Δεν είχαν καν συμπληρωθεί τέσσερις μήνες από τη σαρωτική νίκη του στις γαλλικές προεδρικές εκλογές του 2017, όταν ο Εμανουέλ Μακρόν έφθανε στην Αθήνα επιλέγοντας την ως προορισμό του πρώτου επίσημου ταξιδιού που θα πραγματοποιούσε στο εξωτερικό με την ιδιότητα του προέδρου της Γαλλικής Δημοκρατίας. Την επομένη της άφιξής του, 27 Αυγούστου 2017, θα ανέβαινε στον λόφο της Πνύκας για να παρουσιάσει από το βήμα-σύμβολο της αρχαίας Αθηναϊκής Δημοκρατίας το όραμά του για μια νέα, πιο συμμετοχική, πιο αλληλέγγυα και κυρίως πιο προστατευτική Ευρώπη. Ήταν, όμως, ταυτόχρονα η αφορμή που προφανώς επιζητούσε ο Γάλλος πρόεδρος για να επιστρέψει στον τόπο του παρ’ ολίγον εγκλήματος που, ως μέλος της τότε γαλλικής κυβέρνησης, ήξερε πολύ καλά ότι θα είχε συντελεσθεί το 2015 αν ο προκάτοχός του, Φρανσουά Ολάντ, δεν είχε παρέμβει αποτρέποντας τον εξοστρακισμό της Ελλάδας από την ευρωζώνη.
Ο Μακρόν είχε συμμετάσχει ενεργά στην επιχείρηση διάσωσης και είχε προφανώς καταλάβει απολύτως το διακύβευμά της. Όπως είχε πολύ καλά καταλάβει ότι στη θέση του θα βρισκόταν η Μαρίν Λεπέν, η χαρισματική ευρωσκεπτίστρια αντίπαλός του στις γαλλικές προεδρικές εκλογές, αν ο ίδιος δεν είχε καταφέρει να πείσει τη συντριπτική πλειονότητα των συμπατριωτών του να τον στηρίξει στη διεκδίκηση της ηγεσίας της χώρας του και στη διπλή προσπάθειά του να επαναθεμελιώσει το πολιτικό σύστημα της πατρίδας του και να συμβάλει στην επανεκκίνηση του ευρωπαϊκού εγχειρήματος.
Στην πραγματικότητα το μήνυμα που έστελνε ο νέος Γάλλος πρόεδρος από το βήμα της Πνύκας ήταν πολύ σαφές: ή οι εταίροι της Ευρωπαϊκής Ενωσης θα συνειδητοποιούσαν ότι η ελληνική οικονομική κρίση δεν ήταν παρά ένα πρώτο παράδειγμα της συλλογικής αποτυχίας στην οποία είχε καταλήξει δεκαεφτά χρόνια μετά την ιδρυτική συνθήκη του Μάαστριχτ και θα άλλαζαν τη ρότα της ή η αποτυχία της θα γενικευόταν και η διάλυση του ευρωπαϊκού συνεταιρισμού θα καθίστατο αναπόφευκτη. Ο δρόμος του ευρωπαϊκού μέλλοντος θα οδηγούσε στο παρελθόν της «εποχής των άκρων» και της σύγκρουσης των εθνικισμών, η αποφυγή των οποίων είχε αποτελέσει εξ αρχής την κατ’ εξοχήν ευρωπαϊκή ιδέα.
Για τον Μακρόν τα πράγματα ήταν από τότε πολύ καθαρά: αν η Ευρωπαϊκή Ένωση δεν έθετε ως προτεραιότητά της τον εκδημοκρατισμό των θεσμών της, την ενίσχυση της αλληλεγγύης μεταξύ των κρατών-μελών της και την προστασία των λαών της από τις συνέπειες της σιδηράς δημοσιονομικής πειθαρχίας, που είχε συνομολογηθεί, η αλήθεια είναι ότι, ως προϋπόθεση της νομισματικής ένωσής της, θα οδηγείτο σε ένα αδιέξοδο, από το οποίο οι μόνοι που θα μπορούσαν να την απεγκλωβίσουν διαλύοντάς τη θα ήταν κάτι διασώστες με στολές εθνολαϊκιστών που περίμεναν εκεί έξω έτοιμοι να επέμβουν.
Δεν ήταν τυχαίο ότι, αν δεν κάνω λάθος, ήταν από τον λόφο της Πνύκας που για πρώτη πρώτη φορά ο Εμανουέλ Μακρόν θα χρησιμοποιούσε τον όρο «ευρωπαϊκή κυριαρχία» και θα επέμενε στην ανάγκη να γίνει η ανάκτησή της πρωταρχικός στόχος και προϋπόθεση μακροημέρευσης της Ευρωπαϊκής Ένωσης, αφού εκτός της δικής της κλίμακας δεν θα μπορούσε εφεξής να υπάρξει καμιά άλλη μορφή εθνικής κυριαρχίας που να έχει μάλιστα τη δυνατότητα να αντιμετωπίσει φαινόμενα όπως αυτό της κλιματικής αλλαγής ή προκλήσεις σαν κι αυτές που μοιραία θα πολλαπλασιάζονται με καταιγιστικούς ρυθμούς σε έναν κόσμο όλο και πιο πολύπλοκο και όλο και πιο βαθιά βυθιζόμενο στο χάος μιας άναρχης παγκοσμιοποίησης και μιας ανεξέλεγκτης απορρύθμισης των διεθνών σχέσεων και των συστημάτων κοινωνικής προστασίας. Μπορεί να μην ήταν αυτολεξεί τα λόγια του. Ηταν, ωστόσο, ακριβώς αυτό το νόημα του οράματός του. Όπως ήταν εξίσου κατανοητό τόσο το προς γνώσιν και συμμόρφωσιν τίνων το διατύπωνε όσο και το ποια ήταν ακριβώς τα κέντρα προς τα οποία λάκτιζε εις μάτην.
Το Βερολίνο έκανε πως δεν κατάλαβε. Οι Βρυξέλλες άκουσαν με συγκατάβαση τις παραινέσεις για ένα «νέο ευρωπαϊκό ξεκίνημα». Οι ευρωπαϊκοί θεσμοί συνέχισαν να βαδίζουν στην πεπατημένη που είχαν μάθει, λογίζοντας δείκτες και αριθμούς και βγάζοντας ίσως το συμπέρασμα ότι οι προειδοποιήσεις του Μακρόν για τους κινδύνους που διέτρεχε το ευρωπαϊκό εγχείρημα αποτελούσαν μάλλον προκαταβολική ομολογία της αδυναμίας και της νέας γαλλικής κυβέρνησης να πιάσει τις επιδόσεις των βορειοευρωπαϊκών οικονομιών παρά μια πραγματική ανησυχία για τη βιωσιμότητα του ευρωπαϊκού οικονομικού μοντέλου. Χρειάστηκε να περάσουν τριάμισι ολόκληρα χρόνια ξεροκεφαλιάς, σαράντα κύματα πάνω από τον γαλλογερμανικό άξονα και μια θανατηφόρα πανδημία, που θα έφερνε το ευρωπαϊκό οικονομικό μοντέλο στο χείλος της κατάρρευσης, για να αντιληφθούν, εκόντες άκοντες, απαξάπαντες όλοι οι εταίροι ότι όσο η Ευρωπαϊκή Ένωση αρμενίζει θεωρώντας στραβό τον γιαλό της κοινοτικής αλληλεγγύης και της ευρωπαϊκής κυριαρχίας τόσο η απόστασή της από τα βράχια θα μειώνεται με διαρκώς αυξανόμενη ταχύτητα.
Μένει τώρα να φανεί πόσος χρόνος θα χρειαστεί να περάσει, πόσα ακόμη κύματα θα πρέπει να κλυδωνίσουν τον γαλλογερμανικό άξονα και πόσα συμφέροντα θα πρέπει να πάψουν να συγκρούονται, για να συμφωνήσουν όλοι ότι δεν μπορεί να υπάρξει ευρωπαϊκή κυριαρχία χωρίς κοινή αντίληψη των κινδύνων που απειλούν την ασφάλειά της. Αν έγινε το πρώτο βήμα πολιτικής ολοκλήρωσης του ευρωπαϊκού εγχειρήματος με τη σύσταση του Ταμείου Οικονομικής Ανασυγκρότησης της Ε.Ε., ένα δεύτερο άλμα πρέπει να γίνει για να αποδειχθεί ότι η γαλλογερμανική συνεννόηση μπορεί να είναι εξίσου παραγωγική και στο έτι κρισιμότερο επίπεδο της ασφάλειας και της ακεραιότητας των κρατών-μελών της
Ένωσης.
Όσοι έσπευσαν να πιστέψουν ότι μετά τη συνάντηση Μακρόν - Μέρκελ στην παραθεριστική κατοικία του πρώτου στην Μπρεγκανσόν άρχισαν να ενεργοποιούνται τα ευρωπαϊκά ανακλαστικά προ του κινδύνου που αντιπροσωπεύει για την ασφάλεια της Ε.Ε. η κλιμάκωση της τουρκικής επιθετικότητας είτε βιάστηκαν να βγάλουν συμπεράσματα είτε απλώς δεν διάβασαν τι απορίες διατύπωνε την παραμονή της συνάντησης ένα γερμανικό μέσο όπως η «Ντόιτσε Βέλε» και τι συστάσεις έκανε προς τη γερμανική πλευρά ένα γερμανικό ίδρυμα όπως το «Κόνραντ Αντενάουερ».
Η πρώτη διερωτάτο «τι έχει πιάσει τον Γάλλο πρόεδρο με την Τουρκία». Το δεύτερο σύστηνε «στρατηγική υπομονή». Αν δεν ήταν εκ του πονηρού το ερώτημα της πρώτης, ήταν τουλάχιστον ανησυχητικά αφελές. Αν δεν ήταν υποβολιμαία η σύσταση του δεύτερου, ήταν σίγουρα εξωπραγματική. Διότι, δεν είναι μόνον ολοφάνερο το γεγονός ότι η επιδιωκόμενη από τη νεο-οθωμανική Τουρκία του Ερντογάν γεωστρατηγική επικυριαρχία στο τρίγωνο Μεσοποταμία - Μέση Ανατολή - Βόρεια Αφρική έρχεται σε ευθεία σύγκρουση με τον ρόλο της Ευρώπης στην περιοχή. Έχουν γίνει ακόμα πιο φανερά δύο ακόμα χειρότερα δεδομένα:
Πρώτον, ο ανταγωνισμός της Τουρκίας με τη Σαουδική Αραβία για την «ιδεολογική ηγεμονία» του μουσουλμανικού κόσμου αναπτύσσεται από τουρκικής πλευράς κατά τρόπο ιδιαίτερα επιζήμιο για την εσωτερική ασφάλεια της Ευρώπης. Δεύτερον, ότι το περί «Γαλάζιας Πατρίδας» αφήγημα του νεο-οθωμανισμού αποτελεί απλώς τον φερετζέ ενός συστηματικού και μόνιμου επεκτατισμού με ακτίνα δράσης που τον καθιστά διηπειρωτικό. Αλλά στο σημείο αυτό θα επανέλθουμε εκτενέστερα, γιατί είναι αυτό που εξηγεί τον λόγο για τον οποίο ο Μακρόν έχει χάσει την υπομονή του με τους Τούρκους. Γιατί είναι αυτό που καθιστά ακόμα πιο ανησυχητική την έλλειψη κοινής ευρωπαϊκής γεωστρατηγικής αντίληψης.
*Αναδημοσίευση από τον Φιλελεύθερο του σαββατοκύριακου 29-30 Αυγούστου.