Απλός, λιτός, μεγαλοπρεπής. Γεμάτος εθνική υπερηφάνεια, χαρά, ήθος και ομορφιά. Ο εορτασμός των 200 χρόνων από την έναρξη της Ελληνικής Επανάστασης, ήταν ένα γεγονός πλήρες, με πολλούς συμβολισμούς και πάνω απ’ όλα με υψηλό πατριωτισμό που συνοδευόταν από υψηλή αισθητική. Αλλά και σπαρμένος με οράματα που είτε πρέπει να συνεχίσουμε είτε πρέπει να δικαιώσουμε.
Μέτρο, τάξη, αρμονία, κυριάρχησαν. Το Μέτρον Άριστον των προγόνων μας, η πρόσληψη της έννοιας που «οδήγησε» τα βήματα των Ελλήνων κατά την αρχαιότητα και διαπερνούσε τις κοινωνίες και τη ζωής τους, αποτελούσε την κόκκινη κλωστή που διέτρεχε όλες τις εκδηλώσεις. Τίποτα δεν ήταν υπερβολικό, τίποτα δεν ξέφυγε, τίποτα δεν έδωσε την αίσθηση του αταίριαστου.
Έτσι, ο εορτασμός των 200 ετών δεν υπήρξε ένα ξιπασμένο θέαμα ή μια πανδαισία του κιτς. Έγινε με όσα χρήματα αποφασίστηκε να ξοδευτούν ώστε ούτε σπατάλες να γίνουν, ούτε φτωχοί συγγενείς να φαινόμαστε. Λόγω και της πανδημίας, περιορίστηκε σε μια ξενάγηση στην Εθνική Πινακοθήκη -κιβωτό πολιτισμού της πατρίδας μας- σε ένα επίσημο δείπνο και στην παρέλαση, ωραία και τονωτική για τους Έλληνες.
Στο επίσημο δείπνο όλα ήταν λιτά και κομψά, ακόμα και το μενού ήταν γεμάτο ελληνικά προϊόντα. Πώς θα μπορούσε άλλωστε να γίνει αλλιώς, εφόσον το εκτέλεσε ο σεφ Λευτέρης Λαζάρου, ο άνθρωπος που έφαγε με το κουτάλι τη θάλασσα και σήμερα έχει στο ενεργητικό του αστέρια Μισελέν αλλά μοίραζε στους άστεγους ό,τι περίσσευε από τα εστιατόριά του τότε που αυτά λειτουργούσαν;
Στην παρέλαση υπήρξαν πολλές ωραίες και συγκινητικές σκηνές, αλλά τίποτα δεν ήταν γραφικό. Τα παιδιά έδωσαν μια νότα δροσιάς και παρουσίασαν εικόνες από το μέλλον μας. Οι υπέροχες ιδιαίτερες στολές από πολλά μέρη της Ελλάδας, χάριζαν πραγματική συγκίνηση, τα λάβαρα της Επανάστασης προξενούσαν ρίγη, ενώ η στρατιωτική παρέλαση κύλησε άψογα όπως αναμενόταν. Όλα έγιναν με «οικονομία» τίποτα δεν ξεχείλωσε.
Το διήμερο που μας πέρασε, γεμάτο συμβολισμούς, μας έκανε πολλές φορές να σκεφτούμε πώς φτάσαμε ως εδώ. Πόσοι άνθρωποι, λαοί, έθνη, θεσμοί, συνέβαλαν, μας βοήθησαν, έδωσαν πνοή στην πνοή μας. Πώς οι πρόγονοί μας, μια χούφτα άνθρωποι, ξεσηκώθηκαν υπό το υπέροχο «Ελευθερία ή θάνατος» και έδωσαν την ψυχή, τις περιουσίες και τη ζωή τους.
Θυμηθήκαμε αυτό που έλεγε ο Κωστής Παλαμάς: «Η Μεγαλοσύνη των λαών δεν μετριέται με το στρέμμα. Με της καρδιάς το πύρωμα μετριέται και με το αίμα.» Μαζί μας το θυμήθηκαν και οι Έλληνες όπου γης, που μοιράστηκαν με πολλούς ξένους φίλους τους σημεία από τον διήμερο εορτασμό. Και, φυσικά, το θυμήθηκαν οι Φιλέλληνες, στους οποίους η Ελλάδα χρωστάει πάντοτε.
Τώρα που έκλεισαν οι προβολείς, ας μη ξεχάσουμε πως το 1821 δεν τελειώνει ποτέ. Συνεχίζοντας να βαδίζουμε στα ίχνη των προγόνων μας, των Επαναστατών που ρίχτηκαν άφοβοι στη μάχη, έχουμε χρέος προς εκείνους να συνεχίσουμε να μιμούμαστε τον αγώνα τους, σε ειρηνικούς καιρούς πλέον. Εχουμε μπροστά μας μεγάλους και ωραίους σταθμούς, έχουμε όμως και προκλήσεις. Από το πώς θα απαντήσουμε σε αυτές, θα εξαρτηθεί πώς θα γίνει ο τόπος μας. Με την έννοια που το γράφει ο μέγας Γιώργος Σεφέρης στο «Επί σκηνής-Δ»:
Κι όμως ήταν γλυκό το κύμα
όπου έπεφτα παιδί και κολυμπούσα
κι ακόμη σαν ήμουν παλικάρι
καθώς έψαχνα σχήματα στα βότσαλα
γυρεύοντας ρυθμούς,
μου μίλησε ο Θαλασσινός Γέρος:
"Εγώ είμαι ο τόπος σου`
ίσως να μην είμαι κανείς
αλλά μπορώ να γίνω αυτό που θέλεις".