Του Γιώργου Παυλόπουλου
«Ως μία χώρα η οποία βρισκόμασταν στην λάθος πλευρά του Σιδηρού Παραπετάσματος, πρέπει να καλύψουμε το χαμένο έδαφος και η διαδικασία αυτή απαιτεί μία ακόμη δεκαετία. Τη δεκαετία του επόμενου προϋπολογισμού της Ε.Ε.». Η παραπάνω δήλωση, η οποία ανήκει στον πρωθυπουργό της Πολωνίας, Mateusz Morawiecki, εκφράζει ασφαλώς τη θέση του συνόλου των χωρών της ανατολικής και κεντρικής Ευρώπης, οι οποίες έγιναν μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης όχι κυρίως για να ισχυροποιήσουν τη δημοκρατία τους, αλλά για δύο άλλους λόγους: Αφενός, για να αισθανθούν ότι βρίσκονται στα ίδια σαλόνια με τους Δυτικοευρωπαίους και, αφετέρου, με την ελπίδα να γεμίσουν τα ταμεία τους από τις γενναιόδωρες κοινοτικές επιδοτήσεις».
Αν, όμως, το πρώτο αναμφίβολα το πέτυχαν, το δεύτερο ναι μεν το έχουν γευτεί αλλά δεν πρόλαβαν να το χορτάσουν. Η κρίση που ξέσπασε το 2008 και έφερε τα πάνω-κάτω στην Ευρώπη (και όχι μόνο), παρά την καλή εικόνα των δεικτών τους τελευταίους αρκετούς μήνες, κάνουν τους ισχυρούς να το σκέφτονται διπλά και τριπλά προτού ανοίξουν τις κάνουλες του χρήματος. Κι αυτό είναι κάτι που προκαλεί ήδη έντονες τριβές και θα προκαλέσει ακόμη περισσότερες στα επόμενα δύο χρόνια - όσο, δηλαδή, διαρκέσει το σκληρό παζάρι για τον επόμενο επταετή προϋπολογισμό της Ε.Ε., που αφορά στο διάστημα 2021-''27.
Η άτυπη σύνοδος κορυφής της Παρασκευής έδωσε μια πρώτη γεύση των αντιθέσεων και διαφωνιών που υπάρχουν ανάμεσα στους εταίρους στο συγκεκριμένο θέμα. Καθώς δε η επικείμενη αποχώρηση της Βρετανίας (όταν και εφόσον ολοκληρωθεί) θα αφήσει μια «τρύπα» της τάξης των 10-12 δισ. ευρώ ετησίως στον προϋπολογισμό, τα... κομπιουτεράκια των επιτελείων έχουν πάρει φωτιά και οι προτάσεις έχουν ήδη αρχίσει να κατατίθενται.
Άλλοι, όπως η Ολλανδία, αλλά και η Αυστρία, απαιτούν να μειωθεί ο προϋπολογισμός, με το επιχείρημα ότι «λιγότερα μέλη χρειάζονται λιγότερα χρήματα» - κάτι, βεβαίως, που δεν ευσταθεί λογικά, μιας και το Ηνωμένο Βασίλειο συγκαταλέγεται στους «δότες». Αρκετοί, όπως η Πολωνία και οι σύμμαχοί της από την αποκαλούμενη «Ομάδα του Βίζεγκραντ» (Τσεχία, Ουγγαρία, Σλοβακία) και αρκετές χώρες των Βαλκανίων και του Νότου, ζητούν όχι απλώς να μην υπάρξει καμία μείωση, αλλά τα κονδύλια να αυξηθούν. Κάποιοι, τέλος, όπως η Γερμανία, η Γαλλία και η Ιταλία, ναι μεν αντιμετωπίζουν θετικά το ενδεχόμενο αύξησης της εισφοράς τους, όμως το συνοδεύουν με όρους και ανταλλάγματα -χωρίς, μάλιστα, να συμφωνούν σε όλα.
Για παράδειγμα, το Βερολίνο (που έχει και το πλεονέκτημα ότι ο επίτροπος για τον προϋπολογισμό είναι ο γερμανός Guenter Oettinger) επιδιώκει να κατευθυνθούν περισσότερα κεφάλαια προς την έρευνα, τις νέες τεχνολογίες και την πληροφορική, καλύπτοντας ανάγκες των επιχειρήσεων και καθιστώντας τις πιο ανταγωνιστικές. Διαμηνύει δε προς τις χώρες της ανατολικής Ευρώπης ότι κινδυνεύουν να χάσουν ακόμη και αυτά τα κονδύλια εάν δεν συνεργαστούν σε άλλα ζητήματα -όπως είναι το προσφυγικό, όπου αρνούνται να δεχτούν κάθε είδους ποσόστωση.
Από την άλλη, Παρίσι και Ρώμη μπορεί να λένε επίσης «ναι» σε αυξημένο προϋπολογισμό, όμως θέτουν ως προϋπόθεση αυτός να είναι περισσότερο «αναπτυξιακός» και «κοινωνικός», δηλαδή να κατευθυνθούν σαφώς περισσότερα κονδύλια σε δημόσιες επενδύσεις και κοινωνικές δαπάνες.
Η μάχη, λοιπόν, αναμένεται να είναι σκληρή και αμφίρροπη, οπως έδειξε και η χθεσινή σύνοδος κορυφής, όπου δεν σημειώθηκε πρόοδος στο συγκεεκρικένο θέμα. Δεν είναι, μάλιστα, η μοναδική που δόθηκε και θα δοθεί το επόμενο διάστημα -ενώ οι πληροφορίες αναφέρουν ότι υπάρχουν και τα πρώτα... θύματα: Η πρόταση για υποχρεωτική εκλογή στη θέση του προέδρου της Κομισιόν μετά τις ευρωεκλογές του 2019 του επικεφαλής της πολιτικής ομάδας που θα συγκεντρώσει τους περισσότερους βουλευτές απορρίφθηκε μετ'' επαίνων, ενώ το ίδιο έγινε και με το αίτημα του Emmanuel Macron για δυνατότητα να υπάρχουν πανευρωπαίκές λίστες υποψηφίων στις εκλογές.
Οι ισορροπίες, βλέπετε, είναι λεπτές και οι περισσότεροι δεν θα διακινδυνεύσουν να τις χαλάσουν.