Του Νίκου Μελέτη
Με νέο τελεσίγραφο όπως εκείνο που η Άγκυρα είχε απευθύνει στην Δαμασκό το 1998, ο Ταγίπ Ερντογάν ελπίζει ότι θα μπορέσει να βγει από το αδιέξοδο στο οποίο οδηγείται η πολιτική του στην Συριακή κρίση, υποχρεώνοντας δια των απειλών τον πρόεδρο Άσαντ να υποχωρήσει και να εγκαταλείψει την προσπάθεια «απελευθέρωσης» του τελευταίου μεγάλου θύλακα που ελέγχουν ακόμη οι φιλότουρκοι ισλαμιστές αντάρτες, την πόλη Ιντλίμπ στην βορειοανατολική Συρία.
Το τελεσίγραφο του 1998 προς τον (πατέρα) Χαφεζ Άσαντ αφορούσε όμως το ΡΚΚ και την εκδίωξη του Οτσαλάν από τα στρατόπεδα στην βόρεια Συρία(που οδήγησε και στην σύλληψη του στην ελληνική πρεσβεία στο Ναϊρόμπι), ενώ το νέο τελεσίγραφο αφορά την ίδια την εδαφική ακεραιότητα της Συρίας αλλά και την επιβίωση του καθεστώτος Άσαντ.
Και με την εμπειρία της απώλειας της Αλεξανδρέττας κανένα συριακό καθεστώς δεν πρόκειται να αποδεχθεί το τελεσίγραφο του Τ.Ερντογάν, ο οποίος πλέον έχει «γλυκαθεί» με την Συμφωνία με την Ρωσία που του εξασφάλισε την παρουσία των τουρκικών δυνάμεων με τα παρατηρητήρια στην Β.Συρία και ίσως ήλπιζε ότι αυτό θα εξελιχθεί σε μόνιμη παρουσία και τελικά ντε φάκτο κατοχή επι της μεγάλης αυτής ζώνης του Συριακού εδάφους.
Ο Ταγίπ Ερντογάν πλέον κινείται στην κόψη του ξυραφιού, καθώς επιχειρεί να χρησιμοποιήσει την αντεπίθεση του Άσαντ με την στήριξη της Ρωσίας, ώστε να γίνουν βήματα αποκατάστασης των σχέσεων της Τουρκίας με την Ουάσιγκτον, ενώ συγχρόνως επιχειρεί να έρθει σε συνεννόηση με την Μόσχα, γνωρίζοντας ότι η παρουσία της στην Βόρειο Συρία οφείλεται αποκλειστικά στην στήριξη του προέδρου Πούτιν. Και συγχρόνως με το φόβητρο του νέου προσφυγικού ρεύματος εκβιάζει την Ε.Ε., ώστε να αποδεχθεί το τουρκικό σχέδιο εμπλοκής στην Συριακή κρίση με πρόσχημα την δημιουργία... «ζωνών ασφαλείας».
Με τον τρόπο που κινείται και καθώς επαπειλείται σοβαρή στρατιωτική κλιμάκωση με επίκεντρο το Ιντλίμπ, ο κ.Ερντογάν θέλει να πετύχει «με ένα σμπάρο δυο τρυγόνια» και έτσι να έχει την στήριξη των Αμερικανών απέναντι στις δυνάμεις του Άσαντ, αλλά και την ανοχή του Πούτιν προκειμένου να μην διαταραχθεί η σχέση με τον Ερντογάν. Όμως αυτό είναι εξαιρετικά δύσκολο να επιτευχθεί ειδικά αυτή την στιγμή που η συριακή κρίση δείχνει να μπαίνει στην τελική φάση της.
Για την Ρωσία και τον πρόεδρο Πούτιν όμως η Συρία και η επικράτηση του Άσαντ είναι το «κλειδί» για την επαναφορά της μετά από τρεις δεκαετίες στην Μέση Ανατολή .Και δεν πρόκειται να θυσιάσει μια μεγάλη στρατηγικής σημασίας νίκη για τα «μάτια» του Ερντογάν. Πολύ περισσότερο όταν γνωρίζουν στην Μόσχα ότι ο Ερντογάν δεν έχει πολλές επιλογές και δεν πρόκειται να γυρίσει την πλάτη στην Ρωσία αλλά μάλλον θα προσπαθήσει να καταπιεί το πικρό «ποτήρι». Και με την στήριξη των Ρώσων ο Άσαντ και ο Συριακός Στρατός κάθε άλλο παρά εύκολος αντίπαλος θα είναι για την Τουρκία η οποία παρά τους ισχυρισμούς περί «ειρηνευτικών επιχειρήσεων» είναι σε επιθετική αποστολή εναντίον ενός ανεξάρτητου και κυρίαρχου κράτους. Και φυσικά για τον Ερντογάν θα έχει και σοβαρό εσωτερικό κόστος, καθώς ήδη υπάρχει η αίσθηση ότι οι νεκροί και οι απώλειες είναι για μια υπόθεση που δεν αφορά άμεσα τον τουρκικό λαό.
Πάντως εντύπωση προκαλεί το γεγονός ότι το ΝΑΤΟ έσπευσε δια του ΓΓ Γ.Στόλτενμπεργκ να εκφράσει την ανησυχία του για την κατάσταση στην Ιντλίμπ καταδικάζοντας τους «αδιάκριτους βομβαρδισμούς αμάχων» καλώντας συγχρόνως το καθεστώς Άσαντ και την Ρωσία να σταματήσουν τις επιθέσεις και να σεβαστούν το Διεθνές Δίκαιο. Μια θέση που υπαγορεύτηκε από την Τουρκία, καθώς οι αντάρτες που ελέγχουν την Ιντλίμπ συνδέονται με την Τουρκία και βεβαίως ο κ. Στόλτενμπεργκ απέφυγε την οποιαδήποτε αναφορά στο γεγονός ότι η σύγκρουση εξελίσσεται με την συμμετοχή και της Τουρκίας με δυνάμεις της εντός του εδάφους της Συρίας προς στήριξη και των ανταρτών των ισλαμιστικών ομάδων.
Όμως οι σχέσεις με την Ρωσία αγγίζουν τα όρια τους καθώς προφανώς και δεν υπήρξε συμμαχία ή ισότιμη στρατηγική συνεργασία μεταξύ των δυο χωρών στην Συρία αλλά μάλλον μια ωφελιμιστική αντίληψη έφερε κοντά τις δυο χώρες. Εξάλλου το Σαββατοκύριακο ήταν ίσως η πρώτη φορά που οι συνομιλίες μεταξύ Τούρκων και Ρώσων για την Συρία κατέληξαν σε αδιέξοδο. Το ερώτημα είναι πάντως εάν η σημερινή κρίση μπορεί να οδηγήσει σε πλήρη ρήξη των τουρκορωσικών σχέσεων, ή εάν τα κοινά συμφέροντα σε άλλα πεδία αποδειχθούν πιο σημαντικά ώστε να κρατήσουν ανέπαφη την σχέση αυτή.
Για την Τουρκία αυτό που προέχει τώρα είναι να ανακοπεί είτε με ρωσική σύσταση είτε με προειδοποίηση από την Ουάσιγκτον ,το ΝΑΤΟ και τον ΟΗΕ η συριακή επίθεση στην Ιντλίμπ. Γιατί σε διαφορετική περίπτωση δεν θα μπορεί παρά να μπει πιο βαθιά σε αυτό το επικίνδυνο παιγνιδι, όπου ελλοχεύει ο κίνδυνος ενός νέου μαζικού κύματος φυγής προσφύγων και προς το τουρκικό έδαφος, η αύξηση του αριθμού των απωλειών για τον τουρκικό Στρατό, η ανάκαμψη των Κούρδων της Συρίας , το βαθύ τραύμα στις σχέσεις με την Ρωσία και η διατήρηση της καχυποψίας και της δυσπιστίας με τους δυτικούς συμμάχους …