«Θα ήθελα το έργο μου ν’ απευθύνεται σε πολλούς. Τα ωραία έργα αρέσουν σε όλους. Όσο περισσότεροι, τόσο καλύτερα. Αξίζει ο καλλιτέχνης να απευθύνεται σε δύο ανθρώπους; Δεν αξίζει». Ο Αλέκος Φασιανός τα κατάφερε. Δεν κέρδισε απλώς την καταξίωση ανάμεσα σε συναδέλφους και ειδικούς, αλλά κατόρθωσε να γίνει το πιο γνωστό όνομα στην ιστορία της νεότερης ελληνικής τέχνης, περνώντας τα στενά σύνορα της χώρας. Στα 87 του χρόνια «έφυγε» ήσυχα στο σπίτι του στου Παπάγου, κοντά στα αγαπημένα του πρόσωπα, τη γυναίκα του Μαρίζα και τα δυο παιδιά τους.
Τον τελευταίο καιρό, μετά κι από την απώλεια του αδελφού του, ήταν βαρύθυμος, σπάνια έβγαινε κι απέφευγε τις συναναστροφές ακόμη και στο σπίτι – εργαστήριό του. «Τώρα δε διαβάζω πολύ, βλέπω τηλεόραση. Δε μου λείπει τίποτα. Δε νοσταλγώ, πρέπει να συμβαδίζουμε με την πραγματικότητα» μου είχε πει την τελευταία φορά που βρεθήκαμε στη μονοκατοικία του. Ο Φασιανός βεβαίως υπήρξε από τους δημιουργούς που σφράγισε την εικαστική μας πραγματικότητα σε μια πληθώρα πραγμάτων. Και το έργο του αφήνει τεράστια παρακαταθήκη στη σύγχρονη ζωγραφική, στο χώρο του βιβλίου και της χαρακτικής.
Γεννιέται στην Αθήνα το 1935 δίπλα στην εκκλησία των Αγίων Αποστόλων – ο παππούς του, ιερέας της εκκλησίας ζούσε εκεί µε όλη του την οικογένεια. Ο πατέρας του, ήταν συνθέτης και καθηγητής µουσικής και η µητέρα του καθηγήτρια αρχαίων ελληνικών. Η επίδραση του παππού υπήρξε καθοριστική στην διάπλασή του και ο ίδιος τον αναφέρει σε κάθε περίσταση. « Όταν με είδε πώς ζωγράφιζα, με ενθάρρυνε πάρα πολύ. Με πήρε κοντά του και έκανα τα πρωτογράμματα στα χειρόγραφα, γιατί έγραφε σχόλια για τα ευαγγέλια και άλλα κείμενα».
Την μητέρα του διακατείχε ένα πάθος για τον αρχαίο ελληνικό πολιτισμό και έτσι μαζί της συχνά επισκέπτονταν αρχαιολογικούς χώρους όπου έμαθε θαυμάζει το αρχαίο κάλλος. Μέχρι τα 17 του ζωγράφιζε μόνος του με σκοπό να απαντήσει στα άλυτα εικαστικά προβλήματα.
Έζησε την γερµανική κατοχή µέσα στον τρόµο. Ο θείος του εκτελείται από τους Γερµανούς για τα αντιστασιακά µηνύµατα που έγραφε στους τοίχους της Αθήνας. Το 1945 ξεκίνησε να ζωγραφίζει στη διάρκεια του εµφυλίου πολέµου. Οι πρώτες του σπουδές διεξάγονται σε διαφορετικούς τόπους, συχνά σε εκκλησίες καθώς τα σχολεία βρίσκονται υπό την κατοχή γερµανών στρατιωτών. Στο Ωδείο των Αθηνών και για δώδεκα χρόνια, σπούδασε βιολί. Εκεί, συναναστράφηκε µουσικούς όπως ο Γιάννης Μαρκόπουλος, ο Μίκης Θεοδωράκης και η Ντόρα Μπακόπουλου, που διαδραμάτισαν σηµαντικό ρόλο στη ζωή του.
Στο λύκειο συνδέθηκε µε νέους µαθητές µε τους οποίους μοιράστηκε το ενδιαφέρον του για την τέχνη, τη συγγραφή και το θέατρο, όπως ο κινηµατογραφιστής Θόδωρος Αγγελόπουλος και ο ποιητής Λευτέρης Παπαδόπουλος.
Στη Σχολή Καλών Τεχνών της Αθήνας θήτευσε από το 1953 έως το τέλος της δεκαετίας, στο εργαστήριο του Γιάννη Μόραλη. Στη διάρκεια της ίδιας περιόδου, παρακολουθεί το εργαστήριο του ζωγράφου Γιάννη Τσαρούχη, του οποίου το πνεύµα λειτουργεί καταλυτικά για εκείνο του νεαρού ζωγράφου και κινητοποιεί το µελλοντικό του έργο. «Ο Τσαρούχης ήταν κάτι παραπάνω από δάσκαλος. Δεν τον ενδιέφερε να σου διδάξει αυτά που έκανε αυτός για να τον μιμηθείς, αλλά αντιθέτως σου άνοιγε δρόμους για να ανακαλύψεις τον εαυτό σου». Οι σπουδές του ολοκληρώνονται, δέχεται την πρώτη ανάθεση από τον αρχιτέκτονα Άρη Κωνσταντινίδη, στον οποίο είχε ανατεθεί να κατασκευάσει, για ολόκληρη την Ελλάδα, τα ξενοδοχεία Ξενία – ο τουρισµός βρισκόταν στις απαρχές του.
Ο Φασιανός σύχναζε στο καφέ brazilian, όπου συνδέθηκε φιλικά µε ποιητές όπως ο Οδυσσέας Ελύτης, ο Τάκης Σινόπουλος, η Ελένη Βακαλό, ο Νίκος Καρούζος, ο Μίλτος Σαχτούρης, ο Ανδρέας Εµπειρίκος, ο Κώστας Ταχτσής και ο Δηµήτρης Άναλις. Αργότερα θα εικονογραφήσει πολλές από τις συλλογές αυτών των ποιητών. «Οι ποιητές με επηρέασαν περισσότερο κι από τους ζωγράφους, γιατί στα γραφόμενά τους έβλεπα τον κόσμο ν΄ανοίγεται μπροστά, καλύτερα, μάλλον, μου αποκάλυψαν έναν κόσμο καινούργιο» μου είχε αποκαλύψει σε παλιότερη συνέντευξή μας.
Μια εποχή μάλιστα, ο δημιουργός ζωγράφιζε ανθρώπους με τεράστια μάτια μέσα σε κήπους, επηρεασμένος από τον σουρεαλισμό του Μίλτου Σαχτούρη: «Περπατάγαμε, θυμάμαι, παρέα με τον Σαχτούρη, εξώ από την Εστία. Είχε αφήσει, λοιπόν, πέντε βιβλία να πουληθούν, όπως έκαναν τότε πολλοί νέοι ποιητές. Ήταν τόσο ενθουσιασμένος που πούλησε ένα... ένα μόνο! Τους καταλάβαινα τους ποιητές, κάναμε παρέα, αλλά προσπαθούσα και να μπω στο πνεύμα του καθενός. Αυτό το σκέφτηκα μόνος μου, δηλαδή να κάνω έλληνες ποιητές, γιατί πίστευα ότι έτσι διαδίδονται περισσότερο».
«Δάσκαλοι της τέχνης, που ήταν δογματικοί, έλεγαν μην ακούς τους ποιητές, αλλά εγώ άκουσα τους ποιητές. Ναι, τους άκουσα... αλλά βέβαια, αν το αναλύεις αυτό, χαλάει! Έκανα παρέα μαζί τους, πολύ περισσότερο απ’ όσο με ζωγράφους. Πηγαίναμε στο Brazilian, που ήταν γεμάτο ποιητές και καλλιτεχνίζοντες. Είχαμε ένα στέκι τότε• τώρα, έχουν όλοι απομονωθεί, δεν υπάρχει ένα μέρος να συναντηθείς. Αλλάζουν τα πράγματα...».
Εκτός από τον Σαχτούρη, μιλούσε για τον Καρούζο, τον Σινόπουλο και βέβαια τον Ελύτη, που έγραψε για τον ζωγράφο στ’ Ανοιχτά Χαρτιά: «Οταν αποφάσισα να ζωγραφίσω τον Ελύτη, παιδεύτηκα κάμποση ώρα και όταν είδε αυτό που έφτιαξα δεν του άρεσε καθόλου. “Τι είναι αυτό; Δεν μπορείς να με πιάσεις καθόλου μου είπε. Συνέχισα την προσπάθειά μου, έκανα τέσσερα-πέντε σχέδια ακόμα, αλλά τίποτα δεν του άρεσε. Μού λεγε “κάνεις το χαβά σου”. Δίκιο είχε, αλλά εγώ έτσι τον έβλεπα!»
Αμέσως άρχισε να εισάγεται στην εικαστική ζωή της πρωτεύουσας. Σπουδαστής ακόμα πραγματοποιεί την πρώτη του έκθεση στην γκαλερί Α23 μαζί με τον Σταμάτη Σταματόπουλο και τον Παντελή Ξαγοράρη. Με αυτήν του την παρουσία ξεδιπλώνεται για πρώτη φορά το ποιητικό του όραμα.
Στο το 1960 έως το 1963 στο Παρίσι, µια υποτροφία της Γαλλικής κυβέρνησης θα του επιτρέψει να σπουδάσει τη τεχνική της λιθογραφίας στο ατελιέ του καθηγητή Clairin. Γνωρίζει τους Έλληνες ζωγράφους Βασίλη Σπεράντζα –που θα µείνει φίλος του καθ’ όλη τη διάρκεια της περιόδου του στο Παρίσι– και τον Νίκο Στεφάνου, µε τον οποίο θα εγκαταστήσουν και το ατελιέ στην Καλλιθέα. Γνωρίζει ποιητές και συγγραφείς, όπως ο Jacques Lacarrière, o Yves Navarre και ο ζωγράφος René Laubiès, που θα τον βοηθήσει πολύ στη διάρκεια της διαµονής του στη Γαλλία.
Mε την επιστροφή του στην Αθήνα το 1963 η επαφή του με την καλλιτεχνική ζωή δεν είχε σταματήσει.
Μαζί με τον αρχιτέκτονα και ζωγράφο Αντώνη Κεπέτζη, τον Νίκο Στεφάνου και τον Βασίλη Σπεράντζα είχαν νοικιάσει από την Εθνική Πινακοθήκη ένα εργαστήριο στην Καλλιθέα όπου και μέχρι το 1967 η παρέα δημιούργησε ένα ζωντανό εργαστήριο, το Ατελιέ της Καλλιθέας. Ένα από τα λίγα, αν όχι το μοναδικό καλλιτεχνικό ατελιέ που οι συναθροίσεις φίλων και οι σουρρεαλιστικές παραστάσεις ήταν αυτά που το κρατούσε ζωντανό.
Ο Φασιανός έχει πει χαρακτηριστικά: «Εκεί αναπτυχθήκαμε με έμπνευση και ενθουσιασμό, για μια ζωγραφική που βγαίνει από την αίσθηση της πραγματικότητας. Σ’ αυτό το ατελιέ, μας επισκέπτονταν πολλοί φίλοι ποιητές, ζωγράφοι, φιλότεχνοι και περίεργοι. Ερχόταν συχνά ο Ταχτσής, ο Τσαρούχης, ο Εμπειρίκος, η Βακαλό, ο Σινόπουλος, ο Καρούζος, ο Αναλις και πολλοί άλλοι. Ετσι, με την ηθική υποστήριξή τους και τις συμβουλές τους, παίρναμε πολύ θάρρος. Γιατί, δεν είναι εύκολο, όταν κανείς αρχίζει, να είναι σίγουρος για το έργο του…. Με τον Σπεράντζα μέναμε στο επάνω πάτωμα και ο Στεφάνου στο κάτω…. Εκεί, σ’ αυτό το σπίτι της Καλλιθέας, γεννήθηκε ο πρώτος ποδηλάτης καπνίζων. Ξαφνικά μια μέρα, ενώ στεκόμουν στο παράθυρο και κοιτούσα τον ουρανό, μου ήλθε η έμπνευση, σαν επιφοίτηση του Αγίου Πνεύματος, να κάνω έναν ποδηλατιστή με τσιγάρο και καπνό και με τα μαλλιά του να ανεμίζουν. Οταν το ζωγράφισα, γέμισε το δωμάτιο με φούμες. Κατόπιν έκανα ένα άλλο, μπλε, και ύστερα ένα κόκκινο. Μέχρι τώρα, έχω ζωγραφίσει αρκετούς, για ποδηλατικούς αγώνες».
Έφτιαξε ακόμη κουστούµια και ντεκόρ για τον Αλέξη Σολωµό, στο Αρχαίο Θέατρο της Επιδαύρου, στο Εθνικό Θέατρο, στο Θέατρο Τέχνης του Καρόλου Κουν κλπ. Συναντά τον Αµερικάνο ποιητή Gregory Corso και τον Γάλλο συγγραφέα Michel Déon. Με την ενθάρρυνση του Ανδρέα Εµπειρίκου, δηµιουργεί τη σειρά έργων «ποδηλάτες µε µαλλιά ν’ ανεµίζουν». Την πρώτη του µεγάλη έκθεση παρουσίασε στην γκαλερί Μέρλιν στην Αθήνα. Συναναστρέφεται ποιητές και συγγραφείς και ξεκινά την εικονογράφηση του βιβλίου του Ηλία Πετρόπουλου «Ρεµπέτικα Τραγούδια», το πρώτο έργο που αφιερώνεται στα λαϊκό τραγούδι του περιθωρίου.
Δεν ήταν όμως μόνο οι έλληνες ποιητές που σφράγισαν την τέχνη του δημιουργού στο βιβλίο. Στη Γαλλία ο Luis Aragon είχε δηλώσει για τον Φασιανό πως “μας έμαθε έναν καινούργιο τρόπο ν’ αγαπάμε”. «Στη Γαλλία οι ποιητές ήταν πάντα με τους ζωγράφους. Και πριν πάω στη Γαλλία είχα διαβάσει πολύ γαλλική ποίηση και τους έκανε εντύπωση πώς γνώριζα τόσο καλά τον Λοτρεαμόν, τον Βαλερύ κ.α. Από μικρός διάβαζα πολύ, σε βαθμό που γνώριζα ποιητές απέξω».
Στο Παρίσι ο Φασιανός συνδέεται με τους Hamid Fouladvind, André Laude, Fernando Arrabal, Bruno Roy των εκδόσεων Fata Morgana µε τους οποίους θα συνεργαστεί συστηµατικά, όπως και µε τον εκδότη André Biren για τον οποίον θα φιλοτεχνήσει πολλές εκδόσεις τέχνης, περιορισµένων αντιτύπων. Η γκαλερί του στην οδό Jacob, είναι δίπλα στο καφέ Pré aux Clercs µέσα στο οποίο θα αναρτήσει τα έργα του ενώ θα διακοσµήσει επίσης και τα τραπέζια. Ο Σουηδός έµπορος Andersson τον εκθέτει στο Μάλµε και σε άλλες Σουηδικές πόλεις. Ξεκινά η συνεργασία του την Ιαπωνέζα γκαρελίστρια Reiko Kurita, που από εκείνη την εποχή του οργανώνει τακτικές εκθέσεις στην Ιαπωνία, κυρίως στο Τόκιο. Εκθέτει στην γκαλερί Tanit de Munich. Από το 1978, εκθέτει τακτικά στην γκαλερί La Hune.
Οι διακρίσεις έρχονται και το έργο του ταξιδεύει σε όλο τον κόσμο. Το 1999 βραβεύεται από την Ακαδηµία Αθηνών και την επόμενη χρονιά φιλοτεχνεί δύο µεγάλες τοιχογραφίες για το σταθµό Μεταξουργείο του Αθηναϊκού µετρό. Πραγµατοποιείται αναδροµική του έκθεση στο µουσείο Paul Valéry στη Sète, που διοργανώνει ο André Freises. Ο Φασιανός αγάπησε την πόλη της Sète, που του θυµίζει το Μεσολόγγι, όπου είχε γεννηθεί η µητέρα του. Ο Pierre και η Marianne Nahon εγκαθίστανται στο Saint-Paul-de-Vence και πωλούν την γκαλερί τους στο Παρίσι στους Rachlin-Lemarié, όπου ο Φασιανός θα συνεχίζει να εκθέτει. Το 2000 παρουσιάζεται εκεί η έκθεση του «η Μυθολογία του Καθηµερινού», που θα εκτεθεί επίσης στη βίλα Kérylos στο Beaulieu-sur-mer.
To 2001 νέα έκθεσή του στο κάστρο του Chenonceau µε τίτλο «ο Μύθος στο Ποδήλατο» και το 2002 στο Μουσείο Κυκλαδικής Τέχνης στην Αθήνα, εκθέτει τη σειρά έργων «οι Νικητές». Στο Ελληνικό Ιδρυµα Πολιτισµού στο Λονδίνο γίνεται έκθεση µε έργα του σε χαρτί ενώ εκθέτει και στην γκαλερί Grafica Tokio, στην Ιαπωνία. Το 2004 πραγματοποιείται αναδρομική έκθεση στην Εθνική Πινακοθήκη των έργων του με τίτλο “Φασιανός μυθολογίες του καθημερινού”. Eκθέτει σε πολλές γκαλερί, μεταξύ αυτών στην αίθουσα Challier στο Παρίσι, στη γκαλερί Thierry Salvador στις Βρυξέλλες, στη γκαλερί Herman στο Bερολίνο, στη γκαλερί Tem Sanat στην Κωνσταντινούπολη, στη γκαλερί Opera στο Λονδίνο και στο Ντουµπάι και στη γκαλερί Grosvenor στο Λονδίνο και πραγµατοποιείται αναδροµική έκθεση του έργου του, στο Hellenic Museum στη Μελβούρνη. Τo 2013 γίνεται Αξιωµατούχος της Λεγεώνας της Τιµής από τον Γάλλο Πρέσβη και πέρυσι τιμήθηκε με το παράσημο του Διοικητή της τάξης των Γραμμάτων και των Τεχνών “Commandeur de l’ordre des Arts et des Lettres” από την Γαλλική Δημοκρατία και την Υπουργείο Πολιτισμού της Γαλλίας.
Ο Φασιανός είναι από τους λιγοστούς δημιουργούς που τα γεύτηκε όλα στη ζωή του. Λίγο προτού φύγει, έζησε κι ένα μεγάλο δώρο. Η κόρη του ζωγράφου, Βικτώρια, έδωσε νέα πνοή στο μουσείο που φέρει το όνομά του. Κοντά στον σταθμό Λαρίσης, στη συμβολή των οδών Ν. Μεταξά και Χίου, και σε ένα κτίσμα που έχει την υπογραφή του Κυριάκου Κρόκου, ο εμπνευσμένος αρχιτέκτονας δούλεψε μαζί με τον ζωγράφο για τη μετατροπή μιας απρόσωπης αθηναϊκής πολυκατοικίας του ’70. Το Μουσείο θα φιλοξενεί έργα του καλλιτέχνη, προοδευτικά από όλες τις εικαστικές περιόδους του, καθώς και ένα εκθεσιακό πρόγραμμα με έργα σύγχρονης τέχνης, πλαισιωμένο από εκπαιδευτικά προγράμματα. Το όνομα του Αλέκου Φασιανού δεν θα ξεχαστεί.