Της Αγγελικής Κώττη
Εγχειρίδια και άλλα μεταλλικά αντικείμενα παράγονταν 4500 χρόνια πριν στο Δασκαλιό των Κυκλάδων και, μαζί με άλλα αγαθά, εξάγονταν προς κατευθύνσεις τις οποίες δεν γνωρίζουμε ακόμη. Tο μικρό νησί, αρχικά συνδεόταν με μια στενή λωρίδα γης με την παρακείμενη θέση του Κάβου.
Σε αυτό εντοπίστηκε ένας εξαιρετικά σημαντικός οικισμός, που σύμφωνα και με τη ραδιοχρονολόγηση, άκμασε κατά την Πρώιμη Εποχή του Χαλκού. Οι έως τώρα ανασκαφές έφεραν στο φως μια σειρά εντυπωσιακών κλιμάκων, αποστραγγιστικών αγωγών και λιθόκτιστων κατασκευών που αποκαλύπτουν μια εξελιγμένη αστική αρχιτεκτονική άνευ προηγουμένου για τη συγκεκριμένη περίοδο.
Τα ευρήματα της τελευταίας ανασκαφικής περιόδου εμπλουτίζουν τις γνώσεις μας για τον οικισμό του Δασκαλιού. Απότομα μονοπάτια οδηγούσαν στην κορυφή του οικισμού, διασχίζοντας εκτενείς επίπεδες αναβαθμίδες, οι οποίες είχαν δημιουργηθεί για να παρέχουν χώρους κατάλληλους για δόμηση.
Η περίπλοκη, διασυνδεδεμένη και πολυεπίπεδη αρχιτεκτονική μαρτυρά την ύπαρξη ενός καλά οργανωμένου και καλοκτισμένου οικισμού, πάνω σ' ένα απότομο ακρωτήριο. Τα κτίρια στο Δασκαλιό ήταν κατά το πλείστον κτισμένα με καλής ποιότητας μάρμαρο, το οποίο ερχόταν από τη γειτονική Νάξο (περίπου 10 χλμ βορειότερα), καθώς η ίδια η Κέρος δεν διέθετε καλής ποιότητας μάρμαρο.
Σύμφωνα με τον καθηγητή Κόλιν Ρένφριου, συν-διευθυντή της ανασκαφής, στο Δασκαλιό παρατηρείται μια σειρά εξελιγμένων αρχιτεκτονικών τεχνικών που χρησιμοποιούνταν με έναν καλά προγραμματισμένο τρόπο, όπως αυτό μαρτυρείται από την ύπαρξη τεράστιων εισόδων, λίθινων κλιμάκων και ενός πολύπλοκου συστήματος αποστραγγιστικών αγωγών που καλύπτουν όλο το νησί.
Σύμφωνα με αυτή την ανάγνωση, τα παραπάνω φαίνεται να υποδηλώνουν την ύπαρξη ενός εξειδικευμένου αρχιτέκτονα καθώς και ενός κεντρικού μηχανισμού σχεδιασμού και εκτέλεσης ενός οικοδομικού προγράμματος, το οποίο θα μπορούσε να συγκριθεί μόνο με εκείνο της Κνωσού στην Κρήτη κατά την ίδια περίοδο.
Η εισαγωγή μαρμάρου από τη Νάξο είναι μόνο μια ένδειξη των ναυτικών ικανοτήτων των κατοίκων του Δασκαλιού. Επιπλέον, τα πολλά εργαλεία από οψιανό, ηφαιστειακό γυαλί εισηγμένο από τη Μήλο, επιβεβαιώνουν το γεγονός ότι οι νησιώτες ήταν δεινοί ναυτικοί. Επίσης, όλα τα όστρακα κεραμικής τα οποία βρέθηκαν (101.313 στο σύνολο) ήταν εισηγμένα, υποδεικνύοντας την ύπαρξη ενός τεράστιου θαλάσσιου δικτύου που εκτεινόταν όχι μόνο σ' ολόκληρο το κυκλαδικό αρχιπέλαγος αλλά και πέραν αυτού.
Αλλά ίσως το πιο αξιοσημείωτο απ' όλα τα εισηγμένα υλικά ήταν η πρώτη ύλη για κατεργασία μετάλλων. Μεταξύ των πιο σημαντικών ευρημάτων που βρέθηκαν είναι οι εγκαταστάσεις για τη χύτευση χάλκινων τεχνουργημάτων, όπως πελέκεις, σμίλες και περόνες, καθώς και αιχμές δοράτων και εγχειρίδια. Ίχνη σκωρίας, τα οποία βρέθηκαν σε όστρακα κεραμικής σε πολλές περιοχές της θέσης, επιβεβαιώνουν το γεγονός ότι μεταλλουργικές εργασίες λάμβαναν χώρα σε πολλά σημεία του οικισμού.
Ο Δρ. Μάικλ Μπόιντ, συν-διευθυντής της ανασκαφής, σημειώνει ότι ένα από τα μοναδικά χαρακτηριστικά της θέσης αυτής ήταν το γεγονός ότι η μεταλλουργία φαίνεται να έπαιζε σημαντικό ρόλο καθ΄ όλη τη διάρκεια της ζωής του οικισμού. Είναι μια από τις πιο αναγνωρίσιμες δραστηριότητες στη θέση, η οποία παρατηρείται σ΄ όλες τις περιοχές που ανασκάφτηκαν.
Μεταλλουργία σε τέτοια κλίμακα προϋποθέτει μια συνεχή προμήθεια πρώτων υλών από τις δυτικές Κυκλάδες ή από την Αττική, καθώς και κοινωνικές δομές που επιτρέπουν την εκμάθηση και διατήρηση των τεχνικών δεξιοτήτων. Αλλά το πιο σημαντικό ερώτημα, σύμφωνα με τον Δρ. Μπόιντ, είναι το πού κατέληγε το τελικό προϊόν και υπό αυτή την έννοια θεωρεί πιθανόν ότι ο λόγος ύπαρξης των θαλάσσιων δικτύων όπου το Δασκαλιό αποτελούσε κεντρικό σημείο ήταν η ανταλλαγή μετάλλινων αντικειμένων, όπως λ.χ. τα εγχειρίδια.
Η πλησιέστερη τοποθεσία με σημαντική αγροτική δυναμική είναι το Κάτω Κουφονήσι, το οποίο βρίσκεται περίπου 5 χλμ. βορειοδυτικά της Κέρου και αποτελούσε σταθμό στη διαδρομή προς το πολύ μεγαλύτερο και αγροτικά πλουσιότερο νησί της Νάξου. Επιφανειακή έρευνα στο Κάτω Κουφονήσι, πραγματοποιήθηκε υπό την διεύθυνση του Δρ. Γεώργιου Γαβαλά (Εφορεία Αρχαιοτήτων Κυκλάδων) και των καθ. Jill Hilditch (Πανεπιστήμιο του Άμστερνταμ) και Joshua Wright (Πανεπιστήμιο του Aberdeen).
Με βάση τις επιφανειακές ενδείξεις καθώς και την κεραμική, είμαστε σε θέση να αναγνωρίσουμε ίχνη κατοίκησης διαφόρων περιόδων. Μια θέση στο νότιο τμήμα του νησιού αποτελεί τον πλησιέστερο ως προς το Δασκαλιό οικισμό της Πρώιμης Εποχής του Χαλκού. Σύμφωνα με την ερευνητική ομάδα, το Κάτω Κουφονήσι ήταν εξίσου σημαντικό για το Δασκαλιό όσο ήταν και η ίδια η Κέρος.
Μετά την ολοκλήρωση της επιφανειακής έρευνας, επαναλήφθηκε δοκιμαστική ανασκαφή στο πολύγωνο 4 της Κέρου, περίπου 300 μ. βόρεια του Κάβου Δασκαλιού, υπό τη διεύθυνση του Δρ. Γεώργιου Γαβαλά (Εφορεία Αρχαιοτήτων Κυκλάδων). Η δοκιμαστική τομή, που είχε ξεκινήσει το 2017, επεκτάθηκε, προκειμένου να διερευνηθεί η σύνδεση τριών αδρών τοίχων αλλά και για να ολοκληρωθεί ο έλεγχος της μεθοδολογίας της επιφανειακής έρευνας που είχε πραγματοποιηθεί 2012-3 στα πολύγωνα 2 και 4, σε συνεργασία της Αρχαιολογικής Υπηρεσίας και της Βρετανικής Σχολής Αθηνών, υπό την διεύθυνση των Δρ. Μ. Μαρθάρη, Αικατερίνης Δελλαπόρτα, του καθ. C. Renfrew κ.ά. Το υλικό που βρέθηκε κατά τη φετινή ανασκαφική έρευνα στο πολύγωνο 4 χρονολογήθηκε στην Πρωτοκυκλαδική περίοδο ενώ έγινε λήψη δειγμάτων για χρονολόγηση με οπτικά διεγειρόμενη φωταύγεια (OSL).
Στην καρδιά του προγράμματος βρίσκεται η χρήση νέων τεχνολογιών, οι οποίες όχι μόνο προσφέρουν νέες κατευθύνσεις για την έρευνα αλλά παρέχουν και γρηγορότερα αποτελέσματα για τις διάφορες αναλύσεις. Μια σειρά περιβαλλοντικών μελετών, από την ταυτοποίηση καμένων σπόρων και ξυλάνθρακα μέχρι την ταυτοποίηση μικροσκοπικών φυτικών υπολειμμάτων (φυτόλιθων) καθώς και ιχνών ζωικών και φυτικών λιπιδίων και αμύλων σε όστρακα κεραμικής και λίθινα εργαλεία, οδηγούν σε μια νέα κατανόηση της αγροτικής οικονομίας και του περιβάλλοντος της περιοχής.
Η Δρ. Εύη Μαργαρίτη του Ινστιτούτου Κύπρου, επικεφαλής ερευνήτρια για τα οργανικά κατάλοιπα στο Δασκαλιό και υποδιευθύντρια του προγράμματος, αναφέρει ότι η Κέρος από μόνη της δεν θα μπορούσε να συντηρήσει μια ευημερούσα θέση όπως το Δασκαλιό. Όλα τα διαθέσιμα στοιχεία δείχνουν ότι πολλά από τα τρόφιμα προς τοπική κατανάλωση ήταν εισηγμένα. Αυτό προϋποθέτει την ύπαρξη μιας περιοχής αγροτικής παραγωγής που εκτεινόταν στα γειτονικά νησιά, γεγονός που αποτελεί περαιτέρω ένδειξη για τη θέση του Δασκαλιού στην κορυφή της οικιστικής ιεραρχίας στην ευρύτερη περιοχή.
Σύμφωνα με τους ανασκαφείς, οι έρευνες στο Δασκαλιό φαίνεται να δίνουν απάντηση στο αίνιγμα που προκάλεσαν οι εκτενείς λαθρανασκαφές στον Κάβο της Κέρου πριν από το 1963, καθώς με τις πρώτες οργανωμένες αρχαιολογικές ανασκαφές που πραγματοποιήθηκαν στην περιοχή, το θραυσμένο υλικό που ανακτήθηκε θεωρήθηκε έργο των λαθρανασκαφέων. Σήμερα, με την ολοκλήρωση της εμπεριστατωμένης εξέτασης του παραπλήσιου οικισμού του Δασκαλιού, η φύση του ιερού στον Κάβο της Κέρου γίνεται σαφέστερη. Μπορεί πλέον να θεωρηθεί ότι η συγκεκριμένη θέση αποτέλεσε σημαντικό περιφερειακό κέντρο για όλες τις Κυκλάδες.
Το πρόγραμμα τελεί υπό την αιγίδα της Βρετανικής Σχολής Αθηνών και διεξάγεται με άδεια του Υπουργείου Πολιτισμού και Αθλητισμού. Το πρόγραμμα τελεί υπό τη διεύθυνση των Colin Renfrew και Michael Boyd του McDonald Institute for Archaeological Research, University of Cambridge. Η Ειρήνη Λεγάκη (Εφορεία Αρχαιοτήτων Κυκλάδων) είναι η Αναπληρώτρια Διευθύντρια.
Υποδιευθυντές είναι οι Γιώργος Γαβαλάς (Εφορεία Αρχαιοτήτων Κυκλάδων), Εύη Μαργαρίτη, Jill Hilditch και Josh Wright. Η Ιωάννα Μουτάφη ήταν η Διευθύντρια πεδίου. Το έργο υποστηρίζεται από τους φορείς Institute for Aegean Prehistory, Ίδρυμα Α.Γ. Λεβέντη, Ίδρυμα Σταύρος Νιάρχος, Ινστιτούτο Κύπρου, McDonald Institute for Archaeological Research, Research Promotion Foundation, British Academy, Society of Antiquaries of London, Gerda Henkel Stiftung, National Geographic Society, Cosmote, Blue Star Lines και EZ-dot.