Το 1979, η Σοβιετική Ένωση εισέβαλε στο Αφγανιστάν. Ήταν η εποχή που στον εγχώριο πολιτικό ακτιβισμό κυριαρχούσαν θέματα που έτρεφαν αποκλειστικά τον εύλογο ελέω χούντας αντιαμερικανισμό, όπως τα απόνερα του πολέμου του Βιετνάμ ή το παλαιστινιακό ή τα κινήματα ειρήνης που εξαντλούντο βεβαίως στην παρουσία των Αμερικανών στην Ευρώπη. Τότε, για πρώτη φορά, άρχισε να ακούγεται στην πατρίδα μας, η άποψη πως ο κομμουνιστικός διεθνισμός που εθεωρείτο το κίνητρο και το άλλοθι για τη μέχρι τότε εμπλοκή της ΕΣΣΔ σε εξεγέρσεις, επαναστάσεις και επιχειρήσεις καταστολής σε τρίτες χώρες, συνιστούσε τελικά μία μεταμόρφωση του ρωσικού ιμπεριαλισμού, δηλαδή μιας εδραιωμένης μετά την πτώση του Βυζαντίου ιδέας μίας νέας αυτοκρατορίας με κέντρο τη Μόσχα.
Το Αφγανιστάν όμως είναι μακριά από την πατρίδα μας για να συντηρήσει επί μακρόν τέτοιους προβληματισμούς και στην ελληνική δεκαετία του ’80, την ατζέντα καθοδηγούσε ο αναδειχθείς στον πιο καθοριστικό για τις επόμενες δεκαετίες παράγοντα της πολιτικής ζωής παπανδρεϊκός λαϊκισμός που ήξερε ότι στο περιβάλλον του Ψυχρού Πολέμου, ήταν ασφαλής όταν, μόνος αυτός, υποστήριζε ότι το κορεατικό Jumbo με τους 269 επιβάτες που κατέρριψαν το 1983 οι Σοβιετικοί, εκτελούσε κατασκοπική αποστολή, δικαιολογώντας έτσι το γεγονός.
Άλλωστε και έξω από τον μικρόκοσμό μας, επρόκειτο για ένα πυκνό εκπλήξεων τέλος αιώνα, ο κομμουνιστικός κόσμος κατέρρευσε στα τέλη του ‘80, η Ένωση Σοβιετικών Σοσιαλιστικών Δημοκρατιών διαλύθηκε λίγο αργότερα, η Ρωσική Ομοσπονδία έμεινε ένα φάντασμα του παρελθόντος εαυτού της και εν τέλει ένα μεγάλο τμήμα της Δύσης, κυρίως στην Ευρώπη, αφέθηκε στην πλάνη ότι η ευθύγραμμη πορεία της παγκοσμιοποίησης θα οδηγήσει τους ηγέτες και τον λαό της στη λογική αποδοχή μιας νέας πραγματικότητας.
Αν η συζήτηση για την ταυτότητα της Ρωσίας παρέμενε στην επιφάνεια της πολιτικής και δεν περιοριζόταν σε ακαδημαϊκό επίπεδο ή στις κλειστές αίθουσες των μυστικών υπηρεσιών, όσα συμβαίνουν σήμερα δε θα μας εξέπλητταν, η αναγέννηση του ρωσικού ιμπεριαλισμού με διαφορετικό προσωπείο θα έπρεπε να έχει προβλεφθεί και αντιμετωπιστεί. Όμως αυτό το θέμα ήταν μάλλον άβολο, όσο και αν οι πρώην χώρες – δορυφόροι της ΕΣΣΔ επέμεναν για το αντίθετο.
Στην Ελλάδα βεβαίως, προϊόντος του χρόνου, τα πράγματα πήραν μία εγχώρια απόχρωση, επίσης βολική για όλους: Από τη μία, η Ευρωπαϊκή Ένωση έγινε στην πράξη ευρέως αποδεκτή ως η εφικτή και προσοδοφόρα τομή της Δύσης με έναν μυθικό ελληνικό εξαιρετισμό και από την άλλη, όταν αυτή η πίστη κλονίστηκε, ο αντιδυτικισμός και ο αντιαμερικανισμός της αριστεράς πίστεψαν ότι στη Ρωσία υπήρχε γι’ αυτήν ένα νέο αραξοβόλι που ακόμα και όταν αυτό αποδείχθηκε εντελώς απρόθυμο να τη φιλοξενήσει, αυτή παρέμεινε αμετακίνητη στην πλάνη της.
Την ίδια ώρα, η Oρθοδοξία η οποία εν τω μεταξύ άρχισε να επανακάμπτει θεαματικά ως θεματοφύλακας μίας συντηρητικής εθνικής ιδεολογίας, υπέκυπτε στη γοητεία των ξανθών βοστρύχων ενός κατά φαντασίαν φυσικού συμμάχου, ενώ και στον φιλικό χώρο της κεντροδεξιάς, η εικονική ερωτοτροπία με τη χώρα του εμφανώς ανερχόμενου μετακομμουνιστικού δεσποτισμού, έφτασε να αντιμετωπίζεται ως πρόσημο προοδευτικότητας που αντιστάθμιζε το παράλογο σύμπλεγμα που γεννούσε το στίγμα του φιλοατλαντισμού.
Και καθώς με τη βίαιη διολίσθηση στην κρίση της προηγούμενης δεκαετίας τα άκρα ζωντάνεψαν και ξεθάρρεψαν, η εικόνα ενός alpha male Πούτιν μάγεψε τα πρωτόγονα ένστικτα της μέχρι τότε κατεσταλμένης από τη σαγήνη της τεχνητής ευμάρειας ακροδεξιάς. Και τελικά, όλα αυτά αποδείχθηκαν πολύ εύκολα, ίσως και αυτονόητα, σε έναν τόπο όπου οι ιδεολογικές αντιπαραθέσεις που αφορούσαν στρατηγικές επιλογές, όπως η δημοκρατία και η θέση της Ελλάδος στον κόσμο, περιορίστηκαν στην εμφυλιοπολεμική θεματική, μια καλοστημένη παγίδα στην οποία η άκρα Αριστερά έσυρε τον έμπλεο ακατανόητων ενοχών αντίπαλο της.
Δεν είμαι σίγουρος ότι σε αυτό το περιβάλλον, κείμενα με τον ιδεοληπτικό ζόφο που αναδίδει η πρόσφατη δημοσίευση (3 Απριλίου) του Τιμοφέϊ Σεργκέϊτσεφ (Тимофей Сергейцев), πολιτικού σχολιαστή από το περιβάλλον του Πούτιν, στο site ria.ru του επίσημου ρωσικού ειδησεογραφικού πρακτορείου РИА Новости, μπορούν να αποσπάσουν την ελληνική κοινή γνώμη από τα θέματα της εσωτερικής επικαιρότητας, είτε αυτά είναι απολύτως άσχετα, όπως τα ανά την Πάτρα περιφερόμενα λαϊκά δικαστήρια, είτε αυτά αποκόπτονται αδικαιολόγητα από τη γενεσιουργό αιτία τους, τον πόλεμο που κήρυξε ο Πούτιν στη Δύση μέσω Ουκρανίας, όπως ο πληθωρισμός.
Το κείμενο του Σεργκέϊτσεφ συνιστά έναν «πρακτικό» οδηγό «αποναζιστικοποίησης» της Ουκρανίας σε συνέχεια μίας προηγούμενης πιο θεωρητικής προσέγγισης που είχε δημοσιεύσει, ακριβώς έναν χρόνο νωρίτερα (10 Απριλίου 2021), με τίτλο «Τι είδους Ουκρανία χρειαζόμαστε», όπου ανέπτυσσε την ίδια επιχειρηματολογία με την οποία ο Πούτιν προανήγγειλε παραληρηματικά τον πόλεμο, αυτήν στην οποία κάποιοι αναγνωρίσαμε το ύφος και τους συλλογισμούς του Χίτλερ πριν από την εισβολή στην Τσεχοσλοβακία.
Ουσιαστικά, με την προχθεσινή του παρέμβαση ο Σεργκέϊτσεφ περιγράφει μια γενοκτονία, ένα πρόγραμμα φυσικής εξάλειψης ανθρώπων και συνειδήσεων, ένα ναζιστικής σύλληψης Vernichtung ενός έθνους, το οποίο σπεύδει να απενοχοποιήσει με την υιοθέτηση του όρου «αποναζιστικοποίηση». Η διαστρέβλωση και αντιστροφή των όρων δεν εξαντλούνται σε αυτόν τον παραλογισμό. Για τον συγγραφέα του άρθρου που εάν ο Όργουελ ζούσε η ανάγνωσή του θα τον οδηγούσε σε απόγνωση, η Δύση ταυτίζεται με τον ολοκληρωτισμό και ευθύνεται για την υποβάθμιση και αποσύνθεση του πολιτισμού, έναντι των οποίων η Ρωσία δίνει έναν μοναχικό αγώνα.
Δεν είναι ασυνήθιστες και στον τόπο μας απόψεις όπως αυτές που αντιγράφω στην τελευταία πρόταση της προηγούμενης παραγράφου, ούτε επίσης η σιωπή ή αποδοχή εγκληματικών πράξεων με ανάλογη αιτιολογική βάση, όπως το έγκλημα της Σρεμπρένιτσα, στο οποίο παραπέμπει η σφαγή της Μπούκα. Όμως, είναι η πρώτη φορά μετά την κατάρρευση του κομμουνισμού που ο αντιδυτικισμός βρίσκει την πιο κυνική έκφρασή του στη Ρωσία του Πούτιν, σε ένα δεσποτικό καθεστώς και ένα απροκάλυπτα βάναυσο ιδεολόγημα, στο οποία συμβιώνουν οι τσαρικές και οι σοβιετικές φιλοδοξίες, οι σταλινικές μεθοδεύσεις και η χιτλερική ρητορική, η φυσική της εξόντωσης και η μεταφυσική της δεισιδαιμονίας. Και πολύ φοβούμαι ότι αυτό το παράδοξο αμάλγαμα εξακολουθεί να θέλγει τα πιο ετερόκλητα στοιχεία και να αδρανοποιεί τις συνειδήσεις πολλών καλών ανθρώπων που δεν αντιλαμβάνονται το βάθος της απειλής είτε επειδή δεν μπορούν, είτε για να εξορκίσουν τον τρόμο που αυτή γεννά. Νομίζω μάλιστα ότι οι έρευνες της ελληνικής κοινής γνώμης επιβεβαιώνουν τον φόβο μου.
Επανέρχομαι στο 1979, τη χρονιά που αναγνωρίζω ως το σημείο της πολιτικής ενηλικίωσής μου και επιμένω στην ανάγκη να υπενθυμίσουμε στους εαυτούς μας τα βασικά.Πόσοι θα θυμηθούν, αν ερωτηθούν, πως ο ασκός του Αιόλου στο Αφγανιστάν, άνοιξε με ένα κομμουνιστικό πραξικόπημα και την εισβολή του σοβιετικού ιμπεριαλισμού για να ακολουθήσει αρκετά αργότερα η εμπλοκή των Αμερικανών και να φτάσουμε στη γένεση των Μουτζαχεντίν, τη ριζοσπαστικοποίηση των Ταλιμπάν και όλα όσα ζήσαμε;
Δεν έχουμε περιθώριο να κλείσουμε τα μάτια μας στα γεγονότα και να αφεθούμε σε συζητήσεις περί άλλων, ούτε την πολυτέλεια να μένουμε θεατές. Θα ξεβολευτούμε, ναι, αλλά είναι υποχρέωσή μας. Για να επιτρέψουμε στη δική μας και τις επερχόμενες γενιές των Ελλήνων το δικαίωμα να ζήσουν με ασφάλεια, πρέπει να αναγνωρίσουμε τις απειλές, όχι μόνο αυτές που διεκδικούν τμήματα της επικράτειάς μας, αλλά και αυτές που θέλουν να συντρίψουν τις ελευθερίες και τον τρόπο της ζωής μας, να διαλύσουν τον κόσμο που φτιάξαμε, την Ευρώπη στην οποία ζούμε. Η Ρωσία του Πούτιν είναι η μεγαλύτερη, η αμεσότερη και η πιο αιμοβόρα, ανάμεσά τους.
Η χώρα μας έχει την τύχη να κυβερνάται από την κυβέρνηση του Κυριάκου Μητσοτάκη, ενός πολιτικού με πηγαία δημοκρατική συνείδηση και βαθιά στρατηγική αντίληψη. Η απόφασή του να ευθυγραμμίσει πλήρως την αντίδραση της Ελλάδος έναντι του πολέμου που ο Πούτιν κήρυξε στον κόσμο της Δύσης, με αυτές των υπολοίπων χωρών τις οποίες ο αναγεννημένος με νέο πρόσωπο ρωσικός ιμπεριαλισμός επιβουλεύεται, είναι μία επιλογή που συνάδει απολύτως με τις ιδεολογικές ρίζες της Νέας Δημοκρατίας του Κωνσταντίνου Καραμανλή.
Αν στα μέσα της δεκαετίας του ‘70 ήταν ο δημοκρατικός ηγέτης της πατρίδας μας που έπρεπε να θυμίζει στο εσωτερικό της χώρας μας ότι «ανήκομεν εις την Δύσιν», σήμερα το καθήκον είναι άλλο. Το μήνυμα πλέον απευθύνεται στον κάθε Σεργκέϊτσεφ και φυσικά στον hostis humani generis Πούτιν και δεν είναι άλλο από το «Είμαστε η Δύση και δε σε φοβόμαστε». Παρά την όποια διαφοροποίηση επιδιώκουν οι απουσίες των γνωστών και μη εξαιρετέων της κακοφωνίας, σήμερα, η πλειοψηφία των εκλεγμένων αντιπροσώπων της δημοκρατικής πατρίδας μας αυτό το μήνυμα πρέπει να στείλει ακούγοντας και επιδοκιμάζοντας στην Εθνική Αντιπροσωπεία τον Πρόεδρο μιας χώρας που αμύνεται περί πάτρης έναντι μίας φασιστικής εισβολής που αποσκοπεί στην εκμηδένιση της.
Οι Έλληνες είμαστε η Δύση και δε σε φοβόμαστε, Πούτιν.