Η αρχαία Μεσσήνη μέσα από το βλέμμα του Πέτρου Θέμελη

Η αρχαία Μεσσήνη μέσα από το βλέμμα του Πέτρου Θέμελη

Της Αγγελικής Κώττη

Εδώ και πολλά χρόνια, η Αρχαία Μεσσήνη αποκτά διαρκώς νέους λόγους για να την επισκεφθεί κάποιος. Ανασκαφές, αναστηλώσεις, διαδρομές, έρευνες, όλα ξεδιπλώνονται σε αυτό το μοναδικό αρχαιολογικό πάρκο, που μαγεύει με την ομορφιά και την ιστορία του. Τρεις ώρες χρειάζονται για να δει κανείς τον αρχαιολογικό χώρο, αλλά δεν θα βαρεθεί ούτε στιγμή.

Ο επικεφαλής της ανασκαφής, αρχαιολόγος Πέτρος Θέμελης, κάθε τόσο ετοιμάζει και κάτι νέο, μια καινούργια έκπληξη που φωτίζει το παρελθόν αυτής της αρχαίας πόλης, την οποία ίδρυσε ο Θηβαίος στρατηγός Επαμεινώνδας το 369 π.Χ. 
Ο Πέτρος Θέμελης μας ξεναγεί τώρα όλους, μέσα από ένα βιβλίο, με τίτλο «Αρχαία Μεσσήνη». Σε 144 σελίδες με τη γοητευτική αφήγηση του αρχαιολόγου, με εξαιρετικές φωτογραφίες και κατατοπιστικά σχεδιαγράμματα, οι εκδόσεις Καπόν μάς δίνουν και πάλι μια σπουδαία έκδοση, με συγγραφέα τον ανασκαφέα και ακούραστο εραστή της αρχαίας πόλης.

Πρόκειται για μια θαυμαστή παρουσίαση της ιστορίας και της μακραίωνης παρουσίας της Μεσσήνης στην περιοχή. Ξεχωριστά κεφάλαια αποτελούν το Θέατρο (ένα από τα μεγαλύτερα της αρχαίας Ελλάδας), η Αγορά, τα Ιερά, το φοβερό Στάδιο, το Γυμνάσιο και η Παλαίστρα, τα ταφικά μνημεία και τα οχυρωματικά έργα. Η μεγαλοσύνη αυτού του χώρου αναδεικνύεται εξαιρετικά μέσα από το βιβλίο του καθηγητή Θέμελη. 

Μέσα από αυτή την υποδειγματική έκδοση, ο επισκέπτης μπορεί να γνωρίσει την ιστορία της αρχαίας πόλης και να περιηγηθεί στα μοναδικά μνημεία της, που ερευνώνται και αναστηλώνονται υποδειγματικά. Με χρήση πολλών «νεωτερικών» ιδεών, για τις οποίες διακρίνεται ο ανασκαφέας. Παράλληλα, μέσα από την ιστορία των ερευνών που διεξήχθησαν, αλλά και την ανάδειξη και την κοινωνικοποίηση του μνημειακού συνόλου, προβάλλει η σημασία της αμφίδρομης σχέσης κοινού και μνημείων.

Σύμφωνα με τον Πέτρο Θέμελη, η αρχαία Μεσσήνη «ξαναβλέπει το φως, ζει μια δεύτερη ζωή στον σύγχρονο κόσμο με τις αγορές, τα ιερά, τα μνημεία, τα τείχη και τα θέατρά της. Συνεχίζει να φιλοξενεί ανθρώπους και ιδέες, έργα τέχνης και θεάματα, να δημιουργεί πολιτισμό. Αυτό που τη διακρίνει είναι το στοιχείο της εξέλιξης, της σταδιακής αποκάλυψης, της ανάπλασης και της ανάδειξης. Η μορφή των περισσότερων μνημείων ανασυγκροτήθηκε μέσα από λιθοσωρούς. Το αρχαίο αστικό τοπίο διατηρεί στοιχεία που σχετίζονται με τις διαδοχικές οικοδομικές φάσεις από την ίδρυση της πόλης, το 369 π.Χ., έως τον 14ο-15ο αιώνα μ.Χ.». 

Η αρχαία Μεσσήνη, ως ένα αρχαιολογικό και οικολογικό πάρκο, έχει αποκτήσει τη δική της δυναμική χάρη στις δυνατότητες που προσφέρουν τα μεγαλειώδη αρχαιολογικά κατάλοιπα μιας αρχαίας πόλης ευανάγνωστης και παιδευτικής, το αλώβητο φυσικό περιβάλλον, οι ήπια δομημένοι σύγχρονοι οικισμοί που την περιβάλλουν. Το αστικό τοπίο της λειτουργεί ως παλίμψηστο και διατηρεί στοιχεία που σχετίζονται με τις διαδοχικές οικοδομικές φάσεις από την ίδρυση της πόλεως τον 4ο αι. π.Χ. ώς τον 14ο/15ο αι. μ.Χ. 

Όπως έχει γράψει ο διακεκριμένος αρχαιολόγος στα («Θέματα Αρχαιολογίας»), «δημιουργήθηκε στην Υστερη Κλασική με Πρώιμη Ελληνιστική Εποχή με βάση συγκεκριμένες αρχιτεκτονικές και πολεοδομικές αρχές οργάνωσης του χώρου. Οι αρχές αυτές αντανακλούν τις πολιτικές και κοινωνικές αξίες της περιόδου, προσαρμοσμένες στις απαιτήσεις της προγραμματικής αυτής πόλεως που ιδρύθηκε από τους Θηβαίους το 369 π.Χ. στις νότιες πλαγιές του όρους της Ιθώμη. Η πόλη φημιζόταν για τις δυνατές οχυρώσεις της, τη μνημειακότητα των δημόσιων οικοδομημάτων και το ιπποδάμειο πολεοδομικό της σύστημα». 

Παρά τη μακρόχρονη κατοχή της χώρας τους, οι Mεσσήνιοι είχαν συνείδηση ότι αποτελούσαν ιδιαίτερο έθνος στην Πελοπόννησο και δεν έκρυβαν την επιθυμία για απελευθέρωση. Ανταποκρίθηκαν πρόθυμα στο κάλεσμα του Eπαμεινώνδα την άνοιξη του 369 π.X. για εγκατάσταση στη νέα πρωτεύουσα της αυτόνομης Mεσσηνίας, που αποφάσισε να ιδρύσει ο Θηβαίος στρατηγός ταυτόχρονα σχεδόν με την Aρκαδική Mεγαλόπολη προκειμένου να περιορίσει οριστικά στο έδαφός της τη Σπάρτη. 

Pax Romana 

«Αναπτύχθηκε υπέρμετρα, σε βάρος των άλλων μεσσηνιακών πόλεων που συγκροτούσαν ένα είδος ομοσπονδίας ως μέλη του Κοινού των Μεσσηνίων», σημειώνει ο κ. Θέμελης. «Η Pax Romana ανέδειξε τη Μεσσήνη σε πόλη υψηλού κοινωνικού και οικονομικού επιπέδου. Διατήρησε το μέγεθος και την πολεοδομική μορφή της ώς περίπου τα τέλη του 4ου αι. μ.Χ. Η παραλία της Kυπαρισσίας αντίκρυζε τις γνώριμες ανέκαθεν δυτικές θάλασσες και τις πόλεις της Ιταλίας, με τις οποίες διατηρούσαν οι Μεσσήνιοι ισχυρούς φιλικούς, πολιτικούς και εμπορικούς δεσμούς.

Εύπορες οικογένειες Μεσσήνιων γαιοκτημόνων είχαν στην κατοχή τους και καλλιεργούσαν μεγάλες εκτάσεις στην Καμπανία. Κέρδισαν την εύνοια των Ρωμαίων αυτοκρατόρων, από τον Νέρωνα έως τον Μάρκο Αυρήλιο, και αναδείχθηκαν συγκλητικοί, χιλίαρχοι λεγεώνων, δήμαρχοι, ταμίες της επαρχίας Σικελίας, Ελλαδάρχες της επαρχίας Αχαΐας, Μέγιστοι Αρχιερείς διά βίου, οιωνοσκόποι και διοικητές της επαρχίας του Abelinum της Καμπανίας. 

Oι εξαγωγές και οι εισαγωγές προϊόντων από την Aδριατική πολλαπλασιάζονται, όπως ήταν αναμενόμενο μετά το 146 π.X., και κορυφώνονται στα χρόνια του Καίσαρα και του Aυγούστου, όταν εγκαθίστανται στην πόλη Pωμαίοι πολίτες και άλλοι οι οποίοι μεταφέρουν τις συνήθειες και τις προτιμήσεις τους. Αυτοκράτορες όπως ο Τιβέριος, ο Κλαύδιος, ο Νέρων, αλλά και οι Τίτος, Βεσπασιανός, Δομιτιανός, Τραΐανός, Αδριανός, Μάρκος Αυρήλιος και Λούκιος Βέρος τιμήθηκαν από τους Μεσσήνιους με την ανέγερση ανδριάντων στην αγορά και στο θέατρο. Ακόμη και τον Σύλλα, καθώς και τον στρατηγό του Μουρήνα, τίμησαν με ανδριάντες οι ευπατρίδες της πόλης. 

O Παυσανίας 

Η πόλη έγινε γνωστή κυρίως από τον Παυσανία, ο οποίος την επισκέφτηκε μεταξύ 155 και 160 μ.Χ, δηλαδή 530 χρόνια μετά την ίδρυσή της, ενώ πολύ αργότερα έφτασαν ώς και οι Ευρωπαίοι περιηγητές. «Ο,τι είδε ο Παυσανίας, το έχουμε φέρει κι εμείς στο φως», αναφέρει χαρακτηριστικά ο αρχαιολόγος. Η επίσκεψη του Παυσανία συνέβη σε καιρούς που η πόλη εξακολουθούσε να αποτελεί κέντρο της κοινωνικής, οικονομικής και πολιτικής ζωής, σημείο αναφοράς για ολόκληρη τη μεσσηνιακή επικράτεια.

O περιηγητής μας, απόλυτα αφοσιωμένος στην παλαιά θρησκεία, χωρίς «ενοχλήσεις από δογματικές αμφιβολίες και παγερά αδιάφορος για την πίστη των Χριστιανών», μπορούσε ακόμη να θαυμάσει τα λατρευτικά ή ιστορικού χαρακτήρα αγάλματα του μεγάλου Mεσσήνιου γλύπτη του 2ου αι. π.X. Δαμοφώντα, τα οποία κοσμούσαν όχι μόνο το Aσκληπιείο, αλλά και τους ναούς του Διός Σωτήρος, της Mητέρας των Θεών και της Aρτέμιδος Λαφρίας στην αγορά και σε άλλες θέσεις της πόλης». 

Στη διάρκεια του 4ου αι. μ.Χ., η Μεσσήνη δεν είχε πλέον την δύναμη να σταματήσει τη σταδιακή κατάρρευση των δημόσιων οικοδομημάτων και των ιερών που εγκαταλείφθηκαν αναγκαστικά στην τύχη τους. Στις πρώτες απώλειες συγκαταλέγεται το Θέατρο, το οποίο άρχισε να χρησιμοποιείται ως λατομείο ήδη από τα χρόνια του Διοκλητιανού. 

Σεισμός 

Η τελική πάντως κατάρρευση της πόλης και η φυγή μεγάλου μέρους του πληθυσμού συντελέστηκε μετά τον μεγάλο σεισμό του 365 μ.Χ., σύμφωνα με τη μαρτυρία της κεραμικής και των νομισμάτων που βρέθηκαν στα στρώματα της καταστροφής. Ωστόσο, από το πρώτο ήμισυ του 5ου αι. μ.Χ. ένας νέος οικισμός κάνει την εμφάνισή του στην περιοχή του Ασκληπιείου και απλώνεται σταδιακά ως την περιοχή του Θεάτρου, όπου τα ανασκαφικά δεδομένα μαρτυρούν συνέχεια ζωής έως τον 14ο και τις αρχές του 15ου αιώνα.