Η Ελλάδα θα αποκτήσει σύντομα κλιματικό νόμο, που θα προδιαγράφει τους στόχους και την πορεία για μια κλιματικά ουδέτερη οικονομία το 2050. Η ελληνική Βουλή συζήτησε για αυτό την Τρίτη 18/5.
Η πράσινη ενέργεια και η μετάβαση σε ένα πιο καθαρό ενεργειακό σύστημα επιβάλλεται από την μάχη ενάντια στην κλιματική αλλαγή που αποτελεί την κυριότερη απειλή για την ανθρωπότητα και τον πλανήτη.
Όμως, πολλοί που υποστηρίζουν την πράσινη μετάβαση, δεν τεκμηριώνουν τη σκοπιμότητά της με οικονομικούς όρους. Ως αποτέλεσμα, παραμένει η εντύπωση ότι οι ανανεώσιμες πηγές ενέργειας είναι κάτι θετικό για το περιβάλλον αλλά ακριβό για την τσέπη μας. Αυτό δεν ισχύει. H αιολική ενέργεια, τα φωτοβολταϊκά και τα μικρά υδροηλεκτρικά είναι σήμερα ο πιο φθηνός τρόπος να παράγουμε ηλεκτρισμό, χωρίς επιδοτήσεις. Δηλαδή, ακόμα και αν δεν υπήρχε η κλιματική κρίση, η στροφή προς τις Α.Π.Ε θα ήταν ορθή επιλογή.
Αυτό τεκμηριώνεται από πληθώρα μετρήσεων και μελετών παγκοσμίως. Αναφέρω ενδεικτικά την πλέον πρόσφατη, 14η, έκδοση του διεθνούς οίκου Lazard που καταγράφει κάθε έτος το κόστος παραγωγής ηλεκτρισμού από διάφορες τεχνολογίες: Οι φθηνότερες τεχνολογίες είναι τα φωτοβολταϊκά μεγάλης κλίμακας με μέσο κόστος παραγωγής 37 $/MWh και τα αιολικά πάρκα με 40 $/MWh. Στον αντίποδα, οι ακριβότερες τεχνολογίες είναι οι σταθμοί άνθρακα με 112 $/MWh, τα πυρηνικά με 163 $/MWh και οι σταθμοί αιχμής φυσικού αερίου με 175 $/MWh.
Ενδιαμέσως έχουμε τους σταθμούς φυσικού αερίου συνδυασμένου κύκλου με 59 $/MWh, τα φωτοβολταϊκά κοινοτήτων με 80 $/MWh και τη γεωθερμία με 80 $/MWh. Συνεπώς, τα αιολικά πάρκα παράγουν πλέον 64% πιο φθηνό ηλεκτρισμό από τους ανθρακικούς σταθμούς.
Η οικονομική ανταγωνιστικότητα των Α.Π.Ε. οφείλεται στην τεχνολογική εξέλιξη και την εμπορική ωρίμανσή τους. Χάρη σε αυτές, οι Α.Π.Ε. μπορούν να μετέχουν στις ανταγωνιστικές αγορές ηλεκτρισμού.
Από την άλλη πλευρά, οι αγορές ηλεκτρισμού πρέπει να σχεδιάζονται και να λειτουργούν με τρόπο τέτοιο ώστε να επιτρέπουν την αποτελεσματική συμμετοχή των Α.Π.Ε. σε αυτές.
Στο σημείο αυτό, η Ελλάδα χρειάζεται να διανύσει μερικά βήματα ακόμα. Ο ανταγωνισμός ευνοεί την τεχνολογική καινοτομία και τη μεγάλη κλίματα των επιχειρήσεων που έχουν πρόσβαση σε φθηνότερο δανεισμό, χαμηλότερο εσωτερικό κόστος κεφαλαίου και αποτελεσματικότερη διαπραγματευτική ισχύ με τους προμηθευτές τους. Δημιουργείται έτσι ένας ενάρετος κύκλος (ανταγωνισμός – καινοτομία – χαμηλό κόστος κ.ο.κ.) προς όφελος της οικονομίας και των καταναλωτών.
Ενώ είναι βέβαιο ότι οι Α.Π.Ε. θα παραμείνουν φθηνότερη τεχνολογία παραγωγής σε σχέση με τα ορυκτά καύσιμα και τα πυρηνικά, είναι επίσης βέβαιο ότι το κόστος ηλεκτροπαραγωγής δεν θα ακολουθεί ευθύγραμμη πορεία προς τα κάτω.
Για παράδειγμα, ήδη βλέπουμε ότι η παρέλευση της πανδημίας συνδυάζεται διεθνώς με μεγάλη αύξηση στη ζήτηση των πρώτων υλών, γεγονός που τείνει σε αύξηση των τιμών τους. Ο ανταγωνισμός όμως θα διασφαλίσει ότι οι τιμές θα είναι εύλογες χωρίς υπεραποζημιώσεις.
Το επόμενο μεγάλο βήμα για τις Α.Π.Ε. θα είναι τα θαλάσσια αιολικά πάρκα και η αποθήκευση. Εκεί χρειάζεται ακόμα κρατική ενίσχυση, αλλά αναμένεται ότι σύντομα και οι τεχνολογίες αυτές θα γίνουν από μόνες τους ανταγωνιστικές. Είναι σημαντικό πάντως να διευκρινίσουμε ότι ακόμα και όπου απαιτούνται κρατικές ενισχύσεις, αυτές θα δίνονται με ανταγωνιστικό τρόπο, προκειμένου να επιτυγχάνεται το βέλτιστο αποτέλεσμα για τον καταναλωτή.
*Ο Παναγιώτης Γ. Παπασταματίου είναι Γενικός Διευθυντής Ελληνικής Επιστημονικής Ένωσης Αιολικής Ενέργειας ΕΛΕΤΑΕΝ