Της Κατερίνας Οικονομάκου
Στα εργαλεία που θα χρησιμοποιήσει καθεμιά από τις 200 χώρες του κόσμου προκειμένου να μπει σε εφαρμογή η συμφωνία του Παρισιού, συμφώνησαν οι εκπρόσωποί τους που συμμετείχαν στην 24η Διάσκεψη για το Κλίμα, στο Κατοβίτσε της Πολωνίας.
Μετά από τρία χρόνια εργασιών και δύο εβδομάδες εντατικών συζητήσεων, η διεθνής κοινότητα έχει στα χέρια της μια σειρά από κανόνες που συγκροτούν το πλαίσιο εφαρμογής της συμφωνίας. Είναι όμως μάλλον δύσκολο να μιλήσει κανείς για επιτυχία, εφόσον οι δεσμεύσεις που ανέλαβαν και οι στόχοι που έθεσαν κάθε άλλο παρά φιλόδοξοι μπορεί να θεωρηθούν, ειδικά στο κλείσιμο μιας χρονιάς που σημαδεύτηκε από πλημμύρες, καύσωνες και πυρκαγιές, σε διαφορετικά σημεία του πλανήτη. Εκτός από τη θεωρία, είναι πλέον και στην πράξη αποδεδειγμένο ότι η κλιματική αλλαγή δεν κάνει εξαιρέσεις. Αντιμέτωπη με αυτήν την αναπόδραστη πραγματικότητα, η διεθνής κοινότητα απαντάει με βήματα μικρά, άτολμα και ανεπαρκή.
Τον περασμένο Οκτώβριο, η Διακυβερνητική Επιτροπή για την Αλλαγή του Κλίματος (IPCC/Giec) έκανε μια πολύ καθαρή, όσο και ζοφερή, περιγραφή των εξελίξεων που πρέπει να περιμένουμε. Όπως ανακοίνωσαν οι 91 επιστήμονες που τη συγκροτούν, η θερμοκρασία της Γης αυξάνεται ταχύτερα από ό,τι νομίζαμε και οι επιπτώσεις είναι και θα είναι σοβαρότερες από ό,τι είχαμε υπολογίσει. Εκτός αν παρέμβουμε. Τεχνικά, είναι εφικτό. Ακόμη και στο στάδιο που έχουμε φτάσει, είμαστε σε θέση να συγκρατήσουμε την αύξηση της θερμοκρασίας στο +1,5 βαθμό Κελσίου. Αυτός είναι ο ιδανικός στόχος που είχε θέσει το 2015 η συμφωνία του Παρισιού. Και ο μίνιμουμ στόχος είναι ο περιορισμός της ανόδου της μέσης θερμοκρασίας της Γης κάτω των 2 βαθμών Κελσίου.
Εάν για τους πολιτικούς το +1,5 C αξιολογείται ως ιδανικό, δεν ισχύει το ίδιο για τους επιστήμονες της IPCC/Giec. “Κάθε άνοδος της θερμοκρασίας πάνω 1,5 C μεγεθύνει τον κίνδυνο μη αναστρέψιμων αλλαγών που αφορούν την απώλεια ολόκληρων οικοσυστημάτων”, προειδοποιούσε τον Οκτώβριο ο γερμανός περιβαλλοντολόγος και μέλος της επιτροπής Χανς Ότο Πέρτνερ. Ο ίδιος, μαζί με τους συναδέλφους του, έκαναν τότε έκκληση για ριζική αλλαγή της φιλοσοφίας που διέπει το χώρο της ενέργειας, των μαζικών μεταφορών και της γεωργίας. Για τον Πέρτνερ και τους συναδέλφους ο “ιδανικός στόχος” της συμφωνίας του Παρισιού είναι το μίνιμουμ που η γενιά μας πρέπει οπωσδήποτε να πετύχει, προχωρώντας σε δραστικές αλλαγές μέσα στην επόμενη δεκαετία.
Για να καταφέρουμε όμως ακόμη κι αυτό το μίνιμουμ και να παραμείνει ο πλανήτης στον +1,5 C, θα απαιτηθεί μείωση κατά 50% μέχρι το 2030 των εκπομπών του διοξειδίου του άνθρακα (CO2) σε σχέση με το 2010, την στιγμή που οι δεσμεύσεις που ανέλαβαν οι 200 χώρες θα οδηγήσουν σε άνοδο κατά 3 C. Με ό,τι αυτό συνεπάγεται για την εκδήλωση ακραίων καιρικών φαινομένων, τα οποία αναπόφευκτα, αφορούν κάποια κράτη περισσότερο από άλλα. Ακριβώς για αυτόν το λόγο, αρκετές αντιπροσωπείες των πιο ευάλωτων νησιωτικών κρατών, είχαν φτάσει στο Κατοβίτσε με την προσδοκία ότι η Διάσκεψη θα κατέληγε σε μια δέσμευση για αναθεώρηση, έως το 2020, των στόχων για την μείωση των εκπομπών αερίων που προκαλούν το φαινόμενο του θερμοκηπίου. Αλλά η τελική ανακοίνωση της COP24, ενώ τονίζει ότι επείγει να αναπροσαρμοστούν οι στόχοι, δεν δίνει κανένα συγκεκριμένο χρονοδιάγραμμα. Απλώς επαναλαμβάνει όσα είχαν συμφωνηθεί στο Παρίσι.
Για πρόοδο έκανε λόγο ο Μανουέλ Πουλγάρ-Βιδάλ, της WWF, ο οποίος πάντως επισήμανε ότι «αυτό που παρακολουθήσαμε στην Πολωνία συνιστά μια θεμελιώδη έλλειψη κατανόησης της σημερινής κρίσης». Και έσπευσε να υπενθυμίσει ότι έχουμε μια δεκαετία για να αναλάβουμε δράση. Πιο έντονη ήταν η αντίδραση της εκπροσώπου της Greenpeace Τζέινιφερ Μόργκαν, η οποία χαρακτήρισε σοκαριστική την απραξία της διεθνούς κοινότητας εμπρός στη συγκλονιστική έκθεση που δημοσίευσε η Διακυβερνητική Επιτροπή για την Αλλαγή του Κλίματος τον περασμένο Οκτώβριο.