Η ανακοίνωση των αποτελεσμάτων της απογραφής απ’ την ΕΛΣΤΑΤ δεν έκρυβε εκπλήξεις. Πιστοποίησε με συγκεκριμένους αριθμούς αυτό που αναμενόταν: μείωση του πληθυσμού της Ελλάδας κατά περίπου 400.000 κατοίκους.
Η δημογραφική κάμψη και ειδικά η επιτάχυνσή της αποδεικνύονται απ’ τα επίσημα στοιχεία των τριών τελευταίων απογραφών. Στην αυγή του 21ου αιώνα, το 2001, καταγράφηκε ο μεγαλύτερος πληθυσμός στην ιστορία του ελληνικού κράτους, μια ανάσα απ’ τα 11 εκατομμύρια. Η επόμενη απογραφή μάς βρήκε ελαφρώς λιγότερους, κατά 0,8%. Από το 2011 έως το 2021 o ρυθμός μείωσης εκτινάχθηκε στο 3,5%, με τους κατοίκους της χώρας να περιορίζονται περίπου στα 10,4 εκατομμύρια.
Ο υπερ-τετραπλασιασμός του ρυθμού μείωσης του πληθυσμού σε σχέση με την προηγούμενη δεκαετία, όσο και να ήταν αναμενόμενος, είναι εξαιρετικά ανησυχητικός. Σίγουρα η δύσκολη δεκαετία που πέρασε, με τα μνημόνια και τη βαθιά οικονομική κρίση, έπαιξε καθοριστικό ρόλο. Η οικονομική ανασφάλεια περιόρισε τις γεννήσεις, ενώ δεκάδες χιλιάδες άνθρωποι, κυρίως νέοι και νέες, εγκατέλειψαν τη χώρα, αναζητώντας στο εξωτερικό καλύτερες συνθήκες εργασίας. Αυτό το τελευταίο φαινόμενο το ονομάσαμε brain drain και οι άμεσες επιπτώσεις του στην οικονομική ανάκαμψη της Ελλάδας έχουν συζητηθεί εκτενώς.
Απ’ ό,τι φαίνεται πρέπει ν’ αρχίσουμε μιλάμε και για τις δημογραφικές του επιπτώσεις, τώρα αλλά και σε βάθος χρόνου. Χωρίς την επιστροφή στην Ελλάδα των νέων αυτών ανθρώπων, η επόμενη απογραφή, το 2031, θα δείξει ακόμη ταχύτερο ρυθμό μείωσης του πληθυσμού. Αν όλοι αυτοί οι συνομήλικοί και νεότεροί μου κάνουν οικογένειες στο εξωτερικό και μεγαλώσουν εκεί τα παιδιά τους, θα χαθεί για την Ελλάδα μεγάλο κομμάτι μιας ολόκληρης γενιάς. Τέτοιες δημογραφικές απώλειες συνήθως καταγράφονται μετά από μεγάλες πολεμικές περιπέτειες και τέτοιες δεν είχαμε στην Ελλάδα τα τελευταία 80 χρόνια.
Η πληθυσμιακή αυτή μείωση έχει ως ποιοτικό χαρακτηριστικό δε, τη συγκριτικά μεγαλύτερη μείωση των οικονομικά ενεργών Ελλήνων και Ελληνίδων. Οι συνέπειες αυτού για το ασφαλιστικό σύστημα είναι εξαιρετικά σοβαρές, όσο ανατρέπεται η αναλογία εργαζομένων—συνταξιούχων. Μια κοινωνία στην οποία θα παράγουν όλο και λιγότεροι για να συντηρήσουν όλο περισσότερους δύσκολα ισορροπεί και πάλι δημογραφικά, δημιουργώντας έναν φαύλο κύκλο.
Σ’ αυτό το πλαίσιο, το γεγονός ότι η κυβέρνηση ήδη υλοποιεί πολιτικές για την αντιμετώπιση του φαινομένου είναι πολύ θετικό. Η καθιέρωση επιδόματος 2.000 ευρώ για κάθε γέννηση είναι ένα σημαντικό μέτρο ενίσχυσης των νέων ζευγαριών. Η προσέλκυση νέων επενδύσεων (Pfizer, Microsoft, Google κ.α.) απ’ το εξωτερικό τόσο για την επιστροφή όσων έφυγαν όσο και για την αποτροπή της φυγής κι άλλων νέων έχει εξίσου θετικό πρόσημο.
Ακόμα και η πρόσφατη ασφαλιστική μεταρρύθμιση είχε τον ίδιο στόχο. Η υιοθέτηση ενός μοντέλου στις επικουρικές συντάξεις που δεν δεσμεύεται απ’ τις δημογραφικές εξελίξεις διασφαλίζει αξιοπρεπείς επικουρικές συντάξεις στους νέους που εργάζονται σήμερα στη χώρα μας. Η υλοποίηση ενός εκτεταμένου προγράμματος προσιτής στέγης με κοινωνικά και εισοδηματικά κριτήρια με έμφαση στα νέα ζευγάρια, όπως έχει εξαγγελθεί απ’ τον Πρωθυπουργό, είναι το επόμενο βήμα.
Η αντιστροφή της δημογραφικής πορείας της χώρας δεν είναι υπόθεση μίας ή δύο τετραετιών, τα μέτρα αργούν να αποδώσουν. Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι υπάρχει περιθώριο για ολιγωρία. Και η κυβέρνηση το αντιλαμβάνεται πλήρως. Οι πολιτικές που υλοποιούνται θέτουν τις βάσεις για την αντιμετώπιση του προβλήματος.
Σ’ αυτή την πορεία πρέπει να μείνουμε συνεπείς και να εντείνουμε τις δράσεις. Το αύριο, δημογραφικά, οικονομικά, κοινωνικά και πολιτικά, χτίζεται ήδη από σήμερα.
* O Αλέξανδρος Μαρκογιαννάκης, είναι Οικονομολόγος, Ειδικός σύμβουλος Γενικής Γραμματείας Πρωθ., Περιφερειακός Σύμβουλος Κρήτης