Θέλω μια εταιρία που να έχει ανάπτυξη, υψηλά περιθώρια κέρδους, μεγάλη κερδοφορία και μηδενικό τραπεζικό δανεισμό. Θέλω η εταιρία να γράφει συνεχώς ιστορικά υψηλά στα μεγέθη της χωρίς να κάνει εξαγορές και αυξήσεις κεφαλαίου, θέλω να δίνει πάντα μερίσματα που να δικαιολογούν το κόστος κεφαλαίου, ο τζίρος της να έρχεται και από το εξωτερικό με αντίστοιχα καλά περιθώρια.
Θέλω το αντικείμενο της εταιρίας να είναι ανελαστικό, να μην εξαρτάται από έναν παράγοντα και το κόστος λειτουργίας να είναι ελεγχόμενο. Θέλω η εταιρία να έχει ξένους επενδυτές στη σύνθεση της, ικανοποιητική εμπορευσιμότητα και να συμμετέχει στον MSCI. Θέλω τέλος η εταιρία να μην μπαίνει σε καταχρηστικές λογικές ανταμοιβής stock options να έχει μια αξία παγίων που να αποτελεί εχέγγυο αξίας αν αφαιρεθεί το εμπορικό της αντικείμενο και να επικοινωνεί το τζίρο της κάθε μήνα την πρώτη εβδομάδα του επόμενου μήνα.
Τα Jumbo είναι όλα αυτά τα «θέλω», θα μπορούσε κάποτε να φτιαχτεί ένα εγχειρίδιο καλής συμπεριφοράς εισηγμένων εταιριών προς τους επενδυτές με βάση τα όσα έχει κάνει η εταιρία καθώς και για την πορεία της μετά την εισαγωγή της στο Χρηματιστήριο. Και βέβαια όλα αυτά έχουν νόημα διότι αφορούν μια διαχρονική προσπάθεια, δεν είναι ενέργειες που ξεκίνησαν και «ξεχάστηκαν» στην πορεία επειδή ο βασικός μέτοχος μείωσε τη συμμετοχή του.
Αν μη τι άλλο το Jumbo ποτέ δεν έχει υποπέσει σε «faux pas» έναντι των επενδυτών ακόμα και όταν έχασε μέρος από τα διαθέσιμα που είχε στην Κύπρο στο κούρεμα των καταθέσεων του 2013: Την αμέσως επόμενη χρονιά μοίρασε διπλάσιο μέρισμα με τη μορφή επιστροφής κεφαλαίου, σε μια χρήση που τα πράγματα στην Ελλάδα δεν ήταν και στην καλύτερη δυνατή κατάσταση.
Το κοντέρ του 2023 ξεπέρασε το 1 δισ. σε τζίρο, προσέγγισε τα 400 εκατ. ευρώ σε λειτουργικά κέρδη και ξεπέρασε τα 300 εκατ. ευρώ στα καθαρά κέρδη. Το μέρισμα το οποίο δίνει η εταιρία μαζί με την επιστροφή κεφαλαίου τον Μάρτιο ήδη αντιστοιχεί σε μια μερισματική απόδοση 6%.
Η παραγωγή μετρητών έφθασε τα 243 εκατ. ευρώ, το «καθαρό» ταμείο έμεινε με άνεση στα 370 εκατ. ευρώ αποτέλεσμα και της μείωσης των αναγκών σε κεφάλαιο κίνησης ως ποσοστό επί των πωλήσεων κατά 160 μονάδες βάσης. Σημειώστε ακόμα ότι την προηγούμενη χρήση ο όμιλος εμφάνισε κεφαλαιουχικές δαπάνες 88 εκατ. ευρώ που αφορούσαν κυρίως την απόκτηση ακινήτων.
Κοιτώντας μπροστά οι συγκλίνουσες εκτιμήσεις για το 2024 αναμένουν τζίρο 1,18 δισ. ευρώ, EBITDA 416 εκατ. ευρώ και καθαρά κέρδη 310 εκατ. ευρώ. Η δυναμική ωστόσο των πωλήσεων και των καλών περιθωρίων φαίνεται να μην αντανακλάται σε αυτά τα μεγέθη και ενδεχομένως η αγορά σύντομα να αναθεωρήσει ανοδικά τις εκτιμήσεις της. Σε αυτό θα συνδράμουν τα 6 καταστήματα τα οποία θα προσθέσουν τζίρο μέσα στη χρονιά και ειδικότερα από το δεύτερο εξάμηνο που είναι και το δυνατότερο της χρήσης. Στα τρέχοντα επίπεδα η μετοχή διαπραγματεύεται 10,5 φορές τα εκτιμώμενα κέρδη και περίπου 7,2 φορές την επιχειρηματικής της αξία.
Τα Jumbo μπορεί να μην έχουν σε όλους τους καταναλωτές την ίδια απήχηση. Στους επενδυτές όμως έχουν και με το παραπάνω. Και αυτό είναι αποτέλεσμα μιας συνεπούς και σταθερής αυξητικής πορείας σε όλα τα επίπεδα εδώ και τουλάχιστον δύο δεκαετίες.