Η διετής εμπειρία της μάχης για την αντιμετώπιση της πανδημίας ανέδειξε την ανάγκη της δημιουργίας ενός συμπαγούς δικτύου Δομών Πρωτοβάθμιας Φροντίδας Υγείας, που εδώ και δεκαετίες αποτελεί το μεγάλο «αγκάθι» στη βελτίωση της Δημόσιας Υγείας. Όπως χαρακτηριστικά αναφέρει ο καθηγητής Πνευμονολογίας ΕΚΠΑ, Στέλιος Λουκίδης, πρόεδρος της Ελληνικής Πνευμονολογικής Εταιρίας και μάχιμος γιατρός στο νοσοκομείο Αττικόν, τα διδάγματα της πανδημίας είναι πολλά και απευθύνονται προς όλους τους εμπλεκομένους φορείς της Υγείας και το ισχυρότερο δίδαγμα είναι πως πρέπει να κτίσουμε ένα δίκτυο πρωτοβάθμιας φροντίδας που σκοπό θα έχει την αποσυμπίεση των τριτοβάθμιων νοσοκομείων με παράλληλες ποιοτικές υπηρεσίες υγείας.
Επίσης πρέπει να θέσουμε σχεδιασμό δεκαετίας με σκοπό την ανανέωση του προσωπικού [ιατρικού και νοσηλευτικού], να δώσουμε χώρο στους νεότερους συναδέλφους που πραγματικά από την θέση του ειδικευόμενου ή του επικουρικού ειδικευμένου έδειξαν ότι αποτελούν την ελπίδα για το αύριο. Με κάθε τρόπο πρέπει να στηρίξουμε το δημόσιο σύστημα υγείας για να ανταπεξέλθει στο μέλλον σε παρόμοιες προκλήσεις και να μη χρειαστεί να ξαναγίνει μονοθεματικό όπως συνέβη στην εποχή της covid 19.
Η μονοθεματικότητα του ΕΣΥ οδήγησε στο περιθώριο τα χρόνια νοσήματα και δημιούργησε λίστες αναμονής για θεραπείες, επεμβάσεις και διαγνωστικές εξετάσεις, δημιουργώντας μια νέα πραγματικότητα που θα κληθούμε να την πληρώσουμε ακριβά καθώς τα χρόνια νοσήματα έχουν μεγάλη επίπτωση στον ελληνικό πληθυσμό λόγω και του δημογραφικού και σύμφωνα με μελέτη του τομέα οικονομικών της Υγείας, του οικονομικού πανεπιστημίου Αθηνών απορροφούν το 75% των δαπανών υγείας. Ο ΠΟΥ έχει στο μεταξύ κρούσει τον κώδωνα του κινδύνου πως μόνο από την παραμέληση των προληπτικών εξετάσεων προασυμπτωματικού ελέγχου για διαδεδομένα ογκολογικά νοσήματα, μέχρι το 2030 θα αυξηθούν οι διαγνώσεις καθυστερημένων καρκίνων κατά τουλάχιστον 30%-με ότι αυτό συνεπάγεται για τους ίδιους τους ασθενείς και για τις δαπάνες υγείας.
Η μεγάλη υστέρηση στην Ελλάδα είναι η έλλειψη οικογενειακού γιατρού, ο διαχωρισμός μεταξύ γιατρών δημοσίου και ιδιωτικού τομέα -που εμποδίζει την σωστή κάλυψη των αναγκών των ασθενών σε μια χώρα η οποία έχει ορεινά χωριά, απομονωμένους οικισμούς και μακρινά νησιά-η πλήρης απουσία της κατ’οίκον νοσηλείας και η ανυπαρξία δομών φιλοξενίας τελικού σταδίου (hospices, στη διεθνή διάλεκτο) για την περίθαλψη ασθενών τελικού σταδίου που χρειάζονται παρηγορητική φροντίδα και που έως και σήμερα νοσηλεύονται σε νοσοκομειακές κλίνες που θα έπρεπε να είναι ελεύθερες για άλλα περιστατικά ή μένουν στο σπίτι τους με ανεπαρκή φροντίδα. Επίσης μια ακόμα ανοιχτή πληγή της Ελλάδας είναι η έλλειψη συνεργασίας μεταξύ ιατρικών διαφορετικών ειδικοτήτων και διαφορετικών δομών -κάτι που δεν επιτρέπει την δημιουργία ενός συμπαγούς δικτύου με νοσοκομεία σε κομβικά σημεία να έχουν τον ρόλο του κέντρου αναφοράς και του γενικού συντονιστή.
Σε έναν πρόχειρο απολογισμό των αδυναμιών της πρωτοβάθμιας Φροντίδας Υγείας θα καταγράφαμε την δημιουργία των Μητρώων Ασθενών ώστε να είναι εφικτή η πρόβλεψη της ζήτησης για υπηρεσίες υγείας, την άνιση κατανομή του προσωπικού στις υπηρεσίες υγείας ανά την Ελληνική Επικράτεια και την έλλειψη εφαρμογής προγραμμάτων προληπτικού ελέγχου (ενδεικτικά είμαστε από τις χώρες που δεν έχουμε πρόγραμμα προασυμπτωματικού ελέγχου για τον καρκίνο των πνευμόνων παρότι είμαστε Πρωταθλητές Ευρώπης στους θανάτους από τον συγκεκριμένο καρκίνο με περισσότερα από 9.000 περιστατικά ετησίως και περισσότερους από 7.700 θανάτους.
Χάρη στις μεγάλες δωρεές (π.χ. από το ΙΣΝ) έχει βελτιωθεί η κατανομή των ακτινολογικών μηχανημάτων κι έχει ανανεωθεί ο «στόλος» τους στα νοσοκομεία ενώ μένουν να υλοποιηθούν προγράμματα κατ’οίκον νοσηλείας ώστε να ανακουφιστούν τα νοσοκομεία και οι άλλες δομές και να μειωθεί ο χρόνος εξυπηρέτησης των ασθενών στις Μονάδες Παροχής Υπηρεσιών Πρωτοβάθμιας Φροντίδας Υγείας.
Τέλος πρέπει να αναπτυχθούν κι άλλες προληπτικές ιατρικές δράσεις αφού υπολογιστεί και προσληφθεί ο συνολικός αριθμός του προσωπικού που απαιτείται για την παροχή συμβουλών στον πληθυσμό της χώρας για σωστή διατροφή, την καταπολέμηση της παχυσαρκίας και την παύση του καπνίσματος. Η έλλειψη νοσηλευτών -είμαστε από τις χώρες ουραγοί της Ευρώπης σε αριθμό νοσηλευτών ανά 100.000 πληθυσμό δημιουργεί προβλήματα και στα νοσοκομεία αλλά και στις εξωνοσοκομειακές δομές, όπου στις χώρες του εξωτερικού ο νοσηλευτής διαδραματίζει κεντρικό ρόλο.
Η μεταρρύθμιση της Πρωτοβάθμιας Φροντίδας Υγείας αποτελεί πρώτη προτεραιότητα της κυβέρνησης με το νέο νομοσχέδιο να θεσμοθετεί τον προσωπικό ιατρό για κάθε πολίτη ο οποίος θα τους καθοδηγεί, θα λειτουργεί ως σύμβουλος και θα διαχειρίζεται τις παραπομπές, για την ολοκληρωμένη παροχή ποιοτικών υπηρεσιών φροντίδας. Επίσης, πρόκειται να αναδιοργανωθούν διοικητικά οι υπηρεσίες Πρωτοβάθμιας Φροντίδας Υγείας και χτίζεται ένα ισχυρό δίκτυο με συμμετοχή και συνεργασία δημοσίου και ιδιωτικού τομέα, μαζί με την ψηφιοποίηση των υπηρεσιών, που θα ενισχύσει την πρόληψη και τη διαχείριση των χρόνιων παθήσεων στην κοινότητα.
Το προτεινόμενο νομοσχέδιο επανασχεδιάζει το σύστημα εγγραφής των πολιτών, ενοποιεί τις δημόσιες δομές της Πρωτοβάθμιας Φροντίδας Υγείας και δημιουργεί το νέο πλαίσιο για συνεργασία με τις ιδιωτικές δομές ΠΦΥ καταργώντας τις παρωχημένες διαφοροποιήσεις μεταξύ δημόσιου και ιδιωτικού επαγγελματία υγείας. Θα δοθούν κίνητρα και αντικίνητρα ώστε όλος ο πληθυσμός να αποτήσει προσωπικό ιατρό, ενώ οι Δομές ΠΦΥ θα προσφέρουν υπηρεσίες υψηλής ποιότητας στους πολίτες μέσω της ισότιμης και καθολικής πρόσβασης. Θα υπάρξει υποχρεωτική εγγραφή των πολιτών, σε συνδυασμό με την ελεύθερη επιλογή παρόχου εκ μέρους του ασθενή, ώστε να παρέχεται ολοκληρωμένη και συνεχής φροντίδα υγείας στο άτομο.
Επίσης θα υπάρξει αλλαγή στον τρόπο αποζημίωσης των ιατρών και θα γίνεται κατ’ άτομο. Οι ιδιώτες γιατροί θα μπορούν να απασχοληθούν στην πρωτοβάθμια Φροντίδα Υγείας και στο Εθνικό Σύστημα Υγείας (στα απογευματινά χειρουργεία) δημιουργώντας ένα Σύστημα Υγείας όπου κανείς δεν θα περισσεύει, ώστε με αυτές τις δυνατότητες, τις μονιμοποιήσεις των επικουρικών υγειονομικών, και τις νέες προσλήψεις να επανδρωθεί σωστά κάθε τμήμα και να καλυφθούν επιτέλους τα κενά που δημιούργησε το drain brain, ένα κύμα κατά το οποίο περισσότεροι από 300.000 επιστήμονες-ανάμεσά τους πάρα πολλοί γιατροί έφυγαν τα τελευταία χρόνια για να βρουν την τύχη τους στο εξωτερικό.