Της Αγγελικής Κώττη
Ήθελαν να σκάψουν για να αποδείξουν όχι πως κατάγονται από τους αρχαίους Έλληνες, αλλά ότι ο αρχαιοελληνικός πολιτισμός, θεμελιώδης βάση του ευρωπαϊκού πολιτισμού, ξεκίνησε από τους δικούς τους προγόνους. Ευτυχώς, σήμερα τα νεολιθικά αγγεία που βρέθηκαν από τους Ναζί στη Μαγούλα Βισβίκη της Θεσσαλίας, έχουν επιστραφεί στη χώρα μας. Λόγω της ημέρας, το Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο μάς καλεί στην παρουσίαση που θα γίνει στο πλαίσιο της δράσης «Το Αθέατο Μουσείο».
Από την προηγούμενη εβδομάδα παρουσιάζεται στην Αίθουσα του Βωμού έκθεση αρχαιοτήτων και αρχείων μιας άγνωστης γερμανικής ανασκαφής στη Θεσσαλία, στα χρόνια της Κατοχής. Πρόκειται για την αρχαιολογική έρευνα του Hans Reinerth, Γερμανού αρχαιολόγου και αξιωματικού των ειδικών δυνάμεων Rosenberg, τον Οκτώβριο και το Νοέμβριο του 1941, στη νεολιθική Μαγούλα Βισβίκη κοντά στο Βελεστίνο. Τα ευρήματα και το αρχείο της ανασκαφής, που επέστρεψαν από τη Γερμανία τμηματικά το 1951 και το 2014, φυλάσσονται εξ ολοκλήρου στο Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο και εκτίθενται για πρώτη φορά.
Σήμερα 15:00-15:30, θα γίνει η παρουσίαση του νέου εκθέματος. Η είσοδος στο ΕΑΜ είναι ελεύθερη, λόγω της εθνικής επετίου.
Στη Μαγούλα Βισβίκη βρίσκεται προϊστορικός οικισμός στη Θεσσαλία και τον εντόπισε στις αρχές του 20ού αιώνα ο πρωτοπόρος αρχαιολόγος Χρήστος Τσούντας. Στη θέση αυτή πραγματοποιήθηκε η έρευνα με εντολή του γερμανικού φασιστικού κράτους το 1941 και με συνεργάτες τον Rudolf Stampfuss και τον Wilhelm Stossel. H ανασκαφή αποκάλυψε πλήθος κινητών ευρημάτων (όστρακα αγγείων, λίθινα και οστέινα εργαλεία, πήλινα ειδώλια και άλλα) και αποσπασματικά αρχιτεκτονικά κατάλοιπα, τα οποία καλύπτουν ολόκληρη τη Νεολιθική περίοδο έως τις αρχές της Πρώιμης Χαλκοκρατίας (6500-3200 π.Χ.). Τα κινητά ευρήματα, εκτός ολίγων κιβωτίων, φυγαδεύτηκαν στη Γερμανία.
Το 1951 πολλά από τα κινητά ευρήματα επεστράφησαν στην Ελλάδα, στο Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο της Αθήνας. Όπως διαβάζουμε στην ιστοσελίδα archaiologia.gr, στα τέλη της δεκαετίας του '70, η επίτιμος Έφορος Αρχαιοτήτων Αγγέλικα Ντούζουγλη, φοιτήτρια τότε στο πανεπιστήμιο της Χαϊδελβέργης, καθ' υπόδειξη του καθηγητή της Vladimir Milojcic, ανέλαβε τη μελέτη του αρχαιολογικού υλικού που βρισκόταν στην Αθήνα.
Το μοναδικό δημοσιευμένο στοιχείο της ανασκαφής ήταν ένα σκίτσο του ίδιου του Ράινερτ στην εφημερίδα «Λαϊκός Παρατηρητής» (Volkischer Beobachter), η οποία ήταν το επίσημο όργανο του Εθνικοσοσιαλιστικού Κόμματος από την ίδρυσή του μέχρι την κατάρρευση της ναζιστικής Γερμανίας το 1945. Η Αγγέλικα Ντούζουγλη επί δυόμισι χρόνια «εγκαταστάθηκε» στο Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο μελετώντας τα ευρήματα. Δεν κατάφερε όμως ποτέ να ολοκληρώσει τη διατριβή της, διότι έλειπαν τα δεδομένα των ανασκαφών που θα τεκμηρίωναν τα συμπεράσματά της. Σε συνέντευξή της στην εφημερίδα «Καθημερινή» (6 Ιουλίου 2014) αναφέρει:
Το παζλ συμπληρώθηκε
«Ένιωθα έκτοτε πως είχα αφήσει μια εκκρεμότητα, κρατούσα πάντα κοντά μου το αρχείο και στον ελεύθερο χρόνο μου αναζητούσα κάποιον επιζώντα από την γερμανική αποστολή ή οποιαδήποτε άλλη νέα πληροφορία». Έτσι εντόπισε στην Στουτγάρδη τον Χάινς Ντυρ, τον φωτογράφο της γερμανικής αρχαιολογικής ομάδας, ο οποίος, μετανιωμένος για το ναζιστικό του παρελθόν, της μίλησε για την αποστολή τους στην Κατοχή: τη δημιουργία μιας νέας θεωρίας για την καταγωγή των αρχαίων Ελλήνων, σύμφωνα με την οποία οι Άριοι ήταν πρόγονοί τους και είχαν αποικίσει προϊστορικά τον ελληνικό χώρο πριν από αυτούς. Φυσικά κάτι τέτοιο δεν ίσχυε και δεν αποδείχθηκε ποτέ».
Η πραγματική αποκάλυψη ήταν άλλη: όπως εξομολογήθηκε, ακολουθώντας τις εντολές του Ράινερτ, αυτός ήταν ένας από τους ανθρώπους που φυγάδευσαν τα αρχαία αντικείμενα στη Γερμανία. Αρχαία που ούτε ο ίδιος δεν γνώριζε πού είχαν καταλήξει.
Με την πτώση του τείχους του Βερολίνου ήρθαν στο φως τα καλά κρυμμένα αρχεία των ανασκαφών της κατοχής. Η Αγγέλικα Ντούζουγλη, γνωρίζοντας πως ίσως εκεί θα έβρισκε τις απαντήσεις που τόσα χρόνια έψαχνε, ζήτησε τη βοήθεια μιας Αυστριακής συναδέλφου, της κυρίας Εύας Άλραμ-Στερν (Eva Alram-Stern) του «Ινστιτούτου Αρχαιολογίας Ανατολικών Χωρών και Ευρώπης» της Ακαδημίας Επιστημών της Αυστρίας, και από το 2009 με τη χρηματοδότηση του αμερικανικού «Ινστιτούτου για την Αιγαιακή Προϊστορία» (Institute for Aegean Prehistory) ξεκίνησαν να δουλεύουν από κοινού με μια ομάδα επιστημόνων για την ολοκλήρωση της έρευνας των ανασκαφών στη «Μαγούλα Βισβίκη».
Ο επαναπατρισμός
Μέχρι που το 2010 μια νέα ανακάλυψη ήρθε να αλλάξει εκ νέου τα δεδομένα. Η Αυστριακή αρχαιολόγος είχε μόλις εντοπίσει τις κούτες με τα αρχαία αντικείμενα που είχαν φυγαδευτεί από τον νεαρό Γερμανό φωτογράφο και είχαν καταλήξει στο μικρό υπαίθριο μουσείο «Πφάλμπαου» (Pfahlbaumuseum), που είχε ιδρύσει ο ίδιος ο Ράινερτ στην πόλη Ουντερούλντινγκεν (Unteruhldingen) στις όχθες της λίμνης Κωνσταντίας (Bodensee).
Ο διευθυντής του γερμανικού μουσείου, Γκύντερ Σέμπελ (Gunter Schobel), ήταν από την πρώτη στιγμή θετικός να επιστραφούν τα αρχαία. Με δική του πρωτοβουλία επικοινώνησε με τη Διεύθυνση Τεκμηρίωσης και Προστασίας Πολιτιστικών Αγαθών του υπουργείου Πολιτισμού. Το 2014 τα αντικείμενα επέστρεψαν στην Ελλάδα. Η μελέτη των δύο αρχαιολόγων κυκλοφόρησε σε βιβλίο με τίτλο «Οι γερμανικές ανασκαφές του 1941 στη Μαγούλα Βισβίκη στο Βελεστίνο (Die deutschen Ausgrabungen 1941 auf der Visviki-Magula/Velestino. Die
neolithischen Befunde und Funde)».
Τα αντικείμενα είναι 10.600, προέρχονται από 38 προϊστορικές θέσεις της Θεσσαλίας, κυρίως από τη Μαγούλα Βισβίκη, και έχουν ηλικία 5.000-8.000 ετών. Μαζί τους, στάλθηκαν φωτογραφίες από τη δεκαετία του '40 που αποτελούν μοναδικούς μάρτυρες των γεωργικών και κτηνοτροφικών κοινωνιών της περιοχής, δίνοντας πολύτιμες πληροφορίες για την Ελλάδα του χτες, ακόμα και για τη Γερμανία.
Ειδικά οι εικόνες, που 'αιχμαλώτισαν' οικισμούς κοντά στη λίμνη Κάρλα, η οποία μοιάζει με τη Λίμνη Κωνσταντία στη Γερμανία (σ.σ. όπου βρίσκεται το μουσείο Pfahbaumuseum), και τα οικονομικά τους συστήματα έχουν συμβάλει στην κατανόηση και των γερμανικών αγροτικών διεργασιών. Δυστυχώς, τα πιο σημαντικά ευρήματα –8 κιβώτια–, που παρέμειναν στον Βόλο το 1941, σήμερα αγνοούνται.
Τα ευρήματα στη Μαγούλα Βισβίκη, στο νοτιοανατολικό τμήμα της θεσσαλικής πεδιάδας, που πιστοποιούν ότι η περιοχή κατοικήθηκε ήδη από το 6000 π.Χ., με αδιάλειπτη κατοίκηση ως το 3000 π.Χ. Η εξειδίκευση της κεραμικής παραγωγής και χρήσης υποδηλώνει την ανάδυση, κατά το πρώτο μισό της 6ης χιλιετίας π.Χ., μιας κοινωνίας ταξικώς διαστρωματωμένης. Επιπλέον η κεραμική δείχνει μια ισχυρή σύνδεση ανάμεσα στη Μαγούλα Βισβίκη με άλλες κοινότητες στον Παγασητικό Κόλπο, καθώς και την αλληλεπίδραση με βόρειες θέσεις της Θεσσαλίας.