Το πιο εύκολο πράγμα σε αυτήν τη χώρα είναι να φτιάχνει κανείς άρθρα με ωραίους τίτλους για εντυπώσεις: «Τα κέρδη τους, η φτώχια μας», «Υπερκέρδη μέσα στην κρίση», «Ρεκόρ κερδών, θυσίες διαρκείας» και άλλα τέτοια εύηχα. Ειδικά σε προεκλογικές περιόδους ο λιθοβολισμός των επιχειρηματικών επιδόσεων είναι ένα σπορ που βρίσκει πάντα ένα οπαδικό κοινό που είναι πρόθυμο να καταπιεί αμάσητα άρθρα που στερούνται βάθους και ανάλυσης και να αναπαραγάγει την άγνοια στα Μέσα Κοινωνικής Δικτύωσης.
Ο πρωταθλητισμός σε επίπεδο επιχειρήσεων είναι μια απαγορευμένη έννοια στη χώρα που όποιος «πιστολιάζει» τράπεζες και προμηθευτές είναι στις περισσότερες περιπτώσεις μάγκας και ξύπνιος, ενώ μια κερδοφόρα επιχείρηση είναι εξ ορισμού ύποπτη για… τα πάντα!
Ουδείς λοιπόν από όσους στοχοποιούν τις εταιρίες που έφεραν 10 δισ. ευρώ καθαρών κερδών πέρυσι δεν έλαβε υπόψη του πώς ήρθε αυτό το αποτέλεσμα. Τα όσα διαβάσαμε τουλάχιστον δείχνουν μια «έντεχνη άγνοια» ή την παράλειψη βασικών πληροφοριών που δεν υποστηρίζουν την κεντρική ιδέα των «ανάλγητων επιχειρήσεων». Οι δύο εταιρίες διύλισης για παράδειγμα, με 80% και 50% εξαγωγική δραστηριότητα αντίστοιχα, έφεραν υπερκέρδη όχι μόνο γιατί το περιβάλλον ήταν ευνοϊκό, αλλά γιατί όλα αυτά τα χρόνια έκαναν σοβαρές και εντατικές επενδύσεις αυξάνοντας τη δυναμικότητά τους προκειμένου να παραμείνουν ανταγωνιστικές, ενώ το 2020 ήταν βαθιά ζημιογόνες κατά 504 εκατ. ευρώ.
Λίαν προσφάτως οι εταιρίες του κλάδου μπήκαν στη διαδικασία να περιορίσουν το ανθρακικό τους αποτύπωμα επενδύοντας δισεκατομμύρια, ενώ οι διακυμάνσεις στο κεφάλαιο κίνησης οδήγησε σε ακραίες μεταβολές στην καθαρή δανειακή τους θέση στη διάρκεια της χρονιάς. Υπό άλλες συνθήκες το χρηματοοικονομικό ρίσκο θα είχε εκτοξεύσει το βαθμό αβεβαιότητας για το μέλλον τους οδηγώντας σε καταστάσεις που θα θύμιζαν την ΔΕΗ του 2016.
Ακόμα, οι τακτικές επενδύσεις για τη συντήρηση ενός διυλιστηρίου είναι 200 με 250 εκατ. ευρώ το χρόνο, το οποίο εκτός του ότι είναι ζωτικής σημασίας για την απρόσκοπτη λειτουργία των μονάδων σημαίνει και μια συστηματική ταμειακή εκροή. Τέλος, τα δύο διυλιστήρια πέρα από την τακτική τους φορολόγηση με τον εταιρικό συντελεστή το 2022 υποχρεώθηκαν να πληρώσουν 650 εκατ. ευρώ επιπλέον για τις επιδόσεις τους, χρήματα τα οποία κατευθύνθηκαν στην επιδότηση του market pass που αφορούσε αποκλειστικά αδύναμους οικονομικά συμπολίτες μας. Αλλά αυτά είναι λεπτομέρειες και χαλάνε το αφήγημα.
Οι εταιρίες ενέργειας επιβαρύνθηκαν με το φόρο υπεραπόδοσης (90% επί των μικτών κερδών), μέτρο το οποίο απέδωσε 370 εκατ. ευρώ, ενώ όταν άλλαξε η φόρμουλα υπολογισμού τους επιτράπηκε να έχουν «ταβάνι» κερδοφορίας με καθορισμένα περιθώρια κέρδους. Η ΔΕΗ εμφάνισε ζημιές το 2022 «επιχορηγώντας» την κατανάλωση με 1,8 δισ. ευρώ. Οι τράπεζες μετά από μια δεκαετία όπου εμφάνισαν αθροιστικά ΖΗΜΙΕΣ 49,5 δισ. ευρώ είχαν επιτέλους μια αξιόλογη χρήση.
Ουδείς από τους επικριτές γνωρίζει βέβαια ότι οι τράπεζες φορολογούνται με 29% και όχι με 22% που ισχύει για τις άλλες ανώνυμες εταιρίες λόγω της αναβαλλόμενης φορολογίας. Για τις εταιρίες του ομίλου της Βιοχάλκο που επίσης έδειξαν επιδόσεις ρεκόρ πραγματοποιούν πάνω από το 80% των πωλήσεων τους στο εξωτερικό και παραμένουν σε φάση έντασης κεφαλαιουχικών επενδύσεων συνεχώς τα τελευταία πέντε χρόνια.
Ξέραμε ότι ο δημοσιονομικός λαϊκισμός είναι μέρος των πολιτικών παραδόσεων του τόπου. Μια οικονομία όμως που λειτουργούν κερδοφόρες επιχειρήσεις λειτουργεί και σαν επενδυτικός κράχτης. Τουλάχιστον δεν είναι αδιάφορος προορισμός για επενδυτές και βοηθάει να συμβούν και άλλα θετικά πράγματα: Οι εταιρίες που στοχοποιούνται ότι κερδοσκόπησαν εις βάρος του κοινωνικού συνόλου αύξησαν των αριθμό των απασχολούμενων τους πέρυσι στους 46.380 από 42.783 το 2021.
Τουλάχιστον πριν ρίξουμε το ανάθεμα ας δεχτούμε ότι η κερδοφορία είναι λόγος για να έχουμε περισσότερα φορολογικά έσοδα, μεγαλύτερη απασχόληση, περισσότερους ενδιαφερόμενους επενδυτές και άρα καλύτερες αποτιμήσεις στο Χρηματιστήριο.