Η υπονόμευση της επόμενης περιόδου, η «εξ αντικειμένου, ανεξαρτήτως προθέσεων, ναρκοθέτηση της επόμενης περιόδου και βεβαίως το πώς προβάλλεται η χώρα μέχρι το 2060» όπως αναφέρει χαρακτηριστικά, συνιστά κατά τον Ευάγγελο Βενιζέλο μείζον θέμα της κατάστασης στην οποία βρίσκεται η Ελλάδα.
Ειδικότερα, μιλώντας σε εκδήλωση της Οικονομική και Κοινωνική Επιτροπή της Ελλάδος (ΟΚΕ), με θέμα : «Ο κοινωνικός διάλογος και η σχέση Βουλής και Ο.Κ.Ε. με βάση τη μέχρι σήμερα εμπειρία σε μια εποχή έντονων εξελίξεων και ανακατατάξεων τόσο στην Ελλάδα, όσο και στην Ευρώπη», ο βουλευτής του ΠΑΣΟΚ αναφέρθηκε στην κρίση που αντιμετωπίζει η χώρα αλλά και η ευρωπαϊκή δημοκρατία γενικότερα.
Μεταξύ άλλων, ο κ. Βενιζέλος επισήμανε πως «η κρίση της δημοκρατίας είναι πρωτίστως η αμφισβήτηση των αντιπροσωπευτικών και συλλογικών θεσμών», εξηγώντας πως «οι κοινωνίες είναι φοβικές, ισοπεδωτικές, εκφράζονται δημοκρατικά, δηλαδή πλειοψηφικά, πολύ συχνά με σαρωτικές πλειοψηφίες, αλλά θέλουν μονοπρόσωπα ισχυρά πρόσωπα, έστω και αν δεν είναι προεδρικό το σύστημα, αλλά είναι πρωθυπουργοκεντρικό».
Σε ό,τι αφορά στην Ελλάδα, ο Ευάγγελος Βενιζέλος τόνισε ότι «δεν είναι το θέμα μας πώς θα βγάλουμε το 2019 και αν οι εκλογές θα γίνουν το Μάιο με τις Ευρωεκλογές και τις Αυτοδιοικητικές εκλογές ή στη λήξη της τετραετίας», αλλά το πώς προβάλλεται η χώρα μέχρι το 2060.
«Όταν το ελατήριο της συσσωρευμένης ύφεσης οκτώ ετών δίνει ανάπτυξη στην περιοχή του 2% και η μακροπρόθεσμη προβολή είναι 1% περίπου, με αναιμική ανάπτυξη, με καχεκτική ανάπτυξη, με μη χρηματοδοτούμενη ανάπτυξη, θα κερδίσει η χώρα τη θέση της; Με τεράστιο δημοκρατικό πρόβλημα; Με σταδιακή μείωση του πληθυσμού;» διερωτήθηκε, εξηγώντας πως «αυτά δεν αντιμετωπίζονται υπό συνθήκες συνήθεις, υπάρχει ένα έκτακτο στοιχείο, το οποίο βεβαίως κρύβεται πίσω από τη συμβατικότητα και την παλαιότητα του τρόπου με τον οποίο διεξάγεται ο πολιτικός διάλογος στην Ελλάδα, και ο πολιτικός διάλογος συμπαρασύρει και τον κοινωνικό, σε μία γενική τυπικότητα, η οποία δεν βάζει το δάχτυλο εις τον τύπον των ήλων».
Ολόκληρη η ομιλία του κ. Βενιζέλου:
«Σας ευχαριστώ που με καλέσατε, χαίρομαι κάθε φορά που συμμετέχω σε εκδηλώσεις της ΟΚΕ γιατί με συνδέει με τον θεσμό η ανάμνηση της ένταξής του στο Σύνταγμα της χώρας, με την αναθεώρηση του 2001. Στη διαδικασία αυτή, όπως ίσως θυμάστε, από το 1995 έως το 2001, ήμουν ο γενικός εισηγητής της πλειοψηφίας και τότε, το 1995, όταν πρωτοδιατυπώθηκαν οι προτάσεις αυτές, είχε περάσει μόλις ένας χρόνος από τη ψήφιση και την έκδοση του ιδρυτικού νόμου της ΟΚΕ, του νόμου του 1994, στην σύνταξη του οποίου είχα επίσης μετάσχει ως μέλος της τελευταίας κυβέρνησης του Ανδρέα Παπανδρέου.
Θα ξεκινήσω από το θεσμικό μέρος. Για λόγους νομοτεχνικούς αλλά και ουσιαστικούς, η ΟΚΕ εντάχθηκε στο Σύνταγμα, στο κεφάλαιο περί Κυβέρνησης, στο άρθρο 82 παράγραφος 3, και της ανατίθενται αρμοδιότητες οι οποίες είναι πολύ ευρύτερες και πολύ σπουδαιότερες από τις αρμοδιότητες που προβλέπονται στον ιδρυτικό της νόμο, το νόμο 2232/1994. Στον αρχικό νόμο, η συμμετοχή της ΟΚΕ είναι εστιασμένη στα ζητήματα της διατύπωσης γνώμης για κρίσιμα νομοσχέδια. Με το Σύνταγμα, στην ΟΚΕ ανατίθεται η ευθύνη οργάνωσης του κοινωνικού διαλόγου για τη γενική πολιτική της χώρας και ειδικά για τις κατευθύνσεις της οικονομικής και κοινωνικής πολιτικής. Αλλά κοινωνικός διάλογος για τη γενική πολιτική της χώρας, σημαίνει κοινωνικός διάλογος που καλύπτει όλο το φάσμα των κρίσιμων και μεγάλων στρατηγικών αποφάσεων της εκάστοτε κυβέρνησης, που τελεί βεβαίως υπό τον έλεγχο και πρέπει να διαθέτει την εμπιστοσύνη της πλειοψηφίας της Βουλής.
Άρα, σύμφωνα με το Σύνταγμα, η ΟΚΕ έχει μία θεσμική σχέση αφενός μεν με την κυβέρνηση, αφετέρου δε με τη Βουλή. Η αρμοδιότητά της αφορά αφενός μεν τον κοινωνικό διάλογο για τη γενική πολιτική, αφετέρου δε τη διατύπωση γνώμης για τα νομοσχέδια. Αυτή η διατύπωση γνώμης αποκτά ουσιαστικό περιεχόμενο όχι όταν παίρνει τη μορφή μίας γνώμης επί συγκεκριμένου νομοσχεδίου, ή μίας ακρόασης από την αρμόδια Κοινοβουλευτική Επιτροπή στη διαδικασία της ψήφισης από την Ολομέλεια, αλλά όταν διατυπώνεται στο προνομοθετικό στάδιο, όταν διατυπώνεται κατά την κατάρτιση του νομοσχεδίου, πριν καν τη θέση ενός προσχεδίου νόμου σε κοινωνική διαβούλευση, όπως γίνεται τώρα. Προέβλεπε και προβλέπει ο Κανονισμός της Βουλής ότι η κυβέρνηση οφείλει να προαναγγείλει στην αρμόδια Επιτροπή, την πρόθεσή της να καταρτίσει και να καταθέσει νομοσχέδιο. Νομίζω ότι τότε είναι η στιγμή να απευθυνθεί και μία πρόσκληση στην κοινωνία, στους κοινωνικούς φορείς, στην ΟΚΕ, να μετάσχουν στην επεξεργασία. Γιατί όταν η μήτρα της συζήτησης, το αρχικό κείμενο, έχει προβλήματα, αυτά μεταφέρονται σε όλα τα επόμενα στάδια και είναι πολύ δύσκολο από ένα σημείο και μετά να παρέμβεις διαρθρωτικά σε ένα νομοσχέδιο. Δηλαδή σε ένα σύστημα ρυθμίσεων, εάν αυτό έχει αρχή, εάν αυτό έχει μία φιλοσοφία, υπηρετεί έναν στόχο, έχει μία συστηματική ενότητα.
Τώρα, η αλήθεια είναι ότι, πράγματι, στη διάρκεια της κρίσης, που δεν ήταν μία κατάσταση ανάγκης με την έννοια της εξαίρεσης, με την έννοια δηλαδή της εφαρμογής του άρθρου 48 του Συντάγματος για την κατάσταση πολιορκίας - η οικονομική κρίση δεν είναι κρίση ασφάλειας, ούτε κρίση προστασίας των δημοκρατικών θεσμών- εφαρμόσθηκαν προβλεπόμενοι από το Σύνταγμα θεσμοί ταχείας αντιμετώπισης των θεμάτων. Όπως είναι η έκδοση Πράξεων Νομοθετικού Περιεχομένου που κυρώνονται μετά από τη Βουλή, και ο χαρακτηρισμός νομοσχεδίων ως κατεπειγόντων, που σημαίνει άμεση ψήφιση από την Ολομέλεια της Βουλής. Αυτό, όχι απλώς συνεχίσθηκε το 2015, αλλά επιτάθηκε, εάν δει κανείς τον αριθμό των ΠΝΠ και τον αριθμό των κατεπειγόντων νομοσχεδίων.
Αυτό δεν σημαίνει όμως ότι δεν μπορούσε ή δεν μπορεί να οργανωθεί ένας διάλογος που αφορά την κρίση καθεαυτή. Αναρωτιέμαι όμως, με ποιους όρους θα μπορούσε να έχει διεξαχθεί ένας τέτοιος διάλογος και πού θα είχε καταλήξει. Θα είχε καταλήξει σε διατυπώσεις οι οποίες θα ήταν γόνιμες, θα ήταν πρακτικές, ή στη διατύπωση μίας εύκολης κοινωνικής ρητορείας, συμπαθητικής, εχθρικής για αυτούς που σήκωναν το βάρος των δύσκολων αποφάσεων. Και που έκαναν τις ακόμα πιο δύσκολες διαπραγματεύσεις με τους εταίρους και πιστωτές, υπό συνθήκες πίεσης και υπό την απειλή της ασύντακτης χρεοκοπίας και της κατάρρευσης της χώρας; Όσοι διετύπωναν με ευκολία δήθεν εναλλακτικές προτάσεις πριν το 2015, έζησαν στο πετσί τους τι σημαίνει η διαφορά μεταξύ ευκολίας και δυσκολίας. Η δυσκολία γεννά την ευθύνη, η ευκολία γεννά την απλούστευση, τη δημαγωγία, το λαϊκισμό και τον κίνδυνο για τη χώρα. Και ο κίνδυνος αυτός δεν έχει, δυστυχώς, ξεπερασθεί, όπως δείχνει η κατάσταση στο τραπεζικό σύστημα, όπως δείχνει η κατάσταση σε χώρες όπως η Ιταλία, όπως δείχνει η κατάσταση σε πολλές άλλες χώρες στην Ευρώπη, σε σχέση με την ποιότητα της δημοκρατίας και των δημοκρατικών θεσμών.
Συμφωνώ, επίσης, ότι είναι άλλο πράγμα οι κοινωνικοί εταίροι και η διαδικασία των συλλογικών συμβάσεων εργασίας, δηλαδή η διαδικασία της συλλογικής αυτονομίας που κατοχυρώνεται στο άρθρο 22 του Συντάγματος, και άλλο πράγμα ο εν ευρεία εννοία κοινωνικός διάλογος. Ο κοινωνικός διάλογος όμως δεν έχει στον πυρήνα του διαφορετική ποιότητα θεσμική από την αντιπροσωπευτική δημοκρατία και τα προβλήματά της. Γιατί και ο κοινωνικός διάλογος είναι διάλογος δια αντιπροσώπων, πρόκειται για ένα αντιπροσωπευτικό σύστημα κοινωνικού διαλόγου.
Άρα, όλα τα προβλήματα συμμετοχής, αντιπροσώπευσης, νομιμοποίησης, αποδοχής από την κοινωνία υπάρχουν εξίσου για το πολιτικό σύστημα και τη συνταγματική οργάνωση της αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας, με επίκεντρο το Κοινοβούλιο, αλλά και για τον κοινωνικό διάλογο, για τη συνδικαλιστική εκπροσώπηση, για το ρόλο της τοπικής αυτοδιοίκησης, για τη συνεταιριστική εκπροσώπηση και την εκπροσώπηση άλλων οντοτήτων, που λειτουργούν με τεκμήριο αντιπροσώπευσης. Δεν εκφράζεται η κοινωνία άμεσα και ο βαθμός ενημέρωσης και πραγματικής συμμετοχής είναι πάρα πολύ μικρός, γιατί, βεβαίως, η κοινωνία είναι πολύπλοκη και είναι και μία κοινωνία κινητική και φευγαλέα.
Αλλάζουν οι θέσεις, αλλάζουν οι στάσεις, αλλάζει και η αυτοτοποθέτηση μέσα στην κοινωνία. Έχουν συντελεσθεί και συντελούνται συγκλονιστικές μεταβολές στη διαστρωμάτωση και στο πώς βλέπει κανείς τον εαυτό του από πλευράς εισοδηματικής κατάστασης και, τελικά, κοινωνικής θέσης. Υπάρχουν επίσης, όπως ειπώθηκε, αλλά θέλω να το συνειδητοποιήσουμε αυτό, μεγάλα τμήματα του πληθυσμού, τμήματα της κοινωνίας τελικά, που δεν εκπροσωπούνται καθόλου στον κοινωνικό διάλογο, ούτε στην ΟΚΕ. Ποιος εκπροσωπεί με επάρκεια τους ανέργους; Ποιος εκπροσωπεί με επάρκεια τους εργαζόμενους μετανάστες; Ποιος εκπροσωπεί αυτούς που βρίσκονται υπό δυσμενείς συνθήκες;
Χθες μιλούσαμε στο Στρασβούργο σε μία εκδήλωση για το λεγόμενο ζήτημα της Μανωλάδας που δεν έχει λυθεί, παρότι πρόκειται για συνθήκες ειλωτίας στην πραγματικότητα και για παραβίαση του άρθρου 4 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου. Ποιος εκπροσωπεί πραγματικά τους συνταξιούχους, όχι μέσα από μία εκπροσώπηση, η οποία έχει επί δεκαετίες τώρα, έντονα κομματικά χαρακτηριστικά.
Βρισκόμαστε πράγματι σε συνθήκες κρίσης της ευρωπαϊκής δημοκρατίας, σε τι συνίσταται αυτή η κρίση; Η κρίση της δημοκρατίας είναι πρωτίστως η αμφισβήτηση των αντιπροσωπευτικών και συλλογικών θεσμών. Οι κοινωνίες είναι φοβικές, ισοπεδωτικές, εκφράζονται δημοκρατικά, δηλαδή πλειοψηφικά, πολύ συχνά με σαρωτικές πλειοψηφίες, αλλά θέλουν μονοπρόσωπα ισχυρά πρόσωπα, έστω και αν δεν είναι προεδρικό το σύστημα, αλλά είναι πρωθυπουργοκεντρικό. Ο κ. Orban είναι πρωθυπουργός ενός κοινοβουλευτικού συστήματος. Πρόκειται για δημοκρατίες αυταρχικές και μη φιλελεύθερες.
Θα δούμε όμως και το σκέλος του κράτους δικαίου. Ποια είναι τα όρια του κοινωνικού διακόπτουν στο σκέλος του φιλελευθερισμού, στο σκέλος των θεμελιωδών δικαιωμάτων; Μπορούν να αντιμετωπιστούν ζητήματα δικαιωμάτων γενικότερα –πολιτικών, ατομικών, κοινωνικών– με πλειοψηφία στη Βουλή ή με συναίνεση στον κοινωνικό διάλογο ερήμην των ενδιαφερομένων; Το δικαίωμα αφορά έναν, αφορά λίγους, αφορά τους πιο ιδιόρρυθμους. Δεν μπορείς να θίξεις το δικαίωμα ούτε μέσα από το νόμο, γιατί το προστατεύει το Σύνταγμα, ούτε μέσα από τη συναίνεση των πολλών εις βάρος των λίγων, που συνιστούν μειονότητα ή που συνιστούν την ιδιόρρυθμη και μοναδική περίπτωση.
Υπάρχει επίσης το ζήτημα του κορπορατισμού. Κοινωνικός διάλογος σημαίνει ότι η κοινωνία, που εκπροσωπείται κατά βάση συντεχνιακά, συνδικαλιστικά, συνεταιριστικά, αίρεται στο επίπεδο του γενικού συμφέροντος. Η άρση στο επίπεδο του γενικού συμφέροντος είναι αυτό που προσφέρει η Βουλή, διότι πρέπει να μπορεί να συγκρουστεί με τα επιμέρους συμφέροντα ή να τα συνθέσει, ανάλογα με την περίσταση, ανάλογα με την ανάγκη. Αν υπάρχουν στοιχεία κορπορατισμού, τα οποία είχαν ανθίσει στο μεσοπόλεμο, δεν μπορούμε να κάνουμε αυτό που απαιτείται, δηλαδή την υπέρβαση στο επίπεδο του γενικού συμφέροντος. Στη χώρα μας έχει λειτουργήσει η Γερουσία από το 1927 μέχρι το 1935, με σύνθεση εν μέρει επαγγελματική. Τα 2/12 της Γερουσίας, του Συντάγματος του 1924-1927 ήταν επαγγελματικοί εκπρόσωποι, μαζί με εκλεγμένους άμεσα και μαζί με αριστίνδην εκλεγμένους από τη Γερουσία και τη Βουλή σε κοινή συνεδρίαση. Άρα εκεί ήσαν μέσα στο χωνευτήρι ενός δεύτερου αντιπροσωπευτικού οργάνου.
Άρα υπάρχει πάντα το ερώτημα, ποιος εκφράζει και ποιος συνθέτει το γενικό συμφέρον. Ούτε είναι δυνατόν να λύσεις τα προβλήματα αυτά με σχήματα διαβουλευτικής δημοκρατίας, όπως έχουν κάνει στην Ιρλανδία τώρα, μία Επιτροπή 100 ατόμων, μερικών που έχουν υποδειχθεί από κόμματα και μερικών που έχουν επιλέγει με κριτήρια ποιοτικής έρευνας δημοσκοπικών επιχειρήσεων.
Συμφωνούμε για τον κοινωνικό διάλογο και για το μέλλον της χώρας, στο επίπεδο των αυτονόητων γενικοτήτων. Όταν διατυπώνουμε, με στερεότυπα, γενικότητες και αυτονόητα, συμφωνούμε όλοι. Είδα και τη μελέτη που έκανε η διαΝΕΟσις, πόσα πολλά είναι τα πεδία στα οποία υπάρχει σύμπτωση απόψεων όλων των φορέων –κοινωνικών, θεσμικών, ερευνητικών– που έχουν διατυπώσει απόψεις για τη φορολογία, για δημόσια διοίκηση, για την εκπαίδευση και ούτω καθεξής, με διαφωνίες, βεβαίως, στην αγορά εργασίας και στην κοινωνική ασφάλιση, όπου είναι διαφορετικοί οι ταξικοί ρόλοι, οι ρόλοι στην παραγωγή. Αλλά όταν πας να τα εξειδικεύσεις αυτά, καταρρέει το αυτονόητο της γενικότητας. Βεβαίως όλοι θέλουμε ανάπτυξη, όλοι θέλουμε ανταγωνιστικότητα, όλοι θέλουμε την επάνοδο στην κανονικότητα, όλοι θέλουμε την ευρωπαϊκή προοπτική, και τι συμβαίνει; Όταν πας να τα εξειδικεύσεις αυτά βρίσκεσαι μπροστά σε ανυπέρβλητα διλήμματα, σε συγκρούσεις, σε αντιθέσεις.
Αυτά όλα –και αυτή είναι η τελευταία μου παρατήρηση – θα μπορούσαμε να τα συζητούμε με άνεση υπό όρους κανονικότητας. Η χώρα δεν βρίσκεται υπό όρους κανονικότητας. Δεν είναι το θέμα μας πώς θα βγάλουμε το 2019 και αν οι εκλογές θα γίνουν το Μάιο με τις Ευρωεκλογές και τις Αυτοδιοικητικές εκλογές ή στη λήξη της τετραετίας. Το θέμα είναι η υπονόμευση της επόμενης περιόδου, η εξ αντικειμένου, ανεξαρτήτως προθέσεων, ναρκοθέτηση της επόμενης περιόδου και βεβαίως το πώς προβάλλεται η χώρα μέχρι το 2060. Πώς προβάλλεται; Όταν το ελατήριο της συσσωρευμένης ύφεσης οκτώ ετών δίνει ανάπτυξη στην περιοχή του 2% και η μακροπρόθεσμη προβολή είναι 1% περίπου, με αναιμική ανάπτυξη, με καχεκτική ανάπτυξη, με μη χρηματοδοτούμενη ανάπτυξη, θα κερδίσει η χώρα τη θέση της; Με τεράστιο δημοκρατικό πρόβλημα; Με σταδιακή μείωση του πληθυσμού; Με προβλήματα συσχετισμών στην περιοχή; Αυτά δεν αντιμετωπίζονται υπό συνθήκες συνήθεις, υπάρχει ένα έκτακτο στοιχείο, το οποίο βεβαίως κρύβεται πίσω από τη συμβατικότητα και την παλαιότητα του τρόπου με τον οποίο διεξάγεται ο πολιτικός διάλογος στην Ελλάδα, και ο πολιτικός διάλογος συμπαρασύρει και τον κοινωνικό, σε μία γενική τυπικότητα, η οποία δεν βάζει το δάχτυλο εις τον τύπον των ήλων.
Σας ευχαριστώ πολύ».