Πρέπει να είναι από τις ελάχιστες φορές που η ελληνική πολιτεία κατάφερε να αδράξει και μάλιστα με επιτυχία τις ευκαιρίες που υπάρχουν σε κάθε είδους κρίση.
Η Προεδρία της Δημοκρατίας και η Ελληνική Κυβέρνηση είδαν στις προκλήσεις που δημιούργησε η πανδημία για τον εορτασμό των 200 χρόνων από την Επανάσταση την ευκαιρία να προκρίνουν την απλότητα της πληθωρικότητας του μεγαλείου, το μεγαλείο που όταν επιλέγεται ως τόνος (tonality) μηνυμάτων εθνικού περιεχομένου είναι πολύ δύσκολο να μην καταλήξει σε γκροτέσκο.
Αποφύγαμε, λοιπόν το «εθνικό γκροτέσκο» όπως το είχαμε ζήσει την τετραετία 2015-2019, τόσο από την τότε Κυβέρνηση όσο και από τον τότε Πρόεδρο της Δημοκρατίας.
Παρόλη την απλότητά τους όμως, η κεντρική ιδέα των εορτασμών ήταν εξαιρετικά τολμηρή και αξίζει να σχολιαστεί. Και η τολμηρή επιλογή δεν είναι άλλη από το να «εγγραφεί» η Επανάσταση του 1821 στο διεθνές της πλαίσιο και τα τονιστεί με κάθε δυνατό τρόπο ότι η επιτυχή της έκβαση οφείλεται και στη συνδρομή του διεθνούς παράγοντα και όχι αποκλειστικά στο ελληνικό φρόνημα ή κάποια ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του έθνους.
Το έθνος των Ελλήνων καταγράφει επιτυχίες μόνο όταν αποτελεί μέρος της διεθνούς κοινότητας, όταν καταφέρνει ισχυρές συμμαχίες που εδράζονται στο σεβασμό για την ιστορική και πολιτιστική κληρονομιά της Ελλάδας αλλά και στο όφελος που έχει για κάθε ισχυρό η φιλία με μια μικρή, δημοκρατική χώρα με μεγάλη γεωπολιτική σημασία.
Αυτό ήταν το μήνυμα που απηύθυναν Προεδρία της Δημοκρατίας και Ελληνική Κυβέρνηση στο εσωτερικό και το εξωτερικό, στους Έλληνες πολίτες και στον κόσμο.
Μια Ελλάδα μέρος ενός ευημερούντος «όλου» και όχι μοναχική εξαίρεση, εγκλωβισμένη στη νοσηρή φαντασίωση ότι όλοι την εχθρεύονται και την επιβουλεύονται. Μια χώρα χρήσιμη που μπορεί να συμβάλλει στη συλλογική ευημερία, να επωμιστεί τις ευθύνες που της αναλογούν, να προκρίνει τον άνθρωπο και την ευημερία του ως υπέρτατη αξία.
Το μήνυμα της Προεδρίας και της Κυβέρνησης ήταν πολύ τολμηρό και ισχυρο. Γι αυτό και ίσως εμάς δεν μας ενόχλησε και τόσο η απουσία οραματικών διακηρύξεων από τους λόγους που εκφώνησαν η Πρόεδρος και ο Πρωθυπουργός. Μην ξεχνάμε τη συγκυρία. Όταν βρισκόμαστε στη δίνη μιας πανδημίας και τα νοσοκομεία ξεχειλίζουν από συμπολίτες μας με αρκετούς από αυτούς να χαροπαλεύουν, τα μεγάλα λόγια δεν έχουν θέση.
Τόσο η Πρόεδρος όσο και ο Πρωθυπουργός στους λόγους τους θέλησαν να γίνουν συμπεριληπτικοί, να απευθυνθούν σε όλους άσχετα από την ιδεολογία τους, κάτι εξαιρετικά δύσκολο γιατί και η πολιτική ένταση είναι μεγάλη αλλά και το ίδιο το γεγονός της επετείου δεν είναι ιδεολογικά ουδέτερο.
Προτιμούμε σταθερά τα συλλογικά οράματα να εκφέρονται στη Βουλή, κατά την παραγωγή της πολιτικής και κατά την πολιτική σύγκρουση, ό,τι πιο υγιές σε μια δημοκρατία.
Ίσως στο λόγο του Πρωθυπουργού να χωρούσε η υπόσχεση ότι τα διδάγματα και οι εμπειρίες από την πανδημική κρίση θα ενσωματωθούν ως θεσμοί αλλά σε αυτό θα έχει και άλλες ευκαιρίες να αναφερθεί.
Ήταν ένα λαμπρό και κυρίως τολμηρό διήμερο αυτό των εορτασμών, λοιπόν.
Θα ήταν παράλειψη να μην αναφερθούμε στον εορτασμό στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο της Θεσσαλονίκης και στον πανηγυρικό λόγο που εκφώνησε ο Ευάγγελος Βενιζέλος με την καθηγητική του ιδιότητα.
Και ο κ. Βενιζέλος υπήρξε τολμηρός ειδικά στην κατακλείδα της ομιλίας του στην οποία μας προτρέπει να εφεύρουμε μια νέα γλώσσας.
Είπε: «Η Επανάσταση του 1821 ήταν έντονα ποιητική. Ενέπνευσε τον ποιητικό φιλελευθερισμό και ρομαντισμό της εποχής της. Ελληνικό και φιλελληνικό. Η γλώσσα ήταν, δίπλα στο έδαφος, η παράλληλη επικράτεια που διεκδικούσε και διαμόρφωνε το επαναστατημένο Έθνος. Η τελική και πλέον απαιτητική προϋπόθεση μιας επετείου εθνικής αυτογνωσίας είναι να κατακτήσει και πάλι το Έθνος μια αντίστοιχη σχέση με τη γλώσσα και την ποίηση. Να μπορέσει να εκφραστεί με τρόπο που δεν είναι συμβατικός και τετριμμένος. Να ψάξει να βρει άλλες λέξεις, όπως έκανε ο Διονύσιος Σολωμός, προκειμένου να πει στον εαυτό του την αλήθεια. Αν το καταφέρει αυτό το Έθνος, θα βρει τον ομφάλιο λώρο του και τότε όντως η Επέτειος θα έχει μετασχηματιστεί σε επίγνωση, δηλαδή σε ουσιώδη επαφή με την Ιστορία. Δεν ξέρω αν αυτό μπορεί να συμβεί, ξέρω όμως ότι οφείλουμε να το προσπαθήσουμε».
Από τα Ομηρικά Έπη ακόμα μαρτυρείται μια ιδιαίτερη συνήθεια των «αρχαίων ημών»: όποιος ξένος εμφανιζόταν στο κατώφλι τους δεν είχε την υποχρέωση να δηλώσει το παραμικρό στοιχείο της ταυτότητάς του, ούτε καν το όνομά του. Και τι να το κάνουν; Ήξεραν πως μόλις θα άνοιγε το στόμα του θα μάθαιναν όσα έπρεπε να γνωρίζουν για εκείνον. Η καταγωγή του ήταν στη διάλεκτο που μιλούσε, η κοινωνική θέση του, η μόρφωσή του ακόμα και η πολιτειακή οργάνωση του τόπου καταγωγής του διακρίνονταν καθαρά στο πόσο εξασκημένος ήταν στο λόγο αλλά κυρίως στις λέξεις που χρησιμοποιούσε.
Γιατί τελικά, τι άλλο να είναι εθνική ταυτότητα εκτός από τις λέξεις που χρησιμοποιούμε και τον τρόπο που περιγράφουμε τον εαυτό μας; Στην παρούσα συγκυρία αυτό έχει μια αξία να το σκεφτούμε.