Τα δύο πιο συχνά χρόνια αναπνευστικά νοσήματα είναι το χρόνιο βρογχικό άσθμα και η χρόνια αποφρακτική πνευμονοπάθεια (ΧΑΠ). Το χρόνιο βρογχικό άσθμα κατατάσσεται στην κατηγορία του ήπιου άσθματος και τα άτομα που πάσχουν από αυτό συνήθως ακολουθούν εισπνεόμενη φαρμακευτική αγωγή και δεν ανήκουν στις ευπαθείς ομάδες όσον αφορά την COVID-19. Ως εκ τούτου δεν έχουν κανέναν λόγο να μην είναι συνεπή όσον αφορά την αγωγή τους, αναφέρει ο κ. Ελευθέριος Μ. Βρουβάκης, Ειδικός Πνευμονολόγος-Φυματιολόγος, Διευθυντής Πνευμονολογικής Κλινικής «ΑΝΑΣΑ» του Metropolitan Hospital.
Η χρόνια αποφρακτική πνευμονοπάθεια όμως είναι μια βαρύτερη χρόνια κατάσταση και τα άτομα που πάσχουν από αυτήν, δυστυχώς, ανήκουν στις ευπαθείς ομάδες, αυτές που επηρεάζονται δυσμενώς από τη νόσο COVID-19. Η αγωγή που ακολουθούν τα άτομα αυτά συνήθως περιλαμβάνει εισπνεόμενα κορτικοστεροειδή ή/και οξυγονοθεραπεία.
Τα υπάρχοντα μέχρι στιγμής επιστημονικά δεδομένα δεν δείχνουν ότι οι θεραπείες αυτές θα πρέπει να αποφεύγονται κατά τη διάρκεια της πανδημίας. Δεν στηρίζουν δηλαδή την επιφυλακτικότητα και το φόβο που οδηγούν αρκετούς ασθενείς στο να μην είναι συνεπείς με την αγωγή τους. Επομένως. και τα άτομα με χρόνια αποφρακτική πνευμονοπάθεια, θα πρέπει να κάνουν ό, τι και τα άτομα με άσθμα: να μη διακόπτουν την όποια αγωγή τους εν όψει πιθανής λοίμωξης COVID-19. Ένα καθησυχαστικό στοιχείο που αφορά και τα δύο νοσήματα είναι ότι δεν βρίσκονται στα συχνότερα υποκείμενα νοσήματα των προσβληθέντων από COVID-19, που είναι η υπέρταση και ο σακχαρώδης διαβήτης.
Γιατί η συμμόρφωση στην αγωγή τους είναι ζήτημα ζωής για τα άτομα με ΧΑΠ;
Όπως επισημάνθηκε παραπάνω η εισπνεόμενη κορτιζόνη δεν έχει επιδείξει ανοσοκατασταλτική δράση, δηλαδή δεν επιβαρύνει τη δράση του κορωνοϊού εντός του οργανισμού. Ωστόσο, τα άτομα με χρόνια αποφρακτική πνευμονοπάθεια διατρέχουν 6 φορές μεγαλύτερο κίνδυνο επιδείνωσης της COVID-19 σε σύγκριση με τα άτομα χωρίς τη νόσο, και επιπλέον διατρέχουν μεγαλύτερο κίνδυνο σοβαρής νόσησης και εισαγωγής σε μονάδα εντατικής θεραπείας, εάν νοσήσουν.
Επομένως για τα άτομα με χρόνια αποφρακτική πνευμονοπάθεια, όσον αφορά την ΧΑΠ επιβάλλεται η συμμόρφωση στη θεραπεία τους, γιατί τα προστατεύει από τη νόσο λόγω της οποίας κινδυνεύουν παραπάνω και όσον αφορά τον κορωνοϊό επιβάλλεται η σχολαστική τήρηση των μέτρων προστασίας που ακολουθεί και όλος ο υπόλοιπος πληθυσμός (πλύσιμο χεριών, χρήση μάσκας, κοινωνική αποστασιοποίηση, εμβολιασμός) γιατί τα προστατεύει από τη λοίμωξη COVID-19.
Τελικά, ποια άτομα κινδυνεύουν περισσότερο;
Από αυτά που ξέρουμε μέχρι στιγμής για τον κορωνοϊό και την COVID-19 φαίνεται ότι τα άτομα που κινδυνεύουν περισσότερο να μολυνθούν από τον κορωνοϊό και να νοσήσουν με COVID-19 είναι οι καπνιστές ανεξαρτήτως φύλου γιατί ακριβώς λόγω του καπνίσματος έχουν αυξημένη έκφραση των υποδοχέων ΑCΕ 2, των υποδοχέων δηλαδή των πνευμόνων που η κρατούσα επιστημονική άποψη ενοχοποιεί για την είσοδο του κορωνοϊού στον οργανισμό.
Επιπλέον οι καπνιστές και τα άτομα ηλικίας άνω των 65 ετών, οι ασθενείς με στεφανιαία νόσο, με συμφορητική καρδιακή ανεπάρκεια, με καρδιακή αρρυθμία και με χρόνια αποφρακτική πνευμονοπάθεια διατρέχουν αυξημένο κίνδυνο θανάτου κατά τη νοσηλεία τους σε νοσοκομείο. Στους αναπνευστικούς ασθενείς, η πρόληψη, η τήρηση των μέτρων ατομικής ευθύνης και ο καλύτερος δυνατός έλεγχος της νόσου αποτελούν βασικά συστατικά θετικής πορείας εν μέσω πανδημίας.
Τι πρέπει να γνωρίζουν οι ασθενείς με ΧΑΠ και βρογχικό άσθμα
Και στις δύο περιπτώσεις οι ασθενείς πρέπει να τηρούν σχολαστικά όλα τα μέτρα προστασίας, πρόληψης και ατομικής ευθύνης όσον αφορά τον κορωνοϊό και με τον ίδιο τρόπο πρέπει να τηρούν και τη θεραπεία που ακολουθούν. Σε αυτή τους την προσπάθεια θα πρέπει να έχουν αρωγό τον ιατρό τους, στον οποίο και θα πρέπει να απευθύνονται για οποιαδήποτε ανησυχία ή απορία σχετικά με τη συμμόρφωση στην αγωγή τους.
Ο ιατρός θα πρέπει επίσης να συνδράμει παρέχοντας φαρμακευτική αγωγή που θα ανακουφίζει άμεσα από τα συμπτώματα και θα έχει διάρκεια δράσης. Θα πρέπει να ενημερώνει τους ασθενείς για τη ζωτική σημασία της πλήρους συμμόρφωσης στη συμφωνηθείσα θεραπεία, να ελέγχει τη συχνότητα των αναπνευστικών επιδεινώσεων και να έχει πλήρη εικόνα της εξέλιξης της νόσου.
Στις μεγάλες ηλικίες καλό θα είναι να αποφεύγεται η χρήση πολλαπλών συσκευών εισπνοών, καθώς έτσι αυξάνεται η πιθανότητα λάθους, ενώ θα πρέπει να ελέγχονται οι συννοσηρότητες, γιατί επηρεάζουν τόσο τη συμμόρφωση όσο και την ίδια τη θεραπεία. Όλα τα παραπάνω σε συνδυασμό με τα στοιχεία που λένε ότι περισσότερο από το 50% των ασθενών με άσθμα δεν έχουν καλό έλεγχο της νόσου και ότι η Χ.Α.Π. είναι η τρίτη αιτία θανάτου παγκοσμίως μετά τα ισχαιμικά και αγγειακά νοσήματα, αναδεικνύουν δύο πράγματα: την ανάγκη για εξατομικευμένες θεραπείες και την ανάγκη της συμμόρφωσης σε αυτές.