Για όσους ανησυχούν πως η κρίση του 2007 – 2008 θα επαναληφθεί σύντομα, η περασμένη εβδομάδα έφερε νέους οιωνούς. Οι μετοχές μεγάλών τραπεζών υποχώρησαν, παρά το μεσοβδόμαδο ράλι, οι Αμερικανοί δανειστές έχουν μειωθεί κατά 19% αυτό το έτος, οι Ευρωπαίοι κατά 24%. Το κόστος για την ασφάλιση των χρεών των τραπεζών σε περίπτωση πτώχευσης αυξήθηκε ραγδαία, ειδικά στην Ευρώπη, αναφέρει ο Economist.
Ο πρόεδρος της Deutsche Bank έσπευσε να δηλώσει πως η τράπεζα είναι «εξαιρετικά σταθερή», ενώ ο υπουργός Οικονομικών της Γερμανίας διαμήνυσε πως δεν ανησυχεί. Δεν είμαστε το 2008: οι μεγάλες τράπεζες δεν κινδυνεύουν να ανατραπούν. Ωστόσο, υπάρχουν λόγοι ανησυχίας και όλα δείχνουν πως προέρχονται από μία χώρα.
Ας αρχίσουμε μα τα ευχάριστα νέα. Οι τράπεζες είναι στην πλειοψηφία τους είναι καλύτερα κεφαλαιοποιημένες απ' ότι στο παρελθόν. Ακόμα και στην Ευρώπη, όπου οι επενδυτές καθυστέρησαν περισσότερο από τους Αμερικανούς ομολόγους τους να αντλήσουν κεφάλαια, οι τράπεζες έχουν αυξήσει των πυρήνα των κεφαλαίων τους κατά μέσο όρο από το 9% το 2009 στο 12,5 % το 2015.
Οι διευθυντές των Ευρωπαϊκών τραπεζών κάνουν αξιοσημείωτες προσπάθειές να προσαρμοστούν στη μετά – κρίσης πραγματικότητας. Νέοι κανόνες που πρέπει να εφαρμοστούν τόσο για τα κεφάλαια όσο και για την ρευστότητα τους επιβάλουν να αλλάξουν. Ο διευθύνων σύμβουλος της Deutsche, John Cryan, χρειάστηκε να περιορίσει τον τομέα των επενδύσεων της τράπεζας.
Τα ίδια συμβαίνουν και στη Credit Suisse. Αυτό το φαινόμενο πιέζει τις μετοχές των τραπεζών. Ωστόσο, όσο οδυνηρό να είναι για το επενδυτές, οι μεταρρυθμίσεις αυτές έχουν ως στόχο τη δημιουργία ενός πιο ευέλικτου, ασφαλούς και πιο κερδοφόρου περιβάλλοντος.
Επίσης, σωτήριο είναι το γεγονός πως οι τραπεζικοί επενδυτές κατανοούν πως αναλαμβάνουν μεγαλύτερο ρίσκο απ' ότι στο παρελθόν. Οι νέοι κανόνες που τέθηκαν σε ισχύ στην αρχή του νέου έτους ορίζουν πως οι προβληματικές τράπεζες θα πρέπει να αντιμετωπίσουν της ελλείψεις των κεφαλαίων μέσω εγγυήσεων προτού στραφούν στα χρήματα των φορολογουμένων.
Ξαφνικά η πιθανότητα να χάσουν οι ομολογιούχοι χρήματα φαντάζει όλο και πιο ορατή. Η αβεβαιότητα στη Deutsche την περασμένη βδομάδα προήλθε εν μέρει από το φόβο πως η τράπεζα θα δυσκολευόταν να καταβάλει τους τόκους το επόμενο έτος μέσω του ειδικού ομολόγου που έχει ως στόχο να ενεργήσει ως ασπίδα σε περίπτωση κρίσης.
Υπάρχουν κάποιες ατελείς στο σχεδιασμό των εγγυήσεων, αλλά, η πιθανότητα οι Ευρωπαϊκές τράπεζες να «αναρρώνουν» είναι μία αχτίδα ελπίδας για τους επενδυτές μετά την ασταθή βδομάδα που πέρασε.
Ωστόσο, η απαισιοδοξία και η ανησυχία παραμένουν. Μια εστία ανησυχίας είναι η κατάσταση της παγκόσμιας οικονομίας. Οι κύριοι παράγοντες που προκαλούν ανησυχία στις παγκόσμιες αγορές είναι επιβράδυνση της κινέζικης οικονομίας, οι πολιτικές αναταράξεις στην Ελλάδα και τις διακυμάνσεις των τιμών στον ενεργειακό τομέα, πιέζουν ιδιαίτερα τις τράπεζες. Οι τράπεζες ευδοκιμούν όταν και εφόσον οι οικονομίες τις οποίες υπηρετούν αναπτύσσονται, στην αντίθετη περίπτωση οι τράπεζες έχουν χαμηλότερες επιδόσεις.
Η ολοένα και μικρότερη πιθανότητα αύξησης των επιτοκίων δίνει λίγες ελπίδες στις αμερικανικές τράπεζες ως προς τη διεύρυνση του περιθωρίου μεταξύ των επιτοκίων που πληρώνουν τους καταθέτες και στο τι χρεώνουν για δάνεια. Στην Ιαπωνία, οι τραπεζικές μετοχές έχουν πέσει κατά 24% αυτό το μήνα και στην Ευρώπη οι κεντρικές τράπεζες έχουν αρνητικά επιτόκια, ενώ με το οικονομικό outlook να φαντάζει όλο και πιο δυσοίωνο, τα περιθώρια να συμπιέζονται και το κόστος αναδιάρθρωσης να πλήττει τα κέρδη, οι επενδυτές έχουν αρκετούς λόγους να δυσφορούν.
Μάλιστα, μερικές χώρες άργησαν τόσο πολύ να αντιμετωπίσουν το ζήτημα των τραπεζών που τώρα προσπαθούν να τις εξυγιάνουν όσο μπορούν. Με βάση εκτιμήσεις του ΔΝΤ, το μη εξυπηρετούμενο χρέος Ευρώπη ήταν περίπου 1 τρισ. ευρώ στο τέλος του 2014.
Το bail-in είναι μια αρκετά κακή προοπτική σε χώρες που το χρέος των τραπεζών ανήκει όχι μόνο σε διαφορετικά χρηματοπιστωτικά ιδρύματα αλλά και σε μικροεπενδυτές. Υπό αυτές τις συνθήκες, οι πολιτικοί θα διαπιστώσουν ότι δεν μπορούν να βοηθούν τις τράπεζες στην πλάτη των ψηφοφόρων χωρίς να δημιουργείται λαϊκή αντίδραση.
Καμιά χώρα δε βρίσκεται πιο έντονα μπροστά σ'' αυτό το δίλημμα απ'' ό,τι η Ιταλία. Η καθαρή αξία των “κόκκινων” δανείων της χώρας, αγγίζει το 18% των συνολικών δανείων τους. Οι μικροεπενδυτές οφείλουν περίπου 200 δισ. ευρώ σε τραπεζικά ομόλογα, που αποτελούν το 12% του ΑΕΠ. Ένα ενδεχόμενο σχέδιο της ιταλικής κυβέρνησης για επαναγορά κρατικών ομολόγων θα αντέβαινε τους “κανόνες” της ΕΕ για την κρατική βοήθεια στις τράπεζες. Ωστόσο, αν πωληθούν τα ιταλικά “κόκκινα” δάνεια σε με σημαντικά μειωμένη τιμή, θα αναγκαστούν οι ιταλικές τράπεζες να αναγνωρίσουν τις απώλειές τους. Ο πρωθυπουργός, Matteo Renzi, δοκίμασε τη συνταγή πέρσι με τέσσερις μικρές τράπεζες αλλά το πολιτικό κόστος που πλήρωσε ήταν ακριβό, οπότε δε θα το ξαναδοκιμάσει.
Η Ευρωπαϊκή Ένωση και η ιταλική κυβέρνηση πρόσφατα συμφώνησαν ένα εναλλακτικό σχέδιο bail-in, αν και λίγοι πιστεύουν πως θα εξυγιάνει την κατάσταση των τραπεζών. Η Ιταλία είναι παγιδευμένη ανάμεσα σε μικροκαταθέτες που υποφέρουν και σ'' ένα τραπεζικό σύστημα που πνίγεται στα χρέη. Αν δεν μπορέσει ο Μ. Renzi να διαπραγματευτεί καλούς όρους για το bail-in, οι ιταλικές τράπεζες και η οικονομία συνολικά, ρισκάρουν να βρεθούν σε μεγαλύτερη στασιμότητα, ενώ παράλληλα η σχέση της χώρας με την ΕΕ θα χειροτερεύει.