Εταιρικές αναφορές ως εξέλιξη των χρηματοοικονομικών αναφορών
Shutterstock
Shutterstock

Εταιρικές αναφορές ως εξέλιξη των χρηματοοικονομικών αναφορών

*Γράφουν οι Παντελής Παύλου και Γεωργία Βερρή.

Η αποτελεσματική εταιρική πληροφόρηση αποτελεί κλειδί για την εμπιστοσύνη των επενδυτών και, ειδικότερα, σε ένα περιβάλλον συνεχούς αβεβαιότητας. Είναι αναμενόμενο, λοιπόν, οι επενδυτές και τα λοιπά ενδιαφερόμενα μέρη να αναζητούν περισσότερη και πιο ποιοτική πληροφόρηση από τις εταιρείες για να αντιληφθούν τις επιδράσεις των εξελίξεων και των αβεβαιοτήτων στην οικονομική κατάσταση, την επίδοση και τις ταμειακές ροές των εταιρειών, αλλά και στις προοπτικές τους. Τα θέματα βιωσιμότητας κατέχουν σημαντική θέση στην ατζέντα των επενδυτών και άλλων ενδιαφερόμενων μερών – προμηθευτών, πελατών, εργαζομένων και της κοινωνίας γενικότερα.

Με τις ολοένα, λοιπόν, αυξανόμενες ανάγκες των ενδιαφερόμενων μερών σχετικά με τις εκθέσεις βιωσιμότητας, οι χρηματοοικονομικές αναφορές θα εξελιχθούν σε εταιρικές αναφορές που θα συμπεριλαμβάνουν, μεταξύ άλλων, και πληροφόρηση σχετικά με τη βιωσιμότητα της κάθε οντότητας. Καθώς οι νέες απαιτήσεις, όσον αφορά τις γνωστοποιήσεις βιωσιμότητας που απαιτούνται να δημοσιεύονται από τις οικονομικές οντότητες, είναι υπό διαμόρφωση, είναι προφανές ότι τα ενδιαφερόμενα μέρη θα αντιμετωπίσουν μια σειρά από προκλήσεις. Εξερευνώντας, λοιπόν, τις νέες απαιτήσεις και συμβαδίζοντας με τις ταχέως μεταβαλλόμενες εξελίξεις όσον αφορά τις εταιρικές αναφορές, οι οικονομικές οντότητες θα πρέπει να δράσουν άμεσα. Μια μεγάλη πρόκληση είναι η διαθεσιμότητα και η αξιοπιστία των δεδομένων που απαιτούνται για την αντιμετώπιση των (πιθανών) αλληλεπικαλυπτόμενων απαιτήσεων, που ορίζονται από διαφορετικούς εποπτικούς φορείς και πρότυπα παγκοσμίως. Αυτή η πρόκληση είναι ιδιαίτερα σημαντική, καθώς θα απαιτείται να παρέχεται διασφάλιση στις εταιρικές εκθέσεις βιωσιμότητας όταν τεθούν σε ισχύ οι νέες απαιτήσεις. 

Ο τρόπος λειτουργίας των κεφαλαιαγορών, αρχικά, αναπτύχθηκε και στη συνέχεια εξελίχθηκε γύρω από τις ανάγκες των επενδυτών και των μετόχων. Για τον σκοπό αυτό, η χρηματοοικονομική αναφορά, ως μέσο παροχής αξιόπιστων και σχετικών μηνυμάτων προς τις κεφαλαιαγορές, σε μια προσπάθεια μείωσης της ασύμμετρης πληροφόρησης μεταξύ διοίκησης και επενδυτών, επικεντρώθηκε στα οικονομικά στοιχεία των οικονομικών οντοτήτων πχ. περιουσιακά στοιχεία, υποχρεώσεις, κέρδη, κέρδη ανά μετοχή, ταμειακές ροές, μερίσματα.

Ωστόσο, καθώς οι κοινωνίες εξελίσσονται, οι απαιτήσεις ως προς τις εταιρικές αναφορές διαφοροποιούνται. Σε ένα πιο εμπλουτισμένο μοντέλο πληροφόρησης, η διαθεσιμότητα της πληροφορίας, η ευαισθητοποίηση, καθώς και η εστίαση στην εταιρική κοινωνική ευθύνη έστρεψαν την προσοχή σε κάτι περισσότερο από απλώς τα οικονομικά στοιχεία μιας οικονομικής οντότητας. Η διαφάνεια γύρω από τα θέματα βιωσιμότητας αποτελεί πλέον μια σύγχρονη τάση, με ολοένα αυξανόμενες απαιτήσεις ως προς τις μελλοντικές αναφορές.

Αυτό δε σημαίνει ότι η χρηματοοικονομική αναφορά έχει χάσει την αξία της. Αντίθετα, η χρηματοοικονομική πληροφόρηση παραμένει ο κεντρικός πυρήνας της εταιρικής αναφοράς, γύρω από την οποία οι πρόσθετες πληροφορίες, αναφορικά με θέματα βιωσιμότητας, συμβάλλουν στην καλύτερη και πιο συνολική εικόνα μιας οικονομικής οντότητας προς τις κεφαλαιαγορές, ενισχύοντας την κατανόηση των χρηστών για την απόδοση και την ανταγωνιστικότητα των οντοτήτων.

Μετάβαση σε ένα πιο εμπλουτισμένο μοντέλο παροχής πληροφόρησης

Ένα πιο εμπλουτισμένο μοντέλο σημαίνει ότι οι ανάγκες μιας ευρύτερης ομάδας ενδιαφερομένων θα ικανοποιούνται μέσω μιας εταιρικής αναφοράς. Συνεπώς, οι εταιρικές αναφορές θα πρέπει να ενσωματώνουν πληροφορίες και για τη βιώσιμη ανάπτυξη. Σε αυτό το πλαίσιο, οι πληροφορίες ESG (Environmental, Social, Governance) που αφορούν θέματα περιβάλλοντος (π.χ. εκπομπές αερίων, χρήση και εξάντληση πόρων, κλιματική αλλαγή, απόβλητα και ρύπανση), κοινωνίας (π.χ. εργασιακά πρότυπα, υγεία και ασφάλεια, διαφορετικότητα στον χώρο εργασίας, εργασιακές σχέσεις) και εταιρικής διακυβέρνησης (π.χ. δωροδοκία και διαφθορά, αμοιβές στελεχών, δομή, μέγεθος και ποικιλομορφία διοικητικού συμβουλίου, διαχείριση κινδύνων) μπορούν να επηρεάσουν την ικανότητα μιας εταιρείας να παράγει μακροπρόθεσμη αξία. Παρόλο που οι δείκτες ESG συχνά αποκαλούνται «μη χρηματοοικονομικοί», συνδέονται με την ανταγωνιστικότητα των επιχειρήσεων και ο τρόπος διαχείρισής τους από μια εταιρεία ενδέχεται να έχει χρηματοοικονομικές συνέπειες. Οι επενδυτές χρησιμοποιούν τις πληροφορίες ESG προκειμένου να εκτιμήσουν πόσο ανθεκτική και έτοιμη είναι η οικονομική οντότητα να διαχειριστεί τις αλλαγές στο περιβάλλον που δραστηριοποιείται. 

Προκύπτει, λοιπόν, η ανάγκη για ένα κοινά αποδεκτό πλαίσιο με βάση το οποίο θα παρέχονται αυτές οι μη χρηματοοικονομικές πληροφορίες, όπως ακριβώς έγινε πριν από αρκετά χρόνια και με τη χρηματοοικονομική πληροφόρηση, με την εισαγωγή των Διεθνών Προτύπων Χρηματοοικονομικής Πληροφόρησης (ΔΠΧΑ, ή IFRS). Εταιρείες που ήδη δημοσιοποιούσαν πληροφορίες σχετικές με θέματα βιωσιμότητας, το έκαναν στη βάση οδηγιών και κατευθύνσεων από διάφορους οργανισμούς, για παράδειγμα GRI ,TCFD ,όμως αυτό ήταν σε ένα πλαίσιο εθελοντικής και επιλεκτικής πληροφόρησης.

Σε μια προσπάθεια για συνέπεια και συγκρισιμότητα στην πληροφόρηση που παρέχεται, μια σειρά νέων κανονισμών και προτύπων είναι υπό διαμόρφωση. Στη διεθνή σκηνή, το νεοσύστατο Συμβούλιο Διεθνών Προτύπων Βιωσιμότητας (International Sustainability Standards Board - ISSB), κάτω από την ομπρέλα του Ιδρύματος Διεθνών Προτύπων Χρηματοοικονομικής Αναφοράς (IFRS Foundation), εξέδωσε για διαβούλευση τα δύο πρώτα προσχέδια προτύπων (Exposure Drafts IFRS S1 and S2), τα οποία θέτουν τη βάση για γνωστοποιήσεις, με σκοπό να καλύψει τις ανάγκες των επενδυτών για αναφορές βιωσιμότητας, και αναμένεται εντός του πρώτου τριμήνου του 2023 να εκδώσει τα τελικά πρότυπα.

Παράλληλα, η Ευρωπαϊκή Συμβουλευτική Ομάδα Χρηματοοικονομικής Πληροφόρησης (European Financial Reporting Advisory Group- EFRAG), της οποίας ζητήθηκε από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή να αναπτύξει τα Ευρωπαϊκά Πρότυπα Αναφοράς Βιωσιμότητας (European Sustainability Reporting Standards - ESRS) προέβη στις 15 Νοέμβριου 2022 στην έκδοση του πρώτου μέρους των σχετικών προτύπων, τα οποία αναμένονται να υιοθετηθούν από την Ευρωπαϊκή Ένωση μέχρι τον Ιούνιο του 2023. 

Περαιτέρω, στις 28 Νοεμβρίου 2022, το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο ενέκρινε την οδηγία για την υποβολή εκθέσεων βιωσιμότητας (Corporate Sustainability Reporting Directive - CSRD), εφαρμόζοντας τα ESRS, η οποία δημοσιεύτηκε στην επίσημη εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης στις 16 Δεκεμβρίου 2022. Αυτό σημαίνει ότι οι εταιρείες θα κληθούν σύντομα να δημοσιεύσουν λεπτομερείς πληροφορίες για θέματα βιωσιμότητα, καθώς η CSRD διευρύνει το εύρος αυτών που είναι υποχρεωμένες να την εφαρμόζουν και ενισχύει τους υφιστάμενους κανόνες που είχαν εισαχθεί με την οδηγία του 2014 για τη μη χρηματοοικονομική πληροφόρηση (Non-Financial Reporting Directive - NFRD).

Συνεπώς, η νέα οδηγία θα αυξήσει τη λογοδοσία μιας εταιρείας, θα διευκολύνει τη συγκρισιμότητα μεταξύ εταιρειών με την εφαρμογή κοινών προτύπων και δεικτών και θα διευκολύνει τη μετάβαση σε μια πιο βιώσιμη οικονομία. Δεδομένης, της σπουδαιότητας των εκθέσεων βιωσιμότητας, όπως αναφέρθηκε ανωτέρω, θα απαιτείται μελλοντικά να παρέχεται διασφάλιση. 

Προκλήσεις

Οι εκδότες των εταιρικών αναφορών θα είναι οι πρώτοι που θα αντιμετωπίσουν τις μελλοντικές προκλήσεις, αλλά και οι επενδυτές και τα άλλα ενδιαφερόμενα μέρη (π.χ. εργαζόμενοι, Μη Κυβερνητικές Οργανώσεις, η κοινωνία γενικότερα) θα επηρεαστούν σε μεγάλο βαθμό, κατά τη μετάβαση στην εταιρική αναφορά που θα συμπεριλαμβάνει τις καινοτομίες των αναφορών βιωσιμότητας. Το μέγεθος και η φύση των προκλήσεων διαφέρει από οντότητα σε οντότητα και από ενδιαφερόμενο σε ενδιαφερόμενο μέρος, αλλά ορισμένες από αυτές είναι κοινές. Κάποιες από τις προκλήσεις που θα αντιμετωπίσουν τα ενδιαφερόμενα μέρη είναι σχετικά με: α) την κατανόηση των σχετικών απαιτήσεων, β) την αξιοπιστία και την άντληση δεδομένων, γ) τη συγκρισιμότητα και την ερμηνεία τους. 

Είναι σημαντικό, σε πρώτο στάδιο, οι οικονομικές οντότητες να κατανοήσουν τις απαιτήσεις που είναι εφαρμόσιμες στην περίπτωσή τους. Και αυτό γιατί τα διάφορα πλαίσια προτύπων που προαναφέρθηκαν διαφοροποιούνται. Για παράδειγμα, τα προσχέδια προτύπων του ISSB επικεντρώνονται στις ανάγκες των επενδυτών (επίδραση στη χρηματοοικονομική επίδοση και θέση της οντότητας), ενώ τα Ευρωπαϊκά Πρότυπα Αναφοράς Βιωσιμότητας (ESRS) περιλαμβάνουν την έννοια του «double materiality», δηλαδή του αντίκτυπου της κλιματικής αλλαγής στην οντότητα, αλλά και του αντίκτυπου της οντότητας στο περιβάλλον.

O καθορισμός και η κατανόηση του πλαισίου που ισχύει για την κάθε οντότητα αποτελεί, επίσης, πρόκληση, καθώς οι ευρωπαϊκοί κανόνες έχουν εφαρμογή σε εταιρείες εκτός Ευρωπαϊκής Ένωσης που, όμως, έχουν σημαντική δραστηριότητα και διαθέτουν κάποια θυγατρική ή υποκατάστημα στην Ευρωπαϊκή Ένωση.

Συνεπώς, ο καθορισμός του εύρους και η εφαρμογή των απαιτήσεων αποτελεί ένα τεράστιο έργο γεμάτο προκλήσεις, το οποίο θα πρέπει να αντιμετωπιστεί έγκαιρα, κατά τη σύνταξη και τον σχεδιασμό της νέας εταιρικής έκθεσης βιωσιμότητας. Παράλληλα, και οι υπόλοιποι ενδιαφερόμενοι θα πρέπει να είναι σε θέση να κατανοήσουν τι έχει γνωστοποιηθεί και πώς συγκρίνεται με την πληροφορία που γνωστοποιείται από άλλες οντότητες.

Αφού καθοριστεί το εύρος, έρχεται στο φως η δεύτερη πρόκληση που σχετίζεται με τη συλλογή των δεδομένων. Τα δεδομένα, εκτός από τα οικονομικά, δεν είναι πάντα άμεσα διαθέσιμα, και ακόμη και αν είναι, μπορεί να μην υπόκεινται σε λεπτομερείς εσωτερικούς ελέγχους, με αποτέλεσμα να υπάρχει κίνδυνος σχετικά με την αξιοπιστία και διαφάνεια κατά τη συλλογή τους.

Επιπροσθέτως, οι οντότητες απαιτείται να βασίζουν τις εκθέσεις τους και σε εξωτερικές πληροφορίες, καθώς οι τρέχουσες προτάσεις εκτείνονται πέρα ​​από τα όρια της οικονομικής οντότητας. Παραδείγματα, όπως αναφέρονται και στον «Οδηγό Δημοσιοποίησης ESG» του Χρηματιστηρίου Αθηνών, αποτελούν οι έμμεσες εκπομπές (scope 2) οι οποίες ορίζονται ως οι εκπομπές αερίων φαινομένου του θερμοκηπίου που προέρχονται από την παραγωγή της αγορασμένης ηλεκτρικής ενέργειας που καταναλώνεται από την εταιρεία, και οι άλλες έμμεσες εκπομπές αερίων του θερμοκηπίου (scope 3) που ορίζονται ως οι εκπομπές αερίων του θερμοκηπίου που προέρχονται από μη άμεσες πηγές, και οι οποίες δεν ανήκουν ή ελέγχονται από την εταιρεία.

Αυτό σημαίνει ότι, για να επιτευχθεί πληρότητα, μια οικονομική οντότητα πρέπει να βασίζεται σε πληροφορίες που παρέχονται από τους προμηθευτές της και να στηρίζεται σε εκτιμήσεις για τους πελάτες της. Αυτό ασκεί πρόσθετη πίεση στη διαθεσιμότητα, πληρότητα και την αξιοπιστία των δεδομένων. 

Εφόσον, αντιμετωπιστούν οι δύο πρώτες προκλήσεις, η διοίκηση και τα λοιπά ενδιαφερόμενα μέρη θα πρέπει να μπορούν να κατανοήσουν τις γνωστοποιημένες πληροφορίες, να τις συγκρίνουν μεταξύ των οντοτήτων (ή ακόμα και εντός των διαφορετικών τμημάτων της ίδιας οντότητας) και να λάβουν σχετικές αποφάσεις, π.χ. να επενδύσουν, να θέσουν τα κατάλληλα μέτρα αποδοτικότητας (KPIs) ή να αξιολογήσουν την απόδοση της διοίκησης σε σχέση με τους στόχους της.

Επιπλέον, στις περιπτώσεις, όπου υπάρχει αβεβαιότητα και οι συμμετέχοντες στην αγορά δεν είναι σε θέση να αναπτύξουν μια κοινή πρακτική, οι ρυθμιστικές αρχές παρεμβαίνουν για να καλύψουν το κενό εισάγοντας μια σειρά κανόνων (όπως είναι η Ταξινομία της Ευρωπαϊκής Ένωσης για τις πράσινες επενδύσεις).

Αυτό είναι ευπρόσδεκτο σε αυτήν τη μεταβατική περίοδο, ωστόσο οι εποπτικοί φορείς πρέπει να είναι σε θέση να επιτρέψουν την ευελιξία και να διασφαλίσουν ότι οι κανόνες υπόκεινται σε αλλαγές όταν χρειάζεται π.χ. καθώς οι ενδιαφερόμενοι φορείς αποκτούν εμπειρία, ο πειραματισμός θα επιτρέψει περαιτέρω καινοτομίες στην εταιρική αναφορά για την αντιμετώπιση των αυξανόμενων αναγκών πληροφόρησης.

Συμπερασματικά, θα λέγαμε ότι οι νέες απαιτήσεις θα επηρεάσουν ποικίλα ενδιαφερόμενα μέρη, καθώς θα απαιτείται και διασφάλιση σχετικά με τις πληροφορίες βιωσιμότητας που θα περιέχονται στις ετήσιες οικονομικές εκθέσεις. Συνεπώς, πρόσθετες προσπάθειες απαιτούνται από όλα τα ενδιαφερόμενα μέρη και ιδίως όσον αφορά την κατανόηση των διαδικασιών εντοπισμού, εξαγωγής και αναφοράς πληροφοριών.

Ο μόνος τρόπος για να διασφαλίσουν οι εταιρείες και τα λοιπά ενδιαφερόμενα μέρη ότι παραμένουν ανταγωνιστικοί σε αυτό το πλαίσιο και ότι είναι καλά εξοπλισμένοι για να αντιμετωπίσουν τις αβεβαιότητες, είναι να εξασφαλίσουν ότι συμβαδίζουν με τις εξελίξεις και, στο μέτρο του δυνατού, να επηρεάζουν τις εξελίξεις (π.χ. παρέχοντας πληροφορίες μέσω επιστολών σχολίων, συμμετοχής σε σχετικές συζητήσεις).

Καθώς το τρένο έχει ήδη φύγει από τον σταθμό και βρισκόμαστε στην αυγή μιας νέας εποχής, όσον αφορά την εταιρική αναφορά, πρέπει όλοι να είμαστε προετοιμασμένοι με τα κατάλληλα μέσα για αυτό το ταξίδι. 

Οι απόψεις που εκφράζονται σε αυτό το άρθρο αντιπροσωπεύουν τις προσωπικές απόψεις των συγγραφέων και δεν αντανακλούν υποχρεωτικά την επίσημη θέση της ΕΥ.

*Ο Παντελής Παύλου, Director, μέλος του IFRS Desk για την περιοχή της Κεντρικής, Ανατολικής, Νοτιοανατολικής Ευρώπης και Κεντρικής Ασίας (CESA) και η Γεωργία Βερρή, Manager στο Τμήμα Υπηρεσιών Διασφάλισης της EY Ελλάδος και μέλος του IFRS Desk της EY για την περιοχή της CESA, στο πλαίσιο της στήλης της EY για θέματα εταιρικών αναφορών και Διεθνών Προτύπων Χρηματοοικονομικής Αναφοράς (ΔΠΧΑ) στο Liberal, αναλύουν το θέμα των εταιρικών αναφορών ως εξέλιξη των χρηματοοικονομικών αναφορών.