Η Ευρώπη δεν λέει να βάλει μυαλό. Ούτε και χρήματα πάνω στο τραπέζι. Αυτή είναι η αιτία που πολλές εταιρείες στην εποχή της πράσινης μετάβασης κοιτάζουν προς τις αγορές των ΗΠΑ και του Καναδά.
Οι Ευρωπαίοι ενθαρρύνουν τις επιχειρήσεις να επενδύσουν. Οι Βορειοαμερικανοί όμως τις ωθούν να επενδύσουν. Τις επιδοτούν για να το κάνουν, γι’ αυτό και τρέχουν πολύ πιο γρήγορα απ’ ό,τι οι Ευρωπαίοι. Τα είπε ξεκάθαρα χθες ο Ευάγγελος Μυτιληναίος στο Bloomberg, προαναγγέλοντας εξαγορά φωτοβολταικών πάρκων, αξίας πολλών εκατομμυρίων αυτή τη φορά στον Καναδά, ο οποίος ανταγωνίζεται πλέον τις ΗΠΑ στην προσέλκυση Ευρωπαίων επενδυτών. Είναι θέμα χρόνου να δούμε αντίστοιχες κινήσεις και από άλλες ελληνικές επιχειρήσεις.
Ευρωπαϊκά κεφάλαια δισεκατομμυρίων φεύγουν για τις ΗΠΑ και τον Καναδά, ώστε να επωφεληθούν των ελκυστικών κινήτρων που δίνουν οι δύο χώρες, με τις Βρυξέλλες στον αντίποδα να προσφέρουν μόνο λιγότερη… χαρτούρα. Απέναντι στο αμερικανικό «μπαζούκας» και τις επιδοτήσεις ύψους 400 δισ. δολ. που παρέχουν οι ΗΠΑ σε όσους «πράσινους» και βιομηχανικούς επενδυτές την προτιμήσουν, η Ευρώπη αντιπαρατάσσει τη μείωση της γραφειοκρατίας, την πρόσβαση σε χρηματοδότηση και τη βελτίωση των αδειοδοτικών διαδικασιών μέσα από το Critical Raw Material Act.
Χρήματα ωστόσο στο τραπέζι, δηλαδή επιδοτήσεις, δεν υπάρχουν. Μόνο στόχοι για μείωση της εξάρτησης της Ευρώπης από τρίτες χώρες όσον αφορά τα στρατηγικής σημασίας ορυκτά για την πράσινη μετάβαση (πχ 10% των κρίσιμων πρώτων υλών θα προέρχονται από εξορύξεις εντός ΕΕ, 15% από ανακύκλωση και 40% από επεξεργασία πρωτογενών υλών). Αυτοκτονικό, για μια Ευρώπη που ισχυρίζεται ότι θέλει να ενισχύσει την εναπομείνασα βαριά της βιομηχανία, η οποία μάλιστα χτυπήθηκε το 2022 τόσο σκληρά από την ενεργειακή κρίση, όταν η αμερικανική έμεινε εντελώς άθικτη.
Δεν έχουν περάσει παρά μερικές εβδομάδες από την ανακοίνωση της συμφωνίας της Volkswagen, της μεγαλύτερης αυτοκινητοβιομηχανίας της Ευρώπης, με την κυβέρνηση του Καναδά για την κατασκευή στο Οντάριο ενός τεράστιου εργοστασίου μπαταριών για ηλεκτρικά οχήματα, έκτασης όσο… 391 γήπεδα ποδοσφαίρου.
Η επένδυση θα κοστίσει γύρω στα 7 δισ. δολ. και η καναδική κυβέρνηση συμφώνησε να επιδοτήσει την VW με έως και 13 δισ. δολ. για μια δεκαετία, ήτοι με 1,3 δισ. τον χρόνο. Το εργοστάσιο θα είναι το μεγαλύτερο κάθε είδους στον Καναδά και αναμένεται να αποτελέσει game changer για την οικονομία της χώρας, η οποία θέλει να παίξει σοβαρό ρόλο στην παγκόσμια αγορά ηλεκτρικών οχημάτων.
Η Volkswagen σχεδίαζε αρχικά μια σειρά επενδύσεων σε εργοστάσια παραγωγής μπαταριών στην Ευρώπη, ωστόσο έκανε πίσω μετά τα γενναιόδωρα κίνητρα από την άλλη πλευρά του Ατλαντικού. Το ίδιο σκέφτονται να κάνουν η Tesla, η γερμανική χημική βιομηχανία Linde, ο ιταλικός ενεργειακός γίγαντας της Enel και πολλοί άλλοι. Τι τους προσελκύσει στη Β. Αμερική; Το γνωστό πακέτο Inflation Reduction Act» (IRA), με κίνητρα 369 δισ δολ που ανακοίνωσε η κυβέρνηση Μπάιντεν ως απάντηση στον υψηλό πληθωρισμό, αλλά και τα εξίσου ελκυστικά μέτρα της κυβέρνησης Τριντό του Καναδά.
Ενέργεια: Στο 30% του ευρωπαϊκού, το κόστος στις ΗΠΑ
Είναι μόνο αυτά; Στο ενεργειακό τι γίνεται; Σήμερα, οι ΗΠΑ και γενικά η Β. Αμερική δουλεύουν με πολύ φθηνή ενέργεια, κοντά στο 20%-30% του μέσου ευρωπαϊκού κόστους. Και η σύγκριση αφορά τις σημερινές τιμές στην Ευρώπη, με τα συμβόλαια φυσικού αερίου στα 31 ευρώ/ MWh (ολλανδικός κόμβος TTF), όχι τις περυσινές στα 200 και 300 ευρώ.
Έπειτα είναι και η Κίνα που παράγει το 70% - 80% της ενέργειάς της από άνθρακα χωρίς να πληρώνει κανένα πρόστιμο, όπως κάνουμε εμείς στην Ευρώπη. Όπου έχουμε πολύ υψηλά πρόστιμα για το CO2 και ως εκ τούτου, μεγάλο ενεργειακό μειονέκτημα. Γιατί επομένως μια βαριά βιομηχανία να μην προτιμήσει σήμερα την Β. Αμερική ή την Κίνα;
Η Β. Αμερική αφήνει πίσω την Ευρώπη
Τελικά, μήπως η Ευρώπη, που πρώτη σε όλο τον πλανήτη πήρε γενναία μέτρα για την κλιματική κρίση και πρωτοστατεί εδώ και πάνω από δεκαετία στην πράσινη μετάβαση, αρχίζει να χάνει το τρένο;
Ο Ευάγγελος Μυτιληναίος πιστεύει πως ναι. Όταν τα πράγματα κινούνται πιο αργά, το σύστημα είναι πιο γραφειοκρατικό, χρειάζεται να συμφωνήσουν 27 χώρες και για να εγκριθεί μια μεγάλη απόφαση πρέπει να δώσουν το «οκ» 27 κοινοβούλια, είναι μαθηματικά βέβαιο ότι οι ΗΠΑ θα αφήσουν πίσω την Ευρώπη. «Γι’ αυτό πιστεύω ότι αν και η Ευρώπη ήταν στην πρώτη γραμμή της πράσινης μετάβασης, στο τέλος η Βόρεια Αμερική θα προλάβει και θα προχωρήσει πιο γρήγορα», ανέφερε χαρακτηριστικά χθες ο επικεφαλής της Mytilineos.
Δύο χρόνια σχεδόν από το ξέσπασμα της ενεργειακής κρίσης και οι ευρωπαϊκές αρχές συμπεριφέρονται σαν να μην έχουν αντιληφθεί το διακύβευμα. Ίσως επειδή η Ευρώπη, εθισμένη στην αποβιομηχάνιση τόσων δεκαετιών, έχει ξεχάσει πως να προσελκύει επενδύσεις.
Το πρόβλημα θα αποκτήσει γεωπολιτικές διαστάσεις αν κλείσουν οι ευρωπαϊκές βιομηχανίες ή αρχίσουν να επενδύουν αλλού και μείνουμε να εξαρτόμαστε από την Κίνα, π.χ. για την παραγωγή μπαταριών. Από τη μια οι Βρυξέλλες «πουσάρουν» την ηλεκτροκίνηση ως έναν από τους πιο βασικούς στόχους του 2030 για την πράσινη μετάβαση, από την άλλη όμως το 75% των μπαταριών ιόντων λιθίου παράγεται στην Κίνα. Τι θα συμβεί αν το Πεκίνο, στο πλαίσιο π .χ. μιας γεωπολιτικής όξυνσης αποφασίσει και ανεβάσει τις τιμές; Χωρίς εγχώρια εργοστάσια μπαταριών οι υπάρχουσες αυτοκινητοβιομηχανίες δεν θα επιβιώσουν.
Η υπαρξιακή απειλή που αντιμετωπίζει η ευρωπαϊκή βιομηχανία δεν είναι χθεσινή. Αλλά μεγαλώνει από τότε που μετά την ενεργειακή κρίση μπήκε πιο δυναμικά στο παιχνίδι η Β. Αμερική και οι ευρωπαϊκές αρχές συνεχίζουν να διαφημίζουν μια πράσινη μετάβαση, βασισμένη στις εισαγωγές.
Το 2022 εγκαταστάθηκαν στην Ευρώπη 41,4 GW ηλιακής ενέργειας, μειώνοντας τη ζήτηση φυσικού αερίου κατά περισσότερο από 100 δεξαμενόπλοια LNG. Αλλά αυτό δεν θα γινόταν εφικτό αν η Ευρωπαϊκή Ένωση δεν εισήγαγε φωτοβολταϊκό εξοπλισμό 60 GW από την Κίνα, η οποία ελέγχει το 80% της παγκόσμιας παραγωγής.
Τον διακόπτη των τιμών, κρατάει στα χέρια του το Πεκίνο. Τον ανεβοκατεβάζει όποτε θέλει, όπως άλλωστε έχει συμβεί ουκ ολίγες φορές στο παρελθόν. Τι θα συμβεί αν για κάποιο λόγο κρίνει ότι πρέπει να αυξήσει τις τιμές; Θα ακριβύνει το κόστος της πράσινης μετάβασης για τον Ευρωπαίο καταναλωτή, είναι η απάντηση. Σκεφτείτε να συμβεί κάτι ανάλογο με τις μπαταρίες, μια ακόμη μεγαλύτερη αγορά, η οποία υπολογίζεται από την Ευρώπη στα 250 δισ. ευρώ ετησίως το 2025.