Το σίγουρο είναι ότι η Ελλάδα δεν έχει τίποτα να χάσει από την απόφαση που ελήφθη στο G7 για την εφαρμογή κατώτατου φορολογικού συντελεστή 15% στα κέρδη των επιχειρήσεων. Επίσης, το πολύ πιθανό είναι ότι θα βγει κερδισμένη.
Το αν θα «πιάσει» το σύνολο των περίπου 1,3 δισ. ευρώ που εκτιμάται ότι είναι οι ετήσιες απώλειες από τον «φορολογικό ανταγωνισμό» που αντιμετωπίζει η χώρα -και μάλιστα σκληρό στην «γειτονιά» των Βαλκανίων όπου οι συντελεστές κάτω του 15% κυριαρχούν- θα εξαρτηθεί από πολλούς παράγοντες:
Αν οι πολυεθνικές θα μεταφέρουν δραστηριότητες σε περίπτωση αλλαγής του φορολογικού πλαισίου, αν θα υπάρξουν «παράθυρα» στο νέο πλαίσιο κλπ.
Σε κάθε περίπτωση, ένα τεράστιο μειονέκτημα των προηγούμενων ετών -η υπερφορολόγηση επί ελληνικού εδάφους με συντελεστές που έφταναν και στο 40%-50% αν συνυπολογιστούν και οι φόροι των μερισμάτων και η εισφορά αλληλεγγύης- παύει να υπάρχει.
Τη στιγμή που η κυβέρνηση μειώνει τον συντελεστή φορολόγησης των νομικών προσώπων περαιτέρω (από το 24% στο 22%) με προοπτική να τον μειώσει ακόμη περισσότερο στο 20% μέχρι το τέλος του 2023, τη στιγμή που τα μερίσματα φορολογούνται πλέον με 5% και δεν υπάρχει εισφορά αλληλεγγύης, οι γειτονικές χώρες θα πιεστούν να εφαρμόσουν τουλάχιστον το ελάχιστο ποσοστό του 15%.
Αυτή η διαφορά των πέντε μονάδων, δεν είναι πλέον βέβαιο ότι αποτελεί πλεονέκτημα για έναν επαγγελματία ο οποίος γνωρίζει ότι η δραστηριοποίηση σε μια γειτονική χώρα προκειμένου να αξιοποιηθεί το φορολογικό πλαίσιο, προϋποθέτει και την ανάληψη σημαντικού διοικητικού κόστους (λογιστές, γραφεία, ενοίκια κλπ) προκειμένου η δραστηριοποίηση να είναι σύννομη.
Σε επίπεδο Ευρωπαϊκής Ένωσης, η εφαρμογή του κατώτατου συντελεστή 15% εκτιμάται ότι μπορεί να αποφέρει πρόσθετα φορολογικά έσοδα της τάξεως των 50 δισ. ευρώ.
Από αυτά, στην Ελλάδα, αντιστοιχεί περίπου το 3%. Προφανώς, για να ληφθούν αποφάσεις και να νομοθετηθούν αυξήσεις συντελεστών θα χρειαστεί πολύς χρόνος. Και μόνο όμως το γεγονός ότι έχει ανοίξει η συζήτηση και σε τόσο υψηλό επίπεδο, μόνο οφέλη προκαλεί για την Ελλάδα.