Το πολιτικό σκηνικό μετά τα συλλαλητήρια και την υπόθεση Novartis, οι εξελίξεις στη Γερμανία και πώς επηρεάζεται η Ελλάδα, οι συζητήσεις για την επόμενη μέρα της Ευρωζώνης και η επιβεβαίωση του ΔΙΚΤΥΟΥ για το «υβριδικό» πρόγραμμα μετά το Μνημόνιο, είναι τα βασικά θέματα του νέου Δελτίου του ΔΙΚΤΥΟΥ.
Αναλυτικά το νέο Δελτίο του Δικτύου που επιμελούνται οι κ.κ. Γιάννης Μαστρογεωργίου και Γιώργος Παπούλιας.
Το μετέωρο βήμα της οικονομίας
Μετέωρο παραμένει το σχέδιο που θα ισχύσει για τη χώρα την επόμενη μέρα της λήξης του τρίτου Μνημονίου. Το Δελτίο του ΔΙΚΤΥΟΥ σεμνύνεται ότι πρώτο - ήδη από την αρχή του έτους - ανέφερε το σενάριο περί ενός «υβριδικού» προγράμματος για την επόμενη ημέρα, κάτι που τώρα επαναλαμβάνουν πολλοί αναλυτές εντός και εκτός Ελλάδος.
Η ανάληψη του Υπουργείου Οικονομικών από το σοσιαλδημοκράτη Olaf Scholz, είναι μία ενδιαφέρουσα εξέλιξη, αλλά είναι νωρίς για να μιλήσουμε για ριζική αλλαγή στη γερμανική οικονομική πολιτική απέναντι στην ΟΝΕ. Ο νέος Υπουργός προέρχεται από τη «συντηρητική» πτέρυγα του SPD και για αυτό άλλωστε εδόθη και η σύμφωνη γνώμη των άλλων εταίρων.
Η ελληνική Κυβέρνηση ελπίζει ότι η στάση της Γερμανίας ως προς το χρέος δεν θα παραμείνει στη γραμμή Schaeuble, αλλά αυτό δεν είναι καθόλου σίγουρο. Οι διαφορές στην γερμανική κυβερνητική πολιτική μένει να αποκρυσταλλωθούν και μέχρι να γίνει αυτό το ζήτημα του χρέους δεν θα τεθεί. Άλλωστε το θέμα αυτό είναι συνάρτηση της ελληνικής πολιτικής, του ΔΝΤ και της ΕΕ.
Κάθε συζήτηση για ελάφρυνση του χρέους θα περιλαμβάνει όρους. Επίσης, όσο μικρότερη είναι μία πιθανή ελάφρυνση τόσο πιο ανησυχητική εξέλιξη θα είναι για τις αγορές αν δεν συνοδευθεί με ισχυρή βούληση μεταρρυθμίσεων, αφού το χρέος θα παραμείνει υψηλό και ο κίνδυνος ενός νέου Μνημονίου θα είναι και πάλι ορατός.
Στο σενάριο που είχαμε αναφέρει περί «υβριδικού» προγράμματος, επιστροφή στις αγορές με χαμηλό επιτόκιο δεν μπορεί να γίνει δίχως ελάφρυνση του χρέους και χωρίς πολιτική βούληση εφαρμογής των μεταρρυθμίσεων. Ακόμη και αν η ανάπτυξη ανεβάσει ρυθμούς, ακόμη και αν ο λόγος χρέους προς ΑΕΠ μειωθεί, και πάλι το χρέος θα παραμείνει υψηλό. Δίχως σημαντική αναδιάρθρωση του χρέους, οποιαδήποτε πολιτική κρίση τα επόμενα χρόνια (απλή αναλογική, εκλογή Προέδρου Δημοκρατίας κλπ), θα είναι σε θέση να προκαλέσει ανησυχία στις αγορές και τα επιτόκια δανεισμού.
Η οικονομία ακόμα δεν έχει αποκτήσει σταθερά ανοδική πορεία. Η ασθενική οικονομία συνιστά έναν από τους δύο λόγους που οι εταίροι μας είναι επιφυλακτικοί απέναντι στο σενάριο της «καθαρής εξόδου». Οι αναβαθμίσεις των Οίκων αξιολόγησης ευπρόσδεκτές είναι, αλλά καλό είναι να έχουμε υπόψιν μας ότι απλώς μας γυρίζουν πίσω στα δεδομένα του…2014!
Ο άλλος λόγος είναι οι ακροβασίες του ελληνικού πολιτικού συστήματος. Η τοξικότητα των σκανδάλων, τα πάθη των εθνικών θεμάτων και ο νέος διχασμός που με ευθύνη κυρίως της Κυβέρνησης ενσκήπτει και πάλι στη χώρα, είναι παράγοντες που δεν εμπνέουν εμπιστοσύνη.
Τα υπό συζήτηση σενάρια για το χρέος αναφέρουν, όπως είμαστε σε θέση να γνωρίζουμε, επιμήκυνση της αποπληρωμένης των δανείων του ΕSM, μείωση των επιτοκίων του EFSF, καθώς και την περιβόητη πλέον ρήτρα ανάπτυξης που αποτελεί γαλλική πρόταση και που συνδέει την ελάφρυνση του χρέους με το ρυθμό ανάπτυξης και το πρωτογενές πλεόνασμα.
Βαθαίνει ο διχασμός
Σε μία καταβαραθρωμένη οικονομικά και αξιακά κοινωνία, η αίσθηση εθνικών υποχωρήσεων και οικονομικών σκανδάλων, προσθέτει επιπλέον οργή και ξύνει την αιμάσσουσα πληγή του τρωθέντος πολιτικού ήθους.
Η τακτική της Κυβέρνησης εδώ και χρόνια πλέον έχει αποδειχθεί ότι είναι τα… θεάματα. Άρτος δεν υπάρχει και η μόνη πολιτική διέξοδος είναι η σύγκριση με το «αμαρτωλό» παρελθόν των αντιπάλων. Ο μιθριδατισμός που έχει υποστεί η κοινωνία από τον βομβαρδισμό σκανδάλων, παράνομων πράξεων πολιτικών, νεποτισμού κλπ, έχουν απαξιώσει την πολιτική συλλήβδην και λειτουργούν εθιστικά για την κοινωνία που ακόμα ψάχνει την επόμενη μέρα.
Όσο ο ΣΥΡΙΖΑ θα μπορεί να ισχυρίζεται ότι κανένα δικό του στέλεχος δεν έχει υποπέσει στα παρελθόντα «αμαρτήματα», τόσο η συνταγή του πολιτικού Κολοσσαίου για τους αντιπάλους θα ακολουθείται. Η διαδικασία αναμόχλευσης του «παρελθόντος» της πολιτικής ζωής του τόπου είναι η μόνη σανίδα σωτηρίας που έχει απομείνει στο ΣΥΡΙΖΑ. Αυτό φάνηκε και από τη συζήτηση στη Βουλή για τη σύσταση Προανακριτικής Επιτροπής. Πας ασκήσας εξουσία μεταπολιτευτικά και έως το 2015 κρίνεται από το ΣΥΡΙΖΑ ως εν δυνάμει ένοχος. Η αφετηρία είναι η ενοχή και η κατάληξη πρέπει να είναι η απόδειξη της αθωότητας όχι το ανάποδο όπως αρμόζει σε ένα Κράτος Δικαίου.
Ο ΣΥΡΙΖΑ θα προσπαθεί διακαώς και διαρκώς να αποδομεί με κάθε ευκαιρία το λεγόμενο «παλιό πολιτικό σύστημα». Με τακτική τις - βάσιμες ή όχι αδιάφορο - υπόνοιες ενός βεβαρημένου – αποδεδειγμένα ή όχι αδιάφορο - παρελθόντος. Γαία πυρί μειχθήτω…
Από το σημείο αυτό όμως, έως το σημείο να κερδίζει πολιτικά ένα κόμμα όταν βάλλει εναντίον ενός άλλου, η απόσταση είναι μεγάλη και αυτό γιατί η απαξίωση της πολιτικής στα μάτια του πολίτη δρα ισοπεδωτικά για το σύνολο του πολιτικού κόσμου. Οι πολίτες πλέον δεν διαχωρίζουν με βάση την ηθική. Εκ των προτέρων είναι από επιφυλακτικοί έως καταδικαστικοί.
Μέσα σε αυτό το πλαίσιο και ενώ αναμενόταν ότι η υπόθεση Novartis θα είχε σοβαρό αντίκτυπο στην ΝΔ και θα μειωνόταν το ποσοστό μεταξύ της ΝΔ και του ΣΥΡΙΖΑ, αυτό δεν συνέβη. Τουλάχιστον μέχρι τώρα η υπόθεση Novartis δεν έχει προκαλέσει ανατροπή πολιτικού σκηνικού, συσπείρωσε ελαφρώς τις φυγόκεντρες δυνάμεις του ΣΥΡΙΖΑ, όπως όμως, και ο Κυριάκος Μητσοτάκης κατάφερε να συσπειρώσει γύρω από εκείνον τη ΝΔ.
Η εικόνα που είχε δημιουργηθεί μετά τα συλλαλητήρια μπορεί να μην ενίσχυσε σημαντικά, ακόμα, τη ΝΔ, αλλά ούτε η υπόθεση Novartis κάλυψε την απόσταση μεταξύ ΝΔ και ΣΥΡΙΖΑ.
Ενδιαφέρον παρουσιάζει η μάχη για την 3η θέση αφού το μεν ΚΙΝΑΛ μπαίνει σε φάση προσυνεδριακής παραγωγικότητας, χωρίς ακόμα να έχει αποκτήσει τα χαρακτηριστικά ενιαίου πολιτικού λόγου όπως φάνηκε και στο «Μακεδονικό» και στην υπόθεση Novartis.
H δε Χρυσή Αυγή θέλει να καρπωθεί τα εθνικά θέματα που εκτιμά ότι την βοηθούν και προσπαθεί να συσπειρώσει το κοινό και εκείνη μέσω της υπόθεσης Νοvartis κυρίως με τις αναφορές στους προστατευόμενους μάρτυρες, παραλληλίζοντας – αδικαιολόγητα βέβαια – τις περιπτώσεις της δίκης της Χρυσής Αυγής και της Novartis.
Η συζήτηση στη Βουλή για την Προανακριτική ανέβασε κατακόρυφα το θερμόμετρο της πόλωσης και το ερώτημα είναι κατά πόσο θα αντέξουν τα μικρότερα κόμματα στο διχασμό.
Εκτίμηση μας είναι ότι τόσο τα εθνικά θέματα όσο και η υπόθεση Novartis, πλήττουν συνολικά τον πολιτικό κόσμο. Επαναφέρουν μία έντονα φορτισμένη ατμόσφαιρα εις βάρος της πολιτικής με απροσδιόριστες ακόμα προεκτάσεις σε επίπεδο εκλογικής επιρροής.
Τα σενάρια για το μέλλον της ΟΝΕ
Καθώς η ΕΕ και τα κράτη μέλη ετοιμάζονται για τις μεταρρυθμίσεις της διακυβέρνησης της ευρωζώνης, αυτή τη στιγμή έχουμε δύο σημαντικές τεχνικές προτάσεις για τη μεταρρύθμιση της ευρωζώνης: το πιο ολοκληρωμένο σχέδιο από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή και το συντομότερο από δεκατέσσερις γερμανούς και γάλλους οικονομολόγους για το CEPR. Η γαλλο-γερμανική πρόταση είναι πολιτικά πιο ρεαλιστική, καθώς προσπαθεί να γεφυρώσει το χάσμα μεταξύ γαλλικών και γερμανικών προτιμήσεων. Οι οικονομολόγοι προσανατολίζονται περισσότερο προς τη διακυβερνητική προσέγγιση παρά προς την κοινοτική μέθοδο που προτιμά η Επιτροπή και δίνουν μεγαλύτερη έμφαση στην εθνική ευθύνη και τη δημοσιονομική πειθαρχία που επιβάλλουν οι αγορές.
Τόσο η Επιτροπή όσο και οι προτάσεις του CEPR, περιλαμβάνουν συμβιβασμούς, όπως κάθε καλή τεχνική πρόταση, αλλά και οι δύο είναι αμφίβολο πόσο ικανοποιούν εκείνους που διαθέτουν μια ηθική προσέγγιση στην επίλυση των κρίσεων στην ευρωζώνη και οι οποίοι είναι απρόθυμοι να κάνουν συμβιβασμούς. Τόσο όμως η Γερμανία όσο και η συμφωνία του ολλανδικού συνασπισμού πέρυσι, απορρίπτουν κάθε είδους κοινή δημοσιονομική πολιτική σε επίπεδο ΕΕ και στηρίζονται στην ηθική άποψη ότι η κρίση της ευρωζώνης ήταν αποτυχία των πράξεων των πολιτικών αποκλειστικά και όχι των Θεσμών.
Το πρόβλημα κατά την εκτίμηση μας όμως είναι αλλού. Στην πολιτική διαχείριση των αλλαγών στη δομή της ΟΝΕ, στην εξομάλυνση των σχέσεων μεταξύ των χωρών που διαταράχθηκαν την περίοδο της κρίσης και στην εδραίωση της εμπιστοσύνης μεταξύ των μελών της Ένωσης.