Το τουρκικό καθεστώς τα έχει βάλει με τις εκκλησίες που φέρουν το όνομα «Αγία Σοφία», επαναφέροντας τη μία μετά την άλλη σε καθεστώς λειτουργίας τζαμιού. Άλλες ήταν μουσεία, όπως η Αγία του Θεού Σοφία Κωνσταντινουπόλεως και άλλες ερείπια. Τελευταία στη σειρά, η Αγία Σοφία της Αίνου, αφιερωμένη στην τοπική Οσία Αγία Σοφία, η οποία είχε παρουσιάσει προβλήματα ήδη ύστερα από τον σεισμό του 1965 και από το 2015 γίνονταν σε αυτήν εργασίες αναστήλωσης. Ανήμερα τα Χριστούγεννα, η πρώην εκκλησία, που είχε λειτουργήσει και ως «τζαμί του Κατακτητή» άρχισε να λειτουργεί και πάλι ως τζαμί.
Οι χειρονομίες αυτές είναι κάτι περισσότερο και από συμβολικές. Εχουν μετατραπεί σε προκλήσεις από τον Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν. Προκλήσεις εναντίον της Ελλάδας και της Ορθοδοξίας. Με την UNESCO και άλλους διεθνείς οργανισμούς να κρατούν αδιάφορη στάση στην ουσία.
Η Αίνος βρίσκεται στην Ανατολική Θράκη και είναι παραθαλάσσια πόλη, σημαντικό λιμάνι της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας. Στη γείτονα, μόνο κάποιοι φωτισμένοι ιστορικοί και αρχαιολόγοι χρησιμοποιούν τον όρο «βυζαντινός» για ευνόητους λόγους. Κατά τους υπόλοιπους, η Δυτική Θράκη υπαγόταν στην ανατολική Ρωμαϊκή αυτοκρατορία…
Όσο για τις αναστηλώσεις που γίνονται εκεί, αυτές έχουν συνήθως στόχο να επαναλειτουργήσουν τα μνημεία ως τζαμιά. Έτσι, δεν είναι διακριτά τα στοιχεία του καθενός όσο ήταν εκκλησία. Κορυφαίο παράδειγμα το πώς κρύβονται οι τοιχογραφίες κάτω από ασβέστη ή πίσω από παραπετάσματα, καθώς το Ισλάμ απαγορεύει την απεικόνιση.
Η Αίνος είχε μεγάλη σημασία μεταξύ των πόλεων της περιοχής, καθώς κατά την αρχαιότητα είχε λιμάνια στις ακτές του Βορείου Αιγαίου. Ήταν μια πλούσια πόλη, χάρη στη θέση της, επάνω στους εμπορικούς του δρόμους που ένωναν τα Βαλκάνια με το Αιγαίο και την Ανατολία, αλλά και χάρη στην πλούσια ενδοχώρα της. Η περιοχή είχε κατοικηθεί ήδη από τη Νεολιθική εποχή.
Το σημαντικό πολιτιστικό και εμπορικό κέντρο που έμεινε στην Ιστορία, ιδρύθηκε τον 7ο αιώνα ως αποικία από τους Αιολείς σε μια χερσόνησο η οποία βρίσκεται στην περιοχή όπου ο ποταμός Έβρος καταλήγει στη θάλασσα και σχηματίζει το γνωστό Δέλτα. Από γραπτές πηγές της αρχαιότητας μαθαίνουμε ότι στη θέση αυτή υπήρχαν πριν χωριά που ιδρύθηκαν από θρακικά φύλα με τα ονόματα Πολτυόβρια και Άψινθος. Στις ίδιες πηγές γράφεται ότι μυθικός ιδρυτής της Αίνου ήταν ο πρίγκιπας Αινείας της Τροίας.
Ήταν σημαντικό λιμάνι και στρατιωτική βάση στη Βυζαντινή Εποχή. Το κάστρο της, επισκευάστηκε από τον Ιουστινιανό τον 6ο αιώνα για να προστατευθεί η πόλη από τους βάρβαρους που συνέρρεαν προς τα νότια από τη Ροδόπη.
Με τον γάμο της αδερφής του Παλαιολόγου, Μαρίας Παλαιολογίνας, με τον Francesco Gattelusio της Γένοβας, η Αίνος πέρασε στον έλεγχο της Γενοβέζικης οικογένειας, μαζί με το νησί της Λέσβου ως προίκα. Ωστόσο, στο μεταξύ, μπροστά στην αυξανόμενη οθωμανική πίεση, το Βυζάντιο έχασε το ισχυρότερο κάστρο του, την Αδριανούπολη, το 1362, κάτι που μακροπρόθεσμα επηρέασε και την Αίνο. Εν τέλει την κατέλαβε ο σουλτάνος Μωάμεθ Β ο Πορθητής. Λέγεται ότι μετά την κατάκτηση έμεινε εκεί τρεις μέρες.
Ο ναός είναι ένα από τα σημαντικά θρησκευτικά κτίσματα του Βυζαντίου, θεωρείται πως χτίστηκε τον 12ο αιώνα και βρίσκεται ΝΑ του κάστρου της πόλης, στο υψηλότερο σημείο. Είναι σταυροειδής μετά τρούλου και συγκαταλέγεται μεταξύ των μεγάλων εκκλησιών. Το 1456 μετά την κατάκτηση Θάσου, Λήμνου, Σαμοθράκης και Αίνου (που ανήκε στους Γενουάτες) μετατράπηκε με διάταγμα του Σουλτάνου Μωάμεθ Β του Πορθητή σε τζαμί. Ακολούθως προστέθηκαν στα ΝΑ μιχράμπ και στα δυτικά μινμπέρ. Στην εξωτερική πλευρά του κτίσματος κατασκευάστηκε πετρόκτιστος μιναρές.
Πρόκειται για ένα από τα σημαντικά οικοδομικά κατάλοιπα της μεσοβυζαντινής αρχιτεκτονικής. Ο σταυροειδής ναός είχε διαστάσεις 21 επί 38 μέτρα και συγκαταλέγεται στις μεγαλύτερες εκκλησίες της περιόδου ανέγερσής του. Φαίνεται ότι ο εξωνάρθηκας, που είχε τοξωτά ανοίγματα και κίονες, κατασκευάστηκε αργότερα. Τα κιονόκρανα που χρησιμοποιήθηκαν μοιάζουν με άλλα έργα του 6ου αιώνα, αλλά μάλλον χρονολογούνται τον 9ο ή 10ο αιώνα. Φέρουν μοτίβα σταυρού και φύλλων.
Ο ναός καλύπτεται με μεγάλο τρούλο διαμέτρου 7 μέτρων και στηρίζεται σε 4 αντηρίδες σε σχήμα L. Σε μεταγενέστερη περίοδο προστέθηκαν δύο κίονες και καμάρες μπροστά από τις αντηρίδες για να ενισχύσουν τον τρούλο και να μοιραστούν το βάρος. Ωστόσο, ούτε αυτό απέτρεψε την κατάρρευση και απαιτήθηκαν επισκευές τον 18ο αιώνα.
Κατά την Οθωμανική περίοδο, έγιναν και άλλες μικρές μετατροπές.
Κτίστηκε με εναλλασσόμενη τεχνική τοιχοποιίας που αποτελείται από σειρές λίθων και πλίνθων. Δηλαδή, υπάρχουν μερικές σειρές από κομμένες πέτρες και μερικές σειρές από τούβλα τοποθετημένα πιο πίσω από την πέτρα. Η προαναφερθείσα τεχνική τοιχοποιίας, εμφανίζεται στην αρχιτεκτονική της Κωνσταντινούπολης του 11ου και 12ου αιώνα. Η τοιχοποιία, ο σχεδιασμός του και η προσοχή στη λεπτομέρεια δείχνουν ότι το κτίριο χτίστηκε με εξαιρετικής ποιότητας δεξιοτεχνία. Τα διακοσμητικά σχήματα και οι κατασκευαστικές λεπτομέρειες είναι σε αρμονία με τις σύγχρονές της εκκλησίες στην Κωνσταντινούπολη. Εξ αυτού προκύπτει και η χρονολόγηση, αν και δεν υπάρχει καθολική συμφωνία.
Οι αγιογραφίες και οι τοιχογραφίες από τη βυζαντινή εποχή έχουν καλυφθεί με σοβά. Ανήκουν στην Πρώιμη Παλαιολόγεια περίοδο.
Σημειώνουμε πως ο ναός δεν είναι αφιερωμένος στην Αγία του Θεού Σοφία, όπως ο ναός της Κωνσταντινούπολης, αλλά στην τοπική Οσία Σοφία, η οποία καταγόταν από την Αίνο της Θράκης και ήταν θυγατέρα πλουσίων γονέων. Παντρεύτηκε και έγινε μητέρα έξι παιδιών, όμως τα έχασε όλα. Βρήκε λοιπόν παρηγοριά στη θλίψη της, προστατεύοντας ορφανά και χήρες. Έκανε συνεχείς ελεημοσύνες, προσευχές, νηστείες και κάθε τι που ανακούφιζε τον πλησίον. Στα τέλη της ζωής της εκάρη Μοναχή και αφιέρωσε τη ζωή της στη λατρεία του Θεού. Απεβίωσε ειρηνικά, σε ηλικία 53 ετών.