Λίγες εβδομάδες μετά το άνοιγμα των ραντεβού στην πλατφόρμα για τη χορήγηση της 4ης δόσης των covid εμβολίων στους ανοσοκατασταλμένους ασθενείς, που δυστυχώς ο οργανισμός τους δεν μπορεί να δώσει την ανοσογονική απάντηση που δίνουν οι υγιείς οργανισμοί με τις τρεις δόσεις του εμβολίου, έχει ανοίξει μία μεγάλη συζήτηση για το κατά πόσο το σχήμα των τακτικών δόσεων εμβολίου ανά τρίμηνο, τετράμηνο ή εξάμηνο είναι πρακτικό, εφικτό και ασφαλές.
Ο καθηγητής Αιματολογίας ΕΚΠΑ Ευάγγελος Τέρπος από τη Θεραπευτική Κλινική του νοσοκομείου «Αλεξάνδρα» εξηγεί πως σύμφωνα και με τις εκτιμήσεις του Ευρωπαϊκού Οργανισμού Φαρμάκων μία στρατηγική αντιμετώπισης της πανδημίας με τόσο τακτικούς εμβολιασμούς με το ίδιο εμβόλιο (δεδομένου ότι αυτή τη στιγμή δεν έχουμε ένα επικαιροποιημένο εμβόλιο για την Όμικρον στα χέρια μας) που προκαλεί την ανάπτυξη ξανά και ξανά των ίδιων αντισωμάτων στον οργανισμό δημιουργεί δισταγμούς και δεύτερες σκέψεις στους επιστήμονες καθώς θα μπορούσε να πυροδοτήσει αυτοάνοσους μηχανισμούς.
Στον αντίποδα μιας τέτοια στρατηγικής, διερευνάται το ενδεχόμενο του ετήσιου εμβολιασμού με επικαιροποιημένα covid εμβόλια όπως ακριβώς γίνεται για τη γρίπη, με τον εμβολιασμό να διενεργείται σε εκείνη τη χρονική περίοδο που αναμένεται να υπάρχει η μεγαλύτερη διασπορά του κορονοϊού.
Από τη δική του μεριά ο καθηγητής Μικροβιολογίας ΕΚΠΑ Θανάσης Τσακρής θυμίζει ότι οι κορονοϊοί έχουν παρουσία για μακρύτερα χρονικά διαστήματα απ’ ό,τι ο ιός της γρίπης, καθώς είναι γνωστό ότι η επιδημική έξαρση της γρίπης περιορίζεται από το Δεκέμβριο μέχρι το Μάρτιο. Ωστόσο, η πραγματοποίηση του προφυλακτικού εμβολιασμού για τον κορονοϊό ακριβώς πριν από τους αμιγώς χειμερινούς μήνες θα ήταν ο πιο λογικός τρόπος να αντιμετωπίσουμε την επόμενη μέρα μετά την πανδημία, όταν η covid 19 από υγειονομική απειλή θα έχει μετατραπεί σε ενδημική νόσο και θα συμβιώνουμε με τον κορονοϊό, χωρίς το ΕΣΥ να υφίσταται ασύμμετρη πίεση.
Μέχρι στιγμής στη χώρα μας όπως και στις περισσότερες χώρες της Ευρώπης με εξαίρεση το Ισραήλ η χορήγηση της 4ης δόσης έχει πάρει το πράσινο φως μόνο για τους ανοσοκατασταλμένους πληθυσμούς που δεν μπορούν λόγω ανοσοκαταστολής να δώσουν ικανή ανοσογονική απάντηση, μετά τον εμβολιασμό. Στο σημείο αυτό θα πρέπει να συμπεριλάβουμε και άλλον έναν παράγοντα, ότι η εναλλακτική που υπήρχε όσο κυριαρχούσε το στέλεχος Δέλτα, δηλαδή να ενισχύσουμε τους ανοσοκατεσταλμένους ασθενείς υψηλού κινδύνου με παθητικό εμβολιασμό με μονοκλωνικά αντισώματα, δεν είναι πλέον διαθέσιμη γιατί τα μονοκλωνικά αντισώματα που αναπτύχθηκαν έναντι του στελέχους Δέλτα δεν «δουλεύουν» έναντι του στελέχους Όμικρον.
Αν υποθέσουμε ότι υιοθετούμε τον συστηματικό εμβολιασμό έναντι του κορονοϊού σε τακτικά χρονικά διαστήματα, ένας παράγοντας που θα πρέπει να σταθμίσουν οι επιστήμονες είναι και η κόπωση του κόσμου διότι παρά τις προσπάθειες, το 20% των ενηλίκων στην Ελλάδα άνω των 60 ετών εξακολουθούν να παραμένουν μη εμβολιασμένοι παρότι ανήκουν στην πιο ευπαθή ηλικιακή ομάδα, σε αυτή την οποία γνωρίζουμε από τα ευρήματα του ΕΟΔΥ ότι τροφοδοτεί την ημερήσια καταγραφή των θανάτων με το 90% των χαμένων ζωών.
Αν ωστόσο καλούνταν οι πολίτες μίας χώρας να εμβολιάζονται κάθε τρεις ή τέσσερις μήνες, η κόπωση θα μπορούσε να στρέψει σε επιφυλακτική στάση και αυτούς που αρχικά είχαν προσέλθει να εμβολιαστούν και υπήρξαν μάλιστα θιασώτες του εμβολιασμού έναντι του κορονοϊού.
Από όλα αυτά τα στοιχεία προκύπτει η ανάγκη να δημιουργηθεί ένα επικαιροποιημένο εμβόλιο το οποίο θα ανανεώνεται κάθε χρόνο κατά την ίδια λογική του εμβολίου της γρίπης ενώ υπάρχουν και οι σκέψεις να ενσωματωθούν τα δύο εμβόλια - του κορονοϊού και της γρίπης σε μια mRNA κάψουλα - κάτι που ωστόσο αρκετοί επιστήμονες όπως ο αναπληρωτής καθηγητής πνευμονολογίας ΕΚΠΑ Πέτρος Μπακάκος εκτιμούν ότι δεν είναι μία πιθανή εξέλιξη. Κι αυτό γιατί το κάθε εμβόλιο έχει διαφορετικό εύρος στόχου. Συγκεκριμένα ο κορονοϊός αντιστοιχεί σε πολύ μεγαλύτερο ποσοστό ευάλωτων ανθρώπων και το υποσύνολο των ατόμων που θα πρέπει να εμβολιαστούν έναντι του κορονοϊού είναι πολύ μεγαλύτερο από αυτό που αντιστοιχεί στο εμβόλιο της γρίπης.
Το μεγάλο ατού της νέας τεχνολογίας πάντως των mRNA εμβολίων είναι ακριβώς ότι μπορούν να επικαιροποιηθούν πολύ πιο γρήγορα από ό,τι τα εμβόλια συμβατικής τεχνολογίας όπως είναι για παράδειγμα και η νεότερη άφιξη στη φαρέτρα των εμβολίων, το πρωτεϊνικό εμβόλιο Novavax, αλλά και τα εμβόλια με αδενοϊό όπως είναι και το Johnson & Johnson. Και αυτό άλλωστε είναι πολύ πιθανό όλη η Ιατρική έρευνα να στραφεί σε mRNA εμβόλια που εκτός από την υψηλή αποτελεσματικότητα και την υψηλή ασφάλεια, διαθέτουν το τεράστιο συγκριτικό πλεονέκτημα να μπορούν να επικαιροποιηθούν σε πολύ πιο μικρό χρονικό διάστημα από ό,τι ένα εμβόλιο παλαιάς κοπής.
Στο μεταξύ έχει «παγώσει» και οποιαδήποτε συζήτηση για τον αναμνηστικό εμβολιασμό των παιδιών και των εφήβων (κάτω των 18 ετών), ενώ καθυστερούν και οι διαδικασίες για την έγκριση των mRNA εμβολίων που πρόκειται να χορηγηθούν σε παιδιά ηλικίας κάτω από 5 ετών.