Ο Γιάννης Παυλόπουλος είχε γεννηθεί στις 29 Ιουνίου του 1941 στην Καρδαμύλη Μεσσηνίας, στην περιοχή της Μάνης. Οι γονείς του, μεσσηνιακής καταγωγής, κατοικούσαν στην Αθήνα, στην περιοχή του Μεταξουργείου και ύστερα μετακόμισαν στο Περιστέρι και συγκεκριμένα στην περιοχή της Αγίας Τριάδας. Σε ηλικία 5 ετών μένει ορφανός από μητέρα και μεγαλώνει με τον πατέρα του Γιώργο και τον μικρό αδερφό του Βασίλη. Ο Γιάννης Πουλόπουλος από μικρός είχε κλίση στο τραγούδι.
Παρακινημένος από τους φίλους του, που τον άκουγαν να τραγουδάει, αλλά και έχοντας ο ίδιος μεγάλη πίστη στις φωνητικές του ικανότητες, πήγαινε στην εταιρεία Columbia το 1962 κάνοντας προσπάθειες για να πει κάποια τραγούδια που γίνονταν τότε ακροάσεις, ζητώντας να τον ακούσουν, αλλά κανείς δεν του έκλεισε κάποιο ραντεβού. Συνέχιζε να ζητάει ακρόαση σχεδόν καθημερινά, παρ' όλα τα μεροκάματα που έχανε αφού δούλευε τότε σαν ελαιοχρωματιστής και οικοδόμος, ενώ παράλληλα έπαιζε ποδόσφαιρο στον Άγιο Ιερόθεο και στον Ατρόμητο.
Την ίδια χρονική περίοδο φοιτούσε στη νυχτερινή σχολή ΝΤΗΖΕΛ, με ειδικότητα ηλεκτρολόγου. Τα κατάφερε και μπήκε στο στούντιο για να ηχογραφήσει το πρώτο του τραγούδι, σε μουσική και στίχους του Μπάμπη Δαλιάνη, με τον τίτλο «Κορμί μου πονεμένο». Στην πίσω πλευρά του δίσκου 45 στροφών θα έμπαινε το τραγούδι «Στο άδειο προσκεφάλι», που όμως το είπε ο Στέλιος Καζαντζίδης. Τελικά το τραγούδι δεν κυκλοφορεί και μένει ως δείγμα στην Columbia. Όταν η εταιρεία κάνει εκκαθάριση στο δυναμικό της, ώστε από 500 άτομα να κρατήσει 50, τον ακούει μια επιτροπή ακροάσεων που την αποτελούσαν ο Μίκης Θεοδωράκης, ο Απόστολος Καλδάρας, ο Βασίλης Τσιτσάνης και ο Γιάννης Παπαϊωάννου. Τότε ο Γιάννης Πουλόπουλος διάλεξε να πει δύο δύσκολα τραγούδια: το "Μάνα μου και Παναγιά" και το «Παράπονο».
Ο Μίκης είπε: "Αυτόν εγώ θα τον κάνω τραγουδιστή", και του έδωσε τρία τραγούδια στο θεατρικό έργο του Ιάκωβου Καμπανέλλη Η γειτονιά των αγγέλων, που εκείνη τη χρονιά (1963) ανεβαίνει στο θέατρο Ρεξ από τον θίασο Τζένης Καρέζη–Νίκου Κούρκουλου. Τα: "Στρώσε το στρώμα σου για δυο", "Δόξα τω Θεώ" και "Το ψωμί είναι στο τραπέζι". Αυτά είναι και τα πρώτα τραγούδια που ηχογραφεί σε δίσκο ο Πουλόπουλος, τα οποία αργότερα θα δισκογραφήσει στην ίδια εταιρεία και ο Γρηγόρης Μπιθικώτσης με τον οποίο ωστόσο δεν είχε καλή σχέση. Ετσι, φεύγει από την Columbia και υπηρετεί τη στρατιωτική του θητεία.
Η συνέχεια βρίσκει τον Γιάννη Πουλόπουλο να τραγουδάει σε μπουάτ στην Πλάκα (Το στέκι του Γιάννη, Ταβάνια, κ.ά.) Στη Λύρα ηχογραφεί ξανά τα τρία τραγούδια του Μίκη Θεοδωράκη και άλλα δώδεκα του ίδιου συνθέτη, όπως τα "Βράχο βράχο τον καημό μου", "Βρέχει στη φτωχογειτονιά", "Καημός" κ.ά. Το 1965 τραγουδάει τέσσερα τραγούδια του τότε πρωτοεμφανιζόμενου Μάνου Λοΐζου, ενώ το 1966 θα τραγουδήσει σε πρώτη εκτέλεση το "Ακορντεόν", στην ταινία μικρού μήκους Αθήνα, πόλη χαμόγελο, σε σκηνοθεσία του Λάμπρου Λιαρόπουλου για το φεστιβάλ Θεσσαλονίκης.
Σχεδόν παράλληλα κάνει μεγάλη επιτυχία με το "Μη μου θυμώνεις μάτια μου", του επίσης τότε πρωτοεμφανιζόμενου Σταύρου Κουγιουμτζή. Απογείωσε τα τραγούδια του Μίμη Πλέσσα και του Λευτέρη Παπαδόπουλου στον περίφημο «Δρόμο», τον εμπορικότερο δίσκο όλων των εποχών, με πωλήσεις που έχουν ξεπεράσει το1.500.000 αντίτυπα. Η φωνή του «σημάδευε» τα τραγούδια, και ήταν εύκολος στη συναναστροφή και πολύ εργατικός. Τα τελευταία χρόνια είχε αποτραβηχτεί από την δημοσιότητα και ζούσε μια ήσυχη ζωή μαζί με την σύζυγό του Μπέτυ και την κόρη του Άντα.
Ήταν απογοητευμένος για την κατάσταση του ελληνικού τραγουδιού: «Δισκογραφικές εταιρείες δεν υπάρχουν» έλεγε, «τα μαγαζιά δουλεύουν δύο φορές την εβδομάδα. Πως, λοιπόν, να αναδειχθούν οι νέοι καλλιτέχνες; Κατέστρεψαν το τραγούδι, όπως κατέστρεψαν και την Ελλάδα! Είναι δυνατόν να περνούν οι Έλληνες όλα αυτά τα δεινά; Τους έχουν εξοντώσει και δεν ντρέπομαι να το πω και το θέμα δεν είναι οι μεγάλοι, είναι τα νέα παιδιά που δεν τους δίνεται το δικαίωμα να κάνουν πολλά πράγματα για να καταξιωθούν επαγγελματικά!…» Η πτώση και η μετάλλαξη της νύχτας τον ώθησε να σταματήσει τη μουσική του διαδρομή το 1999. Τα τελευταία χρόνια είχε πολλά προβλήματα υγείας.