Ο Τάσσος Παγώνης είναι Μαθηματικός, Αναλογιστής, Μέλος του πρώτου Δ.Σ. του ΤΕΚΑ.
Έχουν ήδη περάσει δύο μήνες από την ψήφιση του Νόμου για τα Ταμεία Επαγγελματικής Ασφάλισης (Ν 5078/2023) αλλά και δύο χρόνια από τη λειτουργία του Ταμείου Επικουρικής Κεφαλαιοποιητικής Ασφάλισης - ΤΕΚΑ -.
Τα δύο αυτά γεγονότα αποτελούν σημαντικά ορόσημα για την Κοινωνική Ασφάλιση και για το σύνολο του Συστήματος των Συντάξεων στην Ελλάδα, γιατί με καθυστέρηση εξήντα (60!) ετών εισάγεται και το κεφαλαιοποιητικό στοιχείο στη χρηματοδότηση του Συστήματος.
Κάτι που έπρεπε να είχε γίνει από το μέσο της δεκαετίας του 80, όπως έγινε στην υπόλοιπη (τότε) Ευρώπη, όταν είχε γίνει προφανής η ανεπάρκεια του αναδιανεμητικού. Εμείς, ως Πολιτεία παραμείναμε προσηλωμένοι στο δόγμα «Μόνο Αναδιανεμητικό», με τις γνωστές αρνητικές συνέπειες για τη βιωσιμότητα του συστήματός μας.
Η βέλτιστη πρακτική διεθνώς προσανατολίστηκε προς λύσεις μεικτών συστημάτων (αναδιανεμητικά / κεφαλαιοποιητικά). Το 1994 η Παγκόσμια Τράπεζα, με βάση την εμπειρία αυτή, πρότεινε την οργάνωση και εξασφάλιση του συνολικού συνταξιοδοτικού εισοδήματος από τρεις πηγές (1ος πυλώνας: κοινωνική ασφάλιση, 2ος πυλώνας: επαγγελματική ασφάλιση και 3ος πυλώνας: ιδιωτική ασφάλιση) με διακριτούς συμπληρωματικούς ρόλους.
Η ΕΕ υιοθέτησε τη δομή αυτή με μια παρέκκλιση (μη υποχρεωτικότητα του 2ου πυλώνα) το 2003, ενσωματώνοντας τα χαρακτηριστικά των ήδη από το 1980 υφιστάμενων εθνικών μεικτών συστημάτων και εισάγοντας επίσημα το κεφαλαιοποιητικό στοιχείο στη χρηματοδότηση του Συστήματος Συντάξεων. Με την Οδηγία 2003 / 41/ ΕΚ καθόρισε το νομοθετικό πλαίσιο για τη λειτουργία της επαγγελματικής ασφάλισης, δηλαδή του Δεύτερου Πυλώνα), ενώ επανήλθε με νέα Οδηγία (ΕΕ) 2016/2341, το 2016. Στην Ελλάδα, την πρώτη την ενσωματώσαμε ατελώς ενώ τη δεύτερη καθυστερημένα και βιαστικά.
Έτσι φθάσαμε στο 2021 με δύο σημαντικές εκκρεμότητες:
Η Πολιτεία δεν είχε ακόμη εισάγει το απαραίτητο κεφαλαιοποιητικό στοιχείο στην Κοινωνική Ασφάλιση, ενώ ο Δεύτερος Πυλώνας αναπτύχθηκε μέσω του θεσμού των Ταμείων Επαγγελματικής Ασφάλισης (ΤΕΑ) υπό ένα ατελές νομοθετικό πλαίσιο, το οποίο επιπλέον δεν διασφάλιζε ίσους φορολογικούς όρους μεταξύ ΤΕΑ και ομαδικών συνταξιοδοτικών προγραμμάτων και την μεταξύ τους συμπληρωματικότητα.
Η ουσία βρίσκεται στο γεγονός ότι χωρίς ενσωμάτωση του κεφαλαιοποιητικού στοιχείου, η εξασφάλιση επαρκούς συνταξιοδοτικού εισοδήματος, είναι αδύνατη. Σημαντική σημείωση: Από την παρατήρηση αυτή προκύπτει ότι η προσθήκη του κεφαλαιοποιητικού στοιχείου θα πρέπει να είναι υποχρεωτική στην Κοινωνική Ασφάλιση.
Η Πολιτεία τελικά πρόσθεσε και το κεφαλαιοποιητικό στοιχείο στην Κοινωνική Ασφάλιση με την ίδρυση του ΤΕΚΑ (Πρώτος Πυλώνας, υποχρεωτικός), αλλά η ωρίμανση της κίνησης αυτής θα γίνει αισθητή μετά από δεκαπέντε χρόνια. (Θα είχαμε κλείσει τα εξήντα, αν το είχαμε κι εμείς κάνει, τότε από τη δεκαετία του ‘80).
Πρακτικά λοιπόν το βάρος για τη χρήση του κεφαλαιοποιητικού στοιχείου στο συνολικό σύστημα περνάει στους άλλους δύο Πυλώνες, που όμως δεν είναι υποχρεωτικοί.
Παρά ωστόσο τον προαιρετικό χαρακτήρα τους, ο 2ος και ο 3ος Πυλώνας είναι αναγκαίοι και σημαντικοί για την εξασφάλιση επαρκούς συνταξιοδοτικού εισοδήματος στον βαθμό που αποτελούν δομικά στοιχεία του Συστήματος των Τριών Πυλώνων.
Κατά συνέπεια, η Πολιτεία έπρεπε να κλείσει και την εκκρεμότητα της λειτουργίας του Δεύτερου Πυλώνα και της εξασφάλισης της συμπληρωματικότητας του με τον Τρίτο, κάτι το οποίο έκανε με τον πρόσφατο νόμο για την επαγγελματική ασφάλιση και τα ΤΕΑ.
Στο κεφαλαιοποιητικό σύστημα ο κάθε εργαζόμενος συγκεντρώνει τις εισφορές του και εκείνες του εκάστοτε εργοδότη του, σε προσωπική ατομική μερίδα στη διάρκεια των ετών της εργασίας του, που στη συνταξιοδότησή του θα χρησιμοποιηθούν για την σύνταξή του. Απλό στον Πρώτο Πυλώνα λόγω υποχρεωτικότητας, αλλά σύνθετο στους άλλους δύο, λόγω μη υποχρεωτικότητας.
Πρώτο, γιατί οι εργαζόμενοι πρέπει να πειστούν για να συμμετέχουν και δεύτερο, γιατί επίσης πρέπει να παραμείνουν μέχρι την συνταξιοδότησή τους.
Και για τα δύο, ο ν. 5078/2023 έχει προβλέψει κίνητρα και εξασφαλίσεις (που θα πρέπει ίσως να βελτιωθούν), αλλά υπάρχει και κάτι σημαντικό που μένει να γίνει:
Καθώς ο εργαζόμενος θα αλλάζει στην διαδρομή εργοδότη, θα πρέπει ο «προσωπικός συνταξιοδοτικός λογαριασμός» του να μπορεί να τον ακολουθεί από ένα Επαγγελματικό Ταμείο σε ένα άλλο ή από ένα Ομαδικό Συνταξιοδοτικό σε ένα άλλο. Και προφανώς όχι μόνο, αλλά και από ένα Ταμείο σε ένα Ομαδικό και αντίστροφα.
Με τις σημερινές τεχνικές δυνατότητες (και την Εποπτεία της Τράπεζας της Ελλάδος) αυτό είναι απόλυτα εφικτό. Και τα οφέλη πολύ σημαντικά.
Όπως είναι σήμερα τα πράγματα, ο κάθε ατομικός «λογαριασμός» σε ένα ΤΕΑ ή ΟΑΣ είναι αυτοτελής και στην διακοπή της συμμετοχής του μεμονωμένου ασφαλισμένου, του καταβάλλεται με την όποια φορολογική επιβάρυνση ή παραμένει αδρανής μέχρι να συντρέξουν οι προϋποθέσεις λήψης της συνταξιοδοτικής παροχής.
Θα πρέπει να είναι εντελώς σπάνια η περίπτωση εργαζομένου που θα φυλάξει τα χρήματα μέχρι την συνταξιοδότησή του, ή θα τα αφήσει στο ΤΕΑ ή στο ΟΑΣ, μέχρι τότε. Αλλά έτσι, η στρατηγική της δημιουργίας ικανού κεφαλαίου για μια επαρκή σύνταξη αχρηστεύεται, με πολύ σοβαρές συνέπειες.
Αντίθετα, θα αποτελεί σημαντικό κίνητρο για τη συμμετοχή και την παραμονή ενός εργαζόμενου μέχρι την σύνταξή του στο όλο σύστημα Δεύτερου και Τρίτου Πυλώνα, η δυνατότητα της διαδοχής και της μεταφοράς του «Λογαριασμού» του, της Φορητότητας όπως αποκαλείται. Επί πλέον, είναι φανερό πως οι εργαζόμενοι θα επιλέγουν, σε περίπτωση αλλαγής, να εργαστούν σε σχήματα που θα διαθέτουν κάποιο, ή ένα καλλίτερο πρόγραμμα συνταξιοδότησης, (ως κίνητρο επιλογής), ώστε να συνεχίσουν εκεί με τον λογαριασμό τους.
Τέλος, στη διάρκεια των συζητήσεων και της διαβούλευσης για τον Νόμο, έγιναν επανειλημμένα αναφορές για τα οφέλη της Οικονομίας από τη δημιουργία και τη μακρόχρονη συσσώρευση κεφαλαίων συνταξιοδοτικών προγραμμάτων. Η δυνατότητα της Φορητότητας είναι αυτό που προφανώς υπηρετεί με το καλλίτερο τρόπο την επιδίωξη αυτή.