Οσμή από πρακτικές παλαιοτέρων εποχών, που η ελληνική κοινωνία θα ήθελε να ξεχάσει, αλλά «κάποιοι» συστηματικά δεν την αφήνουν, αναδύεται από τις νέες αποκαλύψεις στο σκάνδαλο της Folli Follie.
Οι αναφορές, από την έκθεση διαχειριστικού ελέγχου της PwC, σαφώς και δεν έχουν αποδειχθεί αφού, αφορούν μαρτυρίες και ενδείξεις προς περαιτέρω διερεύνηση. Είναι ωστόσο ενδεικτικές πρακτικών συναλλαγής που ενδεχομένως να έλαβαν χώρα με αντικείμενο την παροχή διευκολύνσεων προς την οικογένεια Κουτσολιούτσου ως προς τη διαχείριση του σκανδάλου, αλλά και πιθανής διοχέτευσης χρήματος που έφευγε κάτω από το τραπέζι από την ίδια με αποδέκτες συμβούλους πολιτικών που βρίσκονταν στην εξουσία την επίμαχη περίοδο του 2018. Όταν, δηλαδή, η «χρυσοφόρος» εταιρεία εισερχόταν στη δίνη μιας καλοστημένης απάτης την οποία έστησε η ίδια της η ιδιοκτησία με θύμα τους μετόχους, το επενδυτικό κοινό, αλλά και την επιχειρηματική αξιοπιστία της χώρας. Και για την αντιμετώπιση των συνεπειών της οποίας, όπως εμφανίζεται τουλάχιστον στα στοιχεία που είδαν το φως της δημοσιότητας, πιθανόν να αναζήτησε την αρωγή της πολιτικής εξουσίας.
Τα στοιχεία από την έκθεση της PwC, ήδη βαδίζουν την οδό της νομικής και ποινικής διερεύνησης, από την οποία θα αποδειχθεί το κατά πόσον είναι αληθή, όσο και το ποιους, πράγματι, αφορούν. Δεν παύουν όμως να υπενθυμίζουν μια βαριά παθογένεια του ελληνικού μεταπολεμικού συστήματος: αυτό που δυο δεκαετίες πριν ορίστηκε ως διαπλοκή. Δηλαδή τη διασύνδεση ενός μη υγιούς τμήματος του επιχειρείν με πρόσωπα που μετέχουν στη διαχείριση της εξουσίας. Και την συνεπακόλουθη ροή χρήματος προς τα πολιτικά αυτά πρόσωπα, από επιχειρηματίες που δεν δίσταζαν να «πληρώνουν» για την επίτευξη των σκοπών τους.
Το πολιτικό χρήμα, απασχολεί τη δημοσιότητα εδώ και δεκαετίες. Μόνο τα χρόνια από τη μεταπολίτευση και μετά, δεκάδες υποθέσεις που αφορούσαν πιθανές ροές χρημάτων προς τους εκάστοτε κυβερνώντες, είδαν το φως της δημοσιότητας. Οι περισσότερες, δεν στάθηκε δυνατόν να στοιχειοθετηθούν. Ορισμένες ωστόσο αποδείχθηκαν και διαμορφώνουν μέχρι σήμερα το τεκμήριο μιας «ένοχης σχέσης» που έχει στιγματίσει αρκετές φορές τη χώρα μας –δια των προσώπων- στο διεθνές επενδυτικό και επιχειρηματικό περιβάλλον.
Και η υπόθεση της Folli Follie, δείχνει ακριβώς να ακολούθησε – εφόσον κάτι τέτοιο αποδειχθεί ότι συνέβη- αυτήν την πεπατημένη. Η «λαμπερή» εισηγμένη, που μέχρι το 2018 αποτελούσε τον πρεσβευτή της χώρας στο διεθνές retail, πέφτει στην παγίδα που η ίδια έστησε για όσους την εμπιστεύτηκαν. Για την ακρίβεια, βέβαια, η αλήθεια αποκαλύπτεται (όπως συμβαίνει στις περισσότερες τέτοιες περιπτώσεις) από έναν ξένο. Μια και για τους εγχώριους όλα έβαιναν καλώς…
Την κρίσιμη στιγμή, την οποία αποκαλύπτονται τα πρώτα στοιχεία της απάτης των Κουτσολιούτσων (δηλαδή ότι ο ασιατικός βραχίονας στον οποίο στήριζε τα μεγέθη της, απλά δεν υπήρχε) ο όμιλος που τιμήθηκε με τα βραβεία του Ανατέλλοντος Ηλίου, εμφανίζεται να αναζητά προστασία από τις εγχώριες αρχές.
Οι αποκαλύψεις από τον έλεγχο της PwC (σ.σ. που σημειωτέον αποτελούν προς το παρόν μαρτυρίες και όχι τεκμήρια) αναφέρουν ότι ο υπεύθυνος ασφαλείας της Folli Follie, ζήτησε από τον Τζώρτζη Κουτσολιούτσο χρήματα, προκειμένου να καλυφθούν κάποιες “ανάγκες” και να “διατεθεί ένα κονδύλι” προς τους κυβερνητικούς “συμμάχους” το κρίσιμο αυτό διάστημα του Μαΐου του 2018. Για την ακρίβεια, ο συνεργάτης φέρεται να ζήτησε το ποσό των 80.000 ευρώ, για το οποίο ο υιός Κουτσολιούτσος εμφανίζεται να απαντά “nai”, στο σχετικό email.
Ο έλεγχος της PwC αναφέρει πως δεν έχει βρεθεί άλλη επικοινωνία επί του θέματος και πως δεν ήταν δυνατόν να επαληθευτεί το περιεχόμενο των επικοινωνιών αυτών. Ωστόσο, όπως αναφέρεται στην έκθεση, σε ατζέντα που εντοπίστηκε στα γραφεία της εταιρείας και που πιθανολογείται ότι ανήκει στον ταμία της, καταγράφεται καταχώρηση με την περιγραφή “Ν.ΣΑΚΚΟΣ (ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΚΕΦ/ΑΓΟΡΑ)» για ποσό 80.000 και με ημερομηνία 14-05-2018. Από την πλευρά του, ο υπεύθυνος ασφαλείας, στην έκθεση, επιβεβαίωσε ότι υπήρξε ένα αίτημα ύψους 80.000 ευρώ, αλλά υποστήριξε ότι δεν θυμόταν αν το αίτημα ήταν για πληρωμή σε μετρητά ή για κάποιο είδος φιλανθρωπικής δωρεάς.
Η «ουρά» του email αυτού, ανάμεσα στα περισσότερα από 1,2 εκατομμύρια ηλεκτρονικά αρχεία από δεδομένα που επεξεργάστηκαν τα στελέχη της PwC, είναι αυτή που πιθανόν να καταλήγει σε ροή πολιτικού χρήματος. Αυτό, όμως θα το αποδείξει η περαιτέρω έρευνα.
Το κρίσιμο ερώτημα, εφόσον υπήρξε όντως διοχέτευση εταιρικού χρήματος προς πολιτικούς που ασκούσαν άμεσα ή έμμεσα εξουσία την περίοδο εκείνη, είναι το κατά πόσον μια τέτοια «χορηγία» μπορεί να έχει σχέση και με την καθυστερημένη αντίδραση της τότε διοίκησης της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς, στα όσα συνέβησαν μετά την αποκάλυψη της καλοστημένης απάτης. Και συγκεκριμένα:
- Για ποιο λόγο καθυστέρησε η αναστολή διαπραγμάτευσης της μετοχής,
- Για ποιο λόγο καθυστέρησε η επιβολή προστίμων και διαχειριστικών ελέγχων, αλλά και
- Για ποιο λόγο καθυστέρησε η αποστολή της μηνυτήριας αναφοράς προς τη δικαιοσύνη.
Πρόκειται για τρία ερωτήματα που αναμφίβολα θα μας απασχολήσουν στο μέλλον. Προς το παρόν, πάντως, αναδεικνύουν την ανεπάρκεια του θεσμού της ανεξάρτητης Αρχής την περίοδο εκείνη. Ανεπάρκεια που είχε σαν συνέπεια να καθυστερήσει 21 ημέρες η αναστολή διαπραγμάτευσης της μετοχής και 94 ημέρες μέχρι να επιβληθούν τα πρώτα, χλιαρά, πρόστιμα στους διοικούντες την εταιρεία. Και βέβαια να παρασχεθεί η ευκαιρία στον Τζώρτζη Κουτσολιούτσο, να παραμείνει CEO και μετέπειτα μέλος του ΔΣ της εταιρείας, μέχρι το Δεκέμβριο του 2019. Έχοντας, προφανώς τη δυνατότατα να επηρεάζει δεδομένα και καταστάσεις.
Η εικόνα αυτή άλλαξε, μετά την κυβερνητική αλλαγή και την σκυτάλη στην Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς η νέα ηγεσίας την οποίας έφερε και το θεσμικό πλαίσιο που επέτρεψε την αλλαγή στα ΔΣ εταιρειών που παρεμποδίζουν ελέγχους, όπως συνέβαινε με την οικογένεια Κουτσολιούτσου. Η αλλαγή αυτή σε συνδυασμό με την υιοθέτηση νέων κανόνων εταιρικής διακυβέρνησης για τις εισηγμένες φέρνει μια νέα εποχή στον έλεγχο της δραστηριότητας του επιχειρείν και την εμπέδωση περιβάλλοντος αξιοπιστίας για τη δράση των ελληνικών επιχειρήσεων.
Για το σκοτεινό καλοκαίρι του 2018, όμως, οι υποψίες για τη ροή πολιτικού χρήματος θα συνεχίσουν –μέχρι να αποδειχθούν ή το αντίθετο- να θέτουν ερωτήματα για το αν οι Κουτσολιούτσοι επιχείρησαν ή όχι μια «εύκολη» εξαγορά. Για να κερδίσουν χρόνο για την άμυνά τους. Ιδιαίτερα καθώς, όπως επίσης καταγράφει η έκθεση της PwC, είχαν βγάλει και αντίστοιχα «εύκολο χρήμα». Αποκομίζοντας ποσά που ξεπερνούν αθροιστικά τα 180 εκατ.ευρώ από τις πωλήσεις μετοχών (μέσω placements), μερισμάτων και επιστροφών κεφαλαίου της Folli Follie, αφού τα προηγούμενα χρόνια, όπως κατηγορούνται, είχαν «φουσκώσει» με λογιστικά τρικ τα οικονομικά μεγέθη της Χρυσής εισηγμένης».