Πότε θα τελειώσει ο πόλεμος στην Ουκρανία; Το ερώτημα αυτό πλανάται στα χείλη εκατομμυρίων ανθρώπων σε ολόκληρο τον κόσμο. Πρωτίστως στην Ουκρανία, η οποία πληρώνει το βαρύτατο τίμημα της συγκρούσεως σε αίμα και καταστροφές και κατά δεύτερον στην Ευρώπη, η οποία υφίσταται τις άμεσες συνέπειές της. Οι εκτιμήσεις αναρίθμητες, καλύπτουν όλο το φάσμα της κλίμακας αισιοδοξίας - απαισιοδοξίας και ομιλούν για τερματισμό σε ένα έως τρεις μήνες, μέχρι το τέλος του 2022 (Άντονι Μπλίνκεν - Υπουργός Εξωτερικών των ΗΠΑ) και φθάνουν τα δέκα έτη (Λιζ Τρας - Υπουργός Εξωτερικών του Ηνωμένου Βασιλείου).
Ωστόσο, το αδιαμφισβήτητο δεδομένο παραμένει η συνέχιση του πολέμου με αμείωτη ένταση. Οι Ρώσοι, άλλαξαν τη φιλόδοξη επιχειρησιακή τους σχεδίαση με στόχο το Κίεβο, υποβιβάζοντας παράλληλα και τις στρατηγικές τους επιδιώξεις, αφού επικράτησαν πιο συμβατικές στρατιωτικές σκέψεις και εστίασαν την κυρία τους προσπάθεια στην κατάληψη της Αν. Ουκρανίας, με παράλληλη διατήρηση της καταστάσεως που έχουν διαμορφώσει στην κατεχόμενη περιοχή της Ν. Ουκρανίας, μετά και τη σχεδόν πλήρη κατάληψη της Μαριουπόλεως. Επίσης, στη φάση αυτή διαμορφώνουν, τουλάχιστον επικοινωνιακά, συνθήκες διευρύνσεως της συγκρούσεως με εμπλοκή της Υπερδνειστερίας και ευρύτερα της Μολδαβίας. Παράλληλα, συνεχίζουν να υποστηρίζουν τις επιχειρήσεις του με πυρά με όλα τα διαθέσιμα οπλικά συστήματα (πυροβολικό, αεροπορία, πυραυλικά συστήματα, ηλεκτρονικός πόλεμος, κυβερνοεπιθέσεις) με την προσβολή στόχων σε όλο το μήκος και το πλάτος της Ουκρανίας.
Σκοπός των πυρών αυτών, πέραν της υποστηρίξεως των μαχόμενων τμημάτων, είναι η εξουδετέρωση, αποδιοργάνωση και υποβάθμιση του διοικητικού μηχανισμού, των στρατιωτικών εφεδρειών και του συστήματος υποστηρίξεως των ουκρανικών ενόπλων δυνάμεων (αποθήκες πυρομαχικών, κρισίμων υλικών, καυσίμων, βιομηχανικές υποδομές, συγκοινωνιακοί κόμβοι και υποδομές, δυτική στρατιωτική βοήθεια κτλ). Επιπλέον, η προσβολή κρισίμων επιχειρησιακών υποδομών (αεροδρόμια, λιμάνια κτλ), η ψυχολογική επίδραση επί του ουκρανικού πληθυσμού και ενόπλων δυνάμεων και το σημαντικότερο η προβολή ισχύος τόσο προς την Ουκρανία όσο και προς το δυτικό κόσμο.
Η αλλαγή στρατηγικής της Ρωσίας, επιβλήθηκε λόγω ανεπαρκείας αλλά και της φτωχής επιχειρησιακής αποδόσεως των ρωσικών δυνάμεων. Η οργανωμένη και συντεταγμένη αποχώρηση από την περιοχή του Κιέβου, επέτρεψε την ενίσχυση της προσπάθειας στην Αν. Ουκρανία. Ωστόσο αυτές οι δυνάμεις είχαν υποστεί σημαντικές απώλειες τόσο σε προσωπικό όσο και σε υλικό, οι οποίες ήταν δύσκολο να αναπληρωθούν πλήρως και να αποκατασταθεί σε όλη της την έκταση η μαχητική τους ισχύς. Έτσι οι στρατιωτικές επιχειρήσεις στην Αν. Ουκρανία εξελίσσονται αφενός μεν σταθερά υπέρ των Ρώσων αφετέρου δε με πολύ αργούς ρυθμούς και φυσικά με συνεχιζόμενη φθορά των ρωσικών στρατευμάτων.
Οι Ουκρανοί, αφού επέτυχαν να αντιμετωπίσουν επιτυχώς τις ρωσικές δυνάμεις στο Κίεβο αμύνονται σθεναρά στην Αν. Ουκρανία, έχοντας εμπλέξει τους Ρώσους σε έναν αγώνα τριβής, βραδείας εξελίξεως. Αυτό τους επιτρέπει να ενισχύονται συστηματικά και σε πολλαπλά επίπεδα (οικονομικό, πολιτικό, επικοινωνιακό, πληροφοριακό, στρατιωτικό κτλ) από τη Δύση. Παρόλα αυτά και οι ουκρανικές δυνάμεις έχουν υποστεί και αυτές σημαντική φθορά τόσο σε ανθρώπινο δυναμικό όσο και σε υλικό.
Εάν δε επιτύχει τελικά ο ρωσικός ελιγμός στην Αν. Ουκρανία με τον οποίο επιδιώκεται η κύκλωση των ουκρανικών δυνάμεων, τότε θα εξουδετερωθούν ίσως τα πλέον αξιόμαχα τμήματα του ουκρανικού στρατού, με φυσικό αποτέλεσμα τον περιορισμό των επιχειρησιακών τους δυνατοτήτων και επιλογών. Για αυτό η στρατιωτική ενίσχυση της Δύσεως προς την Ουκρανία διευρύνεται με την αποστολή μεγάλων οπλικών συστημάτων, με επιθετικές δυνατότητες, ώστε να καλυφθούν τα κενά δυνατοτήτων που θα δημιουργηθούν και να εξισορροπηθούν οι απώλειες.
Μέχρι τώρα, η ρωσική μεταβολή στρατηγικής δεν έχει επιφέρει μια ραγδαία αλλαγή στον ρυθμό των επιχειρήσεων και αποτελέσματα επί του πεδίου της μάχης τα οποία να διαμορφώνουν μια δυναμική ή μια στρατηγική κατάσταση η οποία να προοιωνίζει τον σύντομο τερματισμό του πολέμου. Επιπλέον ακόμη και αν επιτύχει η Ρωσία τους στρατιωτικούς της στόχους στην Αν. Ουκρανία πολύ δύσκολα θα κατορθώσει να επιβάλει στην Ουκρανία αλλά και στη Δύση τις στρατηγικές της επιδιώξεις (ουδετεροποίηση Ουκρανίας, αναγνώριση ρωσικής κατοχής στην Κριμαία κτλ), οπότε είτε θα συνεχίσει τις στρατιωτικές επιχειρήσεις προς τη Δ. Ουκρανία, το οποίο είναι εξαιρετικά δύσκολο και υψηλότατου κόστους, είτε θα αλλάξει δραστικά τους πολιτικούς της στόχους.
Παράλληλα, η Ουκρανία δεν φαίνεται να έχει στην τρέχουσα φάση τις στρατιωτικές δυνατότητες να ανατρέψει σε ευρεία κλίμακα την κατάσταση που έχει διαμορφωθεί στο έδαφός της, ούτε όμως είναι και διατεθειμένη να αποδεχθεί τις ρωσικές απαιτήσεις. Η Δύση, η οποία αφενός στηρίζει την Ουκρανία, αφετέρου δεν επιθυμεί την άμεση εμπλοκή της στη σύγκρουση καθώς αυτή θα οδηγήσει μαθηματικά στη διεύρυνσή της, ούτε και φυσικά να αποδεχθεί τις απαιτήσεις της Ρωσίας για επάνοδο των πρώην ανατολικών χωρών μελών του ΝΑΤΟ στο προ του 1997 καθεστώς, δεν φαίνεται να αφήνει μια χαραμάδα στρατηγικής εξόδου στη Ρωσία, καθώς διακηρυγμένος στόχος της είναι η πλήρης απονομιμοποίηση, αποδυνάμωση και περιθωριοποίηση της Ρωσίας στο παγκόσμιο σύστημα. Τα προαναφερθέντα έχουν οδηγήσει σε διακοπή των διαπραγματεύσεων μεταξύ των δύο πλευρών, καθώς όλοι αναμένουν τα αποτελέσματα της στρατιωτικής ισχύος στο πεδίο προκειμένου να επανατοποθετηθούν.
Συνοψίζοντας και για να δώσουμε μια απάντηση στο αρχικό ερώτημα περί του χρόνου τερματισμού της ουκρανικής συγκρούσεως. Οι αποκλίνοντες πολιτικοί στόχοι και στρατηγικές επιδιώξεις όλων των εμπλεκομένων, η εναπόθεση της λύσεως τουλάχιστον στην τρέχουσα περίοδο στη στρατιωτική ισχύ, με τους περιορισμούς που προαναφέρθηκαν, δεν συζητείται φυσικά η περίπτωση χρησιμοποιήσεως όπλων μαζικής καταστροφής από οποιαδήποτε πλευρά η οποία θα αναβιβάσει αυτομάτως το επίπεδο της συγκρούσεως αν όχι σε παγκόσμιο, σίγουρα σε πανευρωπαϊκό, δεν δημιουργούν προϋποθέσεις και αισιοδοξία για ένα σύντομο τερματισμό της συγκρούσεως.
Οπότε το βάρος για τον τερματισμό περνά στη Ρωσία, η οποία είτε θα επιδιώξει την ταχεία συγκέντρωση σημαντικής συμβατικής στρατιωτικής ισχύος, πράγμα που με τα μέχρι στιγμής δεδομένα δεν φαίνεται ορατό, η οποία θα της επιτρέψει να επιτύχει τέτοια αποτελέσματα στο πεδίο της μάχης τα οποία θα εξαναγκάσουν την Ουκρανία να αποδεχθεί του όρους της, είτε θα αλλάξει άρδην τους στόχους της ώστε να διαμορφωθεί ένα πεδίο συμβιβασμού τόσο με την Ουκρανία όσο και τη Δύση.
Άλλως, δημιουργούνται οι συνθήκες για μετάπτωση σε μια «παγωμένη», παρατεταμένη, μακροχρόνια σύγκρουση χαμηλής εντάσεως, σύμφωνα με το απαισιόδοξο σενάριο της Βρετανίδας υπουργού Εξωτερικών, με ότι αυτή συνεπάγεται για την Ουκρανία, τη Δύση και τη Ρωσία. Τέλος, όσο παρατείνεται η σύγκρουση και όσο αποτυγχάνει η Ρωσία να επιβάλει τους όρους της, τίθεται σε αμφιβολία το κύρος αλλά και η θέση της στο παγκόσμιο σύστημα.