Ο κορoνοϊός δεν έκανε, κι αυτό το καλοκαίρι, διακοπές. Η μετάλλαξη Δέλτα οργίασε - κι έχουμε ήδη περάσει στα επόμενα γράμματα της αλφαβήτου. Το άνοιγμα του τουρισμού ήταν επιτυχημένο από οικονομική - ψυχολογική άποψη, αλλά τις υγειονομικές του συνέπειες θα τις δούμε το φθινόπωρο - και δεν θα είναι καλές.
Ο εθελοντικός εμβολιασμός χτύπησε σχεδόν ταβάνι, χωρίς τα επιθυμητά αποτελέσματα (στη χώρα μας θα αντιμετωπίσουμε τη νέα σεζόν με το αξιοπρεπές αλλά ανεπαρκές 60 - και - κάτι τοις εκατό), ενώ ο υποχρεωτικός έχει αβέβαιη αποτελεσματικότητα και φέρνει το σπόρο της κοινωνικής αναταραχής. Η κάλυψη, τέλος, των "φτωχών" ηπείρων, και ιδίως της Αφρικής, είναι τόσο χαμηλή, που καθιστά αδύνατη την παγκόσμια απόκρουση ενός ιού του οποίου η βασική ιδιότητα είναι ακριβώς ότι δεν γνωρίζει σύνορα και διακρίσεις.
Μετά από όλα αυτά, η έννοια της πολυπόθητης "κανονικότητας", που είχε ποντάρει φέτος τα ρέστα της στο συνδυασμό ζεστών θερμοκρασιών και εκτεταμένων εμβολιασμών, τίθεται, για μια ακόμα φορά, σε αμφισβήτηση, στη χώρα μας και διεθνώς. Η κατάσταση μοιάζει αν όχι αδιέξοδη, πάντως διαρκώς ανακυκλούμενη: τα γενικά περιοριστικά μέτρα τύπου lockdown υποτίθεται ότι δεν συζητούνται, και πάντως δοκιμάζουν, αν δεν ξεπερνούν, τις αντοχές των κοινωνιών, αλλά, από την άλλη, η βασική, αν όχι μοναδική, απάντηση της επιστήμης και των κυβερνήσεων, οι εμβολιασμοί, είτε έχουν φτάσει στο όριο τους είτε βρίσκονται εξαιρετικά πίσω και πάντως, σε κάθε περίπτωση, δεν επαρκούν προς το παρόν για πλήρη έλεγχο της πανδημίας.
Για τους αποφασίζοντες το δίλημμα είναι σαφές όσο και αδυσώπητο: χωρεί "κανονικότητα" υπό τη δαμόκλειο σπάθη νέων (διαρκών;) lockdown και, αν όχι, πόσο βαθιά μπορούν να φτάσουν οι διαφοροποιήσεις στην αντιμετώπιση εμβολιασμένων και μη εμβολιασμένων;
Όπως πάντα, στη χώρα μας γνωρίζουμε τα διεθνή παραδείγματα αλλά υπερισχύουν οι ιδιαιτερότητές μας. Συνολικό λοκντάουν τύπου Αυστραλίας και Νέας Ζηλανδίας (με ελάχιστα κρούσματα και χωρίς σοβαρές αντιδράσεις) ξορκίζεται από κυβέρνηση και κοινωνία αλλά όλοι ξέρουμε ότι δεν μπορεί να αποκλειστεί. Η δικαστική αντιμετώπιση των περιοριστικών μέτρων, ιδίως της υποχρεωτικότητας του εμβολιασμού, πιθανότατα δεν κρύβει εκπλήξεις τύπου Ισπανίας, στην οποία κρίθηκαν πρόσφατα καταχρηστικά τα μέτρα περιορισμού της κίνησης στην Καταλονία, όμως οι αυθόρμητες ή υποκινούμενες αντιδράσεις των λογής "αγανακτισμένων" όχι μόνο δεν λένε να κοπάσουν αλλά ίσως σε λίγο δεν θα έχουν τίποτα να ζηλέψουν από τις αντίστοιχες της Γαλλίας.
Η συζήτηση για πιθανή ενισχυτική δόση εμβολιασμού (booster) δεν είναι τόσο προχωρημένη και δεν δημιουργεί την ίδια σύγχυση όσο στις ΗΠΑ ή στη Γερμανία, αλλά συμβάλλει ήδη στην εξάπλωση της αβεβαιότητας για την έκβαση της μάχης κατά του ιού. Τα κρούσματα δεν ξαναγύρισαν σε προ εμβολιασμού επίπεδα όσο στο Ισραήλ, αλλά έχουν και σ' εμάς πάρει την ανηφόρα, διαχειρίσιμη προς το παρόν αλλά με άγνωστο ταβάνι.
Με δυο λόγια: ο συνδυασμός κόπωσης, χαλάρωσης, συγχρωτισμού με πολλούς και εν πολλοίς ανέλεγκτους ξένους, ανάσχεσης του εμβολιαστικού ρυθμού, πασπαλισμένος με τις ελληνικές ιδιότητες της βιασύνης, της ιδεολογικοποίησης, της έλλειψης ψυχραιμίας και στρατηγικού βάθους απειλούν να δημιουργήσουν ένα εύφλεκτο φθινοπωρινό μίγμα.
Από πολιτική άποψη, το κρίσιμο ερώτημα είναι αν και πόσο γρήγορα θα φθαρεί μια κυβέρνηση που ως τώρα έμεινε μάλλον αλώβητη, αλλά που πλέον έχει εχθρούς την επανάληψη φόβων και περιορισμών και τη συσσώρευση δυσφορίας από σχετικές ή άσχετες με την πανδημία αιτία, όπως οι πυρκαγιές. Τα μέσα που έχει στη διάθεσή της δεν είναι πολλά και κρύβουν κι αυτά κινδύνους: οι μεταλλάξεις δεν είναι υπό έλεγχο, ενώ η αναγγελθείσα και έτοιμη να εφαρμοστεί από το Σεπτέμβρη διάκριση πολιτών και δραστηριοτήτων με βάση το πιστοποιητικό εμβολιασμού είναι αβέβαιης αποτελεσματικότητας και υποδοχής.
Μένουν έτσι τρεις μόνο βεβαιότητες, διαμορφωτικές του πολιτικού τοπίου αλλά αρκετά μακριά από τις ανησυχίες της κοινωνίας.
Πρώτον, οι εκλογές αποκλείονται οριστικά υπό τόσο ρευστές υγειονομικές και οικονομικές συνθήκες - αν θέλει κανείς να ψάξει για το κρίσιμο πολιτικό γεγονός του τέλους της χρονιάς δεν έχει παρά να στραφεί στην εσωκομματική αναμέτρηση του ΚΙΝΑΛ, που αποκτά μάλιστα, ακριβώς λόγω της πολιτικής ρευστότητας, αυξημένη σημασία.
Δεύτερον, η διαχείριση της διάχυτης και εν πολλοίς "άδικης" δυσφορίας από την διατήρηση της εξαιρετικής κατάστασης για τρίτο συνεχή χειμώνα δεν μπορεί παρά να είναι, ή να γίνει, η πρώτη προτεραιότητα της κυβέρνησης.
Και τρίτον, κι αυτό ισχύει για όλους μας, θα πρέπει να αρχίσουμε να συμβιβαζόμαστε με μια "μη κανονική κανονικότητα" -όχι μόνο λόγω επέκτασης της συμβίωσης με την πανδημία, αλλά και λόγω ανύψωσης της αβεβαιότητας σε βεβαιότητα.
* Ο Κώστας Μποτόπουλος είναι συνταγματολόγος και πρώην ευρωβουλευτής.