άλλοι δεν έχουν ακόμη καταλήξει στο επίπεδο που θεωρούν «ουδέτερο». Το βασικό επιτόκιο της ΕΚΤ (επιτόκιο αποδοχής καταθέσεων) διαμορφώνεται σήμερα στο 3,25%, από 4% που ήταν το υψηλότερο και αναμένεται να υποχωρήσει έως το 2%-2,5%, ανάλογα με τις συνθήκες που θα επικρατήσουν στο πρώτο εξάμηνο του 2025.
Και κάπου εδώ οι διαφωνίες γίνονται πιο ηχηρές. Ο Ρόμπερτ Χόλτσμαν, για παράδειγμα, ένα από τα πιο ισχυρά «γεράκια» της ΕΚΤ, δήλωσε πρόσφατα ότι μία μείωση τον Δεκέμβριο είναι πιθανή αλλά σε καμία περίπτωση εγγυημένη. Υπενθυμίζεται ότι ο Αυστριακός τάσσεται παραδοσιακά υπέρ μίας πιο περιοριστικής πολιτικής, με αποκορύφωμα στις αρχές του 2024 όταν άφηνε ανοιχτό το ενδεχόμενο να μη γίνει καμία μείωση επιτοκίων μέσα στο έτος. Τελικά, έχουν γίνει ήδη τρεις και πάμε για τέταρτη.
Στο ίδιο μήκος κύματος και η Ίζαμπελ Σνάμπελ, η οποία δήλωσε χθες ότι η ΕΚΤ πρέπει να κινηθεί επιφυλακτικά και ότι δεν βρισκόμαστε μακριά από το ουδέτερο επιτόκιο. Η Γερμανίδα πιστεύει δηλαδή ότι στα τρέχοντα επίπεδα, τα επιτόκια δεν συγκρατούν την οικονομική δραστηριότητα και ότι αν χαλαρώσει υπερβολικά η νομισματική πολιτική, αυτό μπορεί να γυρίσει μπούμερανγκ και να δούμε τον πληθωρισμό να αναζωπυρώνεται. Μάλιστα, η Σνάμπελ έθεσε ένα πολύ ευρύ φάσμα μεταξύ του 2% και του 3%, στο οποίο εκτιμά ότι βρίσκεται το «ουδέτερο» επιτόκιο.
Η απάντηση σε Χόλτσμαν και Σνάμπελ, έρχεται από τα δύο πιο ισχυρά «περιστέρια» της ΕΚΤ, τον δικό μας Γιάννη Στουρνάρα και τον Ιταλό Φάμπιο Πανέτα. Ο Γ. Στουρνάρας τάχθηκε πρόσφατα υπέρ της σταδιακής μείωσης των επιτοκίων και της επανεξέτασης της στρατηγικής της ΕΚΤ, όταν θα αναλάβει η νέα κυβέρνηση των ΗΠΑ και φανούν οι προθέσεις της στο θέμα των δασμών. Όμως ο Έλληνας κεντρικός τραπεζίτης εξέφρασε την άποψη ότι τα επιτόκια πρέπει να μειωθούν έως το 2%. Ο Φ. Πανέτα, από την πλευρά του, προειδοποίησε ότι η Ευρώπη πρέπει να πάει σε ομαλοποίηση των επιτοκίων τόσο για να αντιμετωπίσει την αναιμική ανάπτυξη όσο και για να προετοιμαστεί για πιθανές αναταράξεις στις διεθνείς εμπορικές συνθήκες.
Τις απόψεις των Στουρνάρα και Πανέτα, ενστερνίζεται σε μεγάλο βαθμό και ο Φίλιπ Λέιν, επικεφαλής οικονομολόγος της ΕΚΤ και μέλος του εκτελεστικού συμβουλίου. Σε συνέντευξή του την περασμένη Δευτέρα στη γαλλική εφημερίδα Les Echos, ο Ιρλανδός τόνισε ότι τα επιτόκια πρέπει να μειωθούν περαιτέρω για να υποστηριχθεί η ανάκαμψη. Δεν δεσμευόμαστε για το πόσο γρήγορα θα μειωθούν, αλλά πρέπει να μειωθούν, σημείωσε, διότι η νομισματική πολιτική πρέπει να σταματήσει να είναι περιοριστική. Ο ίδιος επισημαίνει και τον κίνδυνο των δασμών, μετά την εκλογή Τραμπ, μία εξέλιξη που θα βλάψει αισθητά τις ευρωπαϊκές εταιρείες που εξάγουν στις ΗΠΑ.
Δεν θα πρέπει να ξεχνάμε ότι οι δείκτες PMI – που θεωρούνται οι πιο σημαντικοί πρόδρομοι δείκτες – υποδηλώνουν ότι η γερμανική βιομηχανία βρίσκεται σε βαθιά ύφεση και ο μεταποιητικός κλάδος ολόκληρης της Ευρωζώνης εμφάνισε τον Νοέμβριο νέα μεγάλη συρρίκνωση. Με άλλα λόγια, ο πληθωρισμός μπαίνει σε δεύτερη μοίρα και η βασική ανησυχία σχετίζεται με τις προοπτικές ανάπτυξης.
Αυτή που αναμένεται να πατήσει περισσότερο «φρένο» είναι η Fed. Σύμφωνα με τα πρακτικά της τελευταίας συνεδρίασης της Ομοσπονδιακής Τράπεζας των ΗΠΑ, τα στελέχη της θα είναι ιδιαίτερα επιφυλακτικά στις αποφάσεις τους. Διότι μπορεί ο πληθωρισμός να εξασθενεί, αλλά η προοπτική των δασμών ενδέχεται να ανατρέψει τα δεδομένα. Σύμφωνα με το FedWatch Tool, η Fed θα μειώσει τα επιτόκια κατά 25 μ.β. και σε εύρος 4,25%-4,50% τον Δεκέμβριο και θα τα διατηρήσει αμετάβλητα τον Ιανουάριο. Μάλιστα, οι αγορές δεν πιστεύουν ότι είναι δεδομένη μία νέα μείωση τον Μάρτιο και δίνουν μοιρασμένες πιθανότητες, της τάξης του 38,8% να μειωθούν στο 4%-4,25% και 40,9% να παραμείνουν αμετάβλητα ακόμα και μέχρι τον Ιούνιο.