Η Κατερίνα Πολέμη ετοιμάζει την παρθενική της εμφάνιση στην Επίδαυρο γράφοντας μουσική για τη «Λυσιστράτη». Γεννημένη στο Λονδίνο, η νεαρή τραγουδοποιός έχει ζήσει στη Βρετανία, τη Βραζιλία – η μητέρα της είναι Βραζιλιάνα -, στη Βοστόνη και την Αθήνα, όπου τα τελευταία δέκα χρόνια κερδίζει με το έργο της κοινό και κριτικούς. Αυτό το «κράμα πραγμάτων» όπως η ίδια αυτοπροσδιορίζεται, έρχεται να ντύσει μουσικά την αριστοφανική κωμωδία στην Επίδαυρο υπό την σκηνοθετική διδασκαλία του Οδυσσέα Παπασπηλιόπουλου. Ο δημοφιλής ηθοποιός, δοκιμασμένος σε απαιτητικούς ρόλους, επιχειρεί τη φορά αυτή το μεγάλο βήμα στη σκηνοθεσία, φέρνοντας αέρα ανανέωσης στο εμβληματικό θέατρο. Αυτόν τον χαρακτήρα ενισχύει η συμμετοχή της Κατερίνας Πολέμη με έναν ήχο φρέσκο που υπόσχεται να ξαφνιάσει ευχάριστα το θεατρόφιλο κοινό.
Η ίδια άλλωστε έχει δείξει ότι δεν φοβάται τα δύσκολα. Με μία σκευή από λαμπρές σπουδές στο κολέγιο Μπέρκλεϊ, το πάθος της για τη μουσική δεν εξαντλείται στους βραζιλιάνικους και jazz ρυθμούς που αγαπά επί σκηνής να ερμηνεύει. Διαρκώς καταγίνεται με διαφορετικά είδη σύνθεσης κι αυτό μοιάζει να είναι το χαρακτηριστικό της Κατερίνας: υποδύεται ρόλους κι επισκέπτεται τόπους και εποχές μέσα από τις μουσικές που γράφει για κινηματογραφικά και θεατρικά έργα. Υπόγραψε το soundtrack της ταινίας «Μικρά Αγγλία» του Παντελή Βούλγαρη και αργότερα συνέθεσε μουσική για τη θεατρική μεταφορά από τον Δημήτρη Τάρλοου του μυθιστορήματος του Μ. Καραγάτση «Η Μεγάλη Χίμαιρα».
«Υπάρχουν τόσες μα τόσες πανέμορφες συνθέσεις σε κάθε εποχή και σε κάθε ήπειρο που καμία φορά βάζω να ακούσω κάτι και στην τρίτη - τέταρτη νότα του κομματιού μου έρχεται μια ιδέα. Βρίσκω έμπνευση στα πάντα και σε όλες τις άλλες τέχνες εκτός της μουσικής. Για παράδειγμα, μου αρέσει να ανοίγω ένα μεγάλο βιβλίο που έχω με ζωγραφιές του Γκογκέν και να προσπαθώ να ακούσω τον ήχο που θα μπορούσε να κάνει μια ζωγραφιά του» λέει χαρακτηριστικά. Κι ενώ σε αυτή τη δεκαετία έχει δώσει παραστάσεις από το περίφημο Carnegie Hall ως το εμβληματικό «Φορτηγό» του Διονύση Σαββόπουλου, με συστολή αναγνωρίζει ότι «όλα είναι σχολείο. Εκτός από τους γνωστούς δημιουργούς, όπως ο Παντελής Βούλγαρης και ο Δημήτρης Τάρλοου, ή η συνεργασία μου με μεγάλους ερμηνευτές όπως η Δήμητρα Γαλάνη κι ο Διονύσης Σαββόπουλος, υπάρχει μία διαδρομή προσωπική με συναυλίες που κάνω αυτά τα χρόνια. Έτσι, δεν μπορώ να διακρίνω μία και να τη θεωρήσω ένα σταθμό στο έργο μου» απαντά.
Με την ίδια απλότητα μιλάει για το που η ίδια τοποθετείται μουσικά. «Όπως το αντιλαμβάνομαι υπάρχει ένα κομμάτι εσωστρεφές που αφιερώνω στη σύνθεση για το θέατρο ή τον κινηματογράφο και αντιστοίχως, ένα εξωστρεφές το οποίο καλύπτω με τις συναυλίες επάνω στη σκηνή. Με τον κόσμο της σύνθεσης μου δίνεται η ευκαιρία και η πρόκληση να ακολουθήσω άγνωστα μονοπάτια. Ας πούμε, η “Μικρά Αγγλία” περιλαμβάνει μουσικές εποχής, αλλά έχω γράψει εμβατήριο, ένα μπάλο, είδη που δεν γνώριζα και έκατσα να μελετήσω ώστε να νιώσω το ύφος. Άλλες φορές ένα βαλς ή ένα τανγκό μου είναι πιο οικεία. Όμως, αυτά δεν μπορώ να τα εκτελέσω στην σκηνή. Εκεί επάνω μου είναι οικεία μία μουσική του κόσμου (world music) εστιασμένη σε βραζιλιάνικες και τζαζ περιοχές. Και με το σχήμα που τραγουδώ, έχουμε εντάξει ελληνικά κομμάτια, αλλά δεν θεωρώ τον εαυτό μου ερμηνεύτρια ελληνικής μουσικής. Τραγουδώ λοιπόν σε διάφορες γλώσσες, χωρίς να μπορώ να ονοματίσω με ακρίβεια το είδος της μουσικής που υπηρετώ» εξηγεί και μου φέρνει στο νου το βάπτισμά της στη δισκογραφία με τον δηλωτικό τίτλο «Spread the Music not the Name» (2011).
Τώρα, η Ελληνοβραζιλιάνα τραγουδοποιός αναμετριέται με τον κόσμο του Αριστοφάνη. Ποιο είναι το στοιχείο που τον «ξεκλείδωσε»; Και πώς σχεδιάζει ν΄αντιμετωπίσει αυτή τη νέα πρόκληση, πατώντας επάνω στο κείμενο ή βλέποντας τον ρυθμό του σκηνοθέτη; «Είναι δύο εβδομάδες που έχουμε ξεκινήσει πρόβες, οπότε είναι ακόμη νωρίς» ομολογεί. «Μου ζητήθηκε να κάνω έναν αυτοσχεδιασμό ο οποίος πλησιάζει στη τζαζ∙ δεν θα τον χαρακτήριζα δηλαδή “ελληνικό”. Άρεσε στον σκηνοθέτη και με ενθάρρυνε έτσι να προχωρήσω. Ακούγοντας τον προσανατολισμό του, τόν υπηρετώ. Κι είναι βολικό γιατί είναι ένα κράμα πραγμάτων που είμαι εγώ προφανώς» λέει απλά και διαπιστώνει ότι «πιθανώς, θα βγει στο τέλος κάτι καινούργιο, ένα νέο άκουσμα στην Επίδαυρο».
Μιλάει με πάθος για τον Αριστοφάνη επισημαίνοντας ότι είναι βαθιά ανθρώπινος, καθώς βάζει στο κέντρο τον άνθρωπο ως αξία. «Είναι παιδάκι και γέρος μαζί. Διότι εγώ τουλάχιστον, πιστεύω ότι η σοφία βρίσκεται σ’ αυτές τις ηλικίες∙ το ανάμεσά τους είναι ένας αχταρμάς». Κι αυτό είναι το στοιχείο που την συγκινεί. «Βγάζει τις ανασφάλειες των ανθρώπων, τις φοβίες, τις νευρώσεις, τις αδυναμίες, αλλά και το αντίθετο. Κι εδώ είναι η μεγαλοσύνη του: δεν υπάρχει μόνο η συμφιλίωση με αυτά, αλλά από αυτά αναδεικνύει μία δύναμη, όπου γεννιέται το μεγαλείο της ανθρώπινης συνθήκης. Γι’ αυτό είναι σοφός ο Αριστοφάνης και γι’ αυτό και μας μιλάει σε όλες τις εποχές». Τον μεταφέρει στο σήμερα κι ενθουσιάζεται με το γεγονός ότι αναδεικνύει ήρωες της καθημερινότητας και όχι μεγάλους πολεμιστές ή χαρισματικούς ηγέτες. «Τώρα ειδικά, μετά από την συνθήκη της πανδημίας, έγινε με ένα τρόπο επίκαιρος, γιατί μέσα στη συνθήκη του εγκλεισμού βγήκανε μπροστά οι ανώνυμοι ήρωες».
Πώς αντιμετώπισε η ίδια την πρωτόγνωρη συνθήκη του εγκλεισμού; «Εκτός από την απουσία των δικών μου ανθρώπων, με φόβισε πότε και πώς θα ξανακάνω συναυλίες. Μπορεί δηλαδή να γίνονται μουσικές παραστάσεις διαδικτυακά ή από την τηλεόραση, αλλά προσωπικά, το γεγονός αυτό έχει κόστος και είναι κάτι που με αγχώνει. Η συναυλία είναι μια ανάγκη για τον μουσικό, όπως και για τον κόσμο. Προς στιγμήν φαίνεται ότι τη γλιτώσαμε, αλλά ο κίνδυνος υπάρχει και ισοδυναμεί με το να διακόπτεις τη ροή ενός ποταμιού. Η συναυλία είναι δηλαδή κάτι οργανικό, μέσα στη φύση του ανθρώπου, όπως το να καθόμαστε γύρω από ένα τραπέζι και να τραγουδάμε. Η συναυλία είναι μια γιορτή της μουσικής και η μουσική είναι όπως το φαγητό∙ πρέπει να μοιράζεται».
* Η Λυσιστράτη θα παιχτεί στο αρχαίο θέατρο της Επιδαύρου 31 Ιουλίου, 1 και 2 Αυγούστου.