Η επικείμενη συνάντηση Κυριάκου Μητσοτάκη – Τζο Μπάιντεν στον Λευκό Οίκο στις 16 Μαΐου, θα είναι «σημαντική», «θα φέρει αποτελέσματα», και «δείχνει το πώς αντιλαμβάνεται η υπερδύναμη το ρόλο της Ελλάδας στην περιοχή», καθώς «τον τελευταίο καιρό η Ελλάδα έχει εμβαθύνει τις στρατηγικές της σχέσεις με τις ΗΠΑ», τόνισε ο πρώην επίτροπος στην ΕΕ, Δημήτρης Αβραμόπουλος, μιλώντας στο Πρώτο Πρόγραμμα 91,6 και 105,8.
Όπως είπε, θα είναι «ευκαιρία για τον Έλληνα πρωθυπουργό να εκθέσει την κατάσταση στην Ανατολική Μεσόγειο, να θέσει τα ζητήματα πάνω στα οποία έχει τα δικά της ζωτικά συμφέροντα και συγχρόνως να συνομιλήσουν και για λογαριασμό του ευρω-ατλαντικού συστήματος», συμπληρώνοντας πως «δεν μπορώ να καταλάβω γιατί κλονίζεται η εθνική μας αυτοπεποίθηση. Έχουμε ένα από τα καλύτερα αμυντικά συστήματα, έχουμε δυνατότητες να διαδραματίσουμε ρόλο στην περιοχή χωρίς φοβικά σύνδρομα και αναφορές σε τρίτους, φτάνει να απαλλαγούμε σταδιακά από ξεπερασμένη στερεότυπα της εξωτερικής πολιτικής που πολλές φορές μας έχουν κρατήσει πίσω. Η Ελλάδα είναι ένα γεωπολιτικός παράγοντας σταθερότητας».
Αναφορικά με τις ελληνοτουρκικές σχέσεις τόνισε ότι δεν πρέπει «να απομακρυνθούμε από τη βασική μας θέση ότι μπορούμε να συζητήσουμε για τις θαλάσσιες ζώνες και μόνο για αυτές και τίποτα παραπάνω, και να μην ξεχνάμε το Κυπριακό». Για τον ρόλο της Τουρκίας με φόντο τον πόλεμο της Ρωσίας στην Ουκρανία, ανέφερε ότι «στην Ελλάδα κάθε φορά, ό,τι και αν γίνεται, κοιτάμε τι κάνει η Τουρκία. Πρέπει να κοιτάμε τι μπορούμε να κάνουμε εμείς, χωρίς να παραιτούμεθα των γεωπολιτικών μας πλεονεκτημάτων». «Η Τουρκία ενίσχυσε τη θέση της, έπαιξε όπως συνηθίζει να παίζει το διπλωματικό της παιχνίδι και όλοι την υπολογίζουν. Στην Ανατολική Μεσόγειο στα μάτια των ΗΠΑ και της Ευρώπης περισσότερο μετράει η Τουρκία και το Ισραήλ. Με τις πρωτοβουλίες που ανέλαβε και φιλοξενώντας διασκέψεις των αντιμαχόμενων πλευρών αναβάθμισε το ρόλο της και αυτό το χαιρέτισαν και οι Ευρωπαίοι και οι Αμερικάνοι», προσέθεσε και ζήτησε «αυτό μην ερμηνευθεί ότι έγινε εις βάρος της Ελλάδας όπως λένε κάποιοι πολύ εύκολα».
«Η Ελλάδα έχει να διαδραματίσει τον δικό της ρόλο και πολύ ορθά ο κ. Μητσοτάκης συναντήθηκε πρόσφατα με τον κ. Ερντογάν στο πλαίσιο της ευρωπαϊκής στρατηγικής ασφάλειας. Θα μπορούσαν από κοινού οι δυο χώρες – μέλη του ΝΑΤΟ να διαδραματίσουν έναν σταθεροποιητικό ρόλο για να μην κλιμακωθεί η κρίση στην περιοχή μας», προσέθεσε.
«Θα αργήσει πολύ να λυθεί το πρόβλημα στην Ουκρανία»
Ερωτηθείς για τη ρωσική εισβολή στην Ουκρανία, ο πρώην υπουργός εκτίμησε ότι η διεθνής διπλωματία δεν έχει χάσει το παιχνίδι, αλλά «σίγουρα δεν έχει αποδειχθεί αποτελεσματική κυρίως στο πεδίο της πολυμερούς διπλωματίας. Και τούτο γιατί αιφνιδιάστηκε από τα όσα έγιναν στην Ουκρανία όπου έγινε και μια λάθος ανάγνωση».
«Άλλο η Ρωσία, και άλλο η Ρωσία του Πούτιν που στόχο δεν είχε την Ουκρανία η οποία είναι ένα ισχυρό πρόσχημα και έγκαιρα είχαν σταλεί τα μηνύματα προς το ευρω-ατλαντικό σύστημα. Στόχος είναι κυρίως η Δύση που αυτή τη στιγμή ο Πούτιν προσπαθεί να τη “γονατίσει”. Δεν του βγήκαν βέβαια τα σχέδια στην Ουκρανία, απομακρύνθηκε από τον αρχικό σχεδιασμό που νόμιζε ότι θα τελείωνε στις 8 Μαρτίου. Η εκτίμηση μου είναι ότι θα αργήσει πολύ να λυθεί αυτό το μεγάλο πρόβλημα. Ολόκληρος ο κόσμος έχει μπει σε μια επικίνδυνη τροχιά και απρόβλεπτη που δεν ξέρουμε που θα μας οδηγήσει», ανέφερε.
Για τον ΟΗΕ είπε ότι παρενέβη πολύ αργά και «περισσότερο με ευχολόγια, διότι δεν έχει δύναμη παρέμβασης». «Από την άλλη πλευρά το ΝΑΤΟ έχει ενισχυθεί πολύ περισσότερο από πριν, κάτι που σε μεγάλο βαθμό εξηγεί για ποιο λόγο γεωπολιτικά έχει αποδυναμωθεί η Ευρώπη, η οποία είναι διαιρεμένη σήμερα μπροστά σε αυτή τη μεγάλη πρόκληση. Άρα ό,τι έχει χτιστεί μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο και μετά τη λήξη υποτίθεται του Ψυχρού Πολέμου, σήμερα δεν αποδίδει. Η αρχιτεκτονική ασφάλειας κινδυνεύει να καταρρεύσει», διεμήνυσε.
Εξέφρασε τον προβληματισμό του για την πιθανότητα ένταξης της Σουηδίας και της Φινλανδίας στο ΝΑΤΟ, λέγοντας πως οι δυο χώρες «έχουν το αναφαίρετο δικαίωμα να αποφασίζουν μόνες τους σε ποιους διεθνείς οργανισμούς θα ενταχθούν», αλλά «δεν ξέρουμε ποια θα είναι η αντίδραση της Ρωσίας, η οποία νοιώθει το χνώτο του ΝΑΤΟ στο “σβέρκο” της».
Αναφορικά με την ΕΕ, ο πρώην κοινοτικός Επίτροπος είπε ότι εξελίχθηκε σε μια παγκόσμια οικονομική δύναμη, αλλά όχι και σε μια παγκόσμια γεωπολιτική δύναμη, διότι δεν προώθησε το σχέδιο της πολιτικής ολοκλήρωσης με κοινή εξωτερική και αμυντική πολιτική.