Του Παύλου Ι. Αλεξιάδη *
Με την είσοδο και την κατοχή των Γερμανών στην Ελλάδα τον Απρίλιο του 1941 η Αν. Μακεδονία και η Θράκη παραδόθηκε στους Βουλγάρους ως αντάλλαγμα για την ελεύθερη διέλευση που επιφύλασσαν στα στρατεύματα της Βέρμαχτ οι Βούλγαροι. Έτσι στις 20 Απριλίου 1941 ο στην κυριολεξία ρακένδυτος Βουλγαρικός στρατός με τον φτωχό Γερμανικό εξοπλισμό του εισήλθε στις πόλεις της Αν. Μακεδονίας και Θράκης.
Αμέσως από τις Βουλγαρικές αρχές ξεκίνησε ένας μαζικός εκβουλγαρισμός της περιοχής. Οι Ελληνικές τοπικές αρχές, οι δημόσιοι υπάλληλοι, οι αστυνομικοί ακόμα και οι ιερείς αντικαταστάθηκαν από Βουλγάρους. Η χρήση της Ελληνικής ακόμα και για ιδιωτικές συζητήσεις ήταν απαγορευμένη επί ποινή ξυλοδαρμού. Ο Ελληνικός πληθυσμός εξαναγκάστηκε δια της βίας να εκβουλγαρίσει τα επίθετα του.
Τα σχολεία μετατράπηκαν σε αυστηρώς Βουλγαρικά όπου τα λίγα Ελληνόπουλα που πήγαιναν γινόντουσαν συστηματικά θύματα ξυλοδαρμού. Οι Ελληνικές επιχειρήσεις υποχρεώθηκαν να πάρουν Βουλγάρους συνεταίρους που στην ουσία τους πλιατσικολογούσαν. Σε αυτό το πλαίσιο συστηματικών διώξεων πρέπει να προσθέσουμε και την παρουσία 120.000 εποίκων που εγκαταστάθηκαν από την Βουλγαρία στις περιοχές αυτές.
Από την αρχή της κατοχής ακόμα πρόχειρες αντάρτικες ομάδες που προέρχονταν από τον χώρο του ΚΚΕ ξεκίνησαν κάποιες υποτυπώδεις ενέργειες αντίστασης όπως είναι οι δολιοφθορές. Όλες οι ενέργειες είχαν την καθοδήγηση του Παντελή Χαμαλίδη ενός ανθρώπου που προερχόταν από το καπνεργατικό κίνημα της Δράμας ήταν ικανός πολιτικός οργανωτής αλλά άπειρος στα στρατιωτικά.
Στις 19 Σεπτεμβρίου 1941 στο χωριό Ηλιοκόμη Σερρών αποφασίζεται ο ανταρτικός αγώνας. Το αν ο ρόλος που είχε το ΚΚΕ στην εξέγερση ήταν ενεργός ή συμβουλευτικός ή απλώς παρατηρητικός δεν έχει εξακριβωθεί απολύτως. Γεγονός πάντως είναι ότι με την δημοσιοποίηση της είδησης της εξέγερσης και της σφαγής στην Αθήνα η Κ.Ε. του ΚΚΕ έστειλε την Χρύσα Χατζηβασιλείου στην Μακεδονία για να αποσύρει την όποια υποστήριξη του κόμματος στα αντάρτικα σώματα που μάχονταν κατά των Βουλγάρων. Αυτή η κίνηση του ΚΚΕ θεωρήθηκε και δικαίως από τον ντόπιο πληθυσμό ως προδοσία σε βάρος τους.
Η εξέγερση ξεκίνησε το βράδυ της 28ης Σεπτεμβρίου από το Δοξάτο όπου αντάρτες από τη συγκεκριμένη κωμόπολη και τη γειτονική Χωριστή, υπό τον Χρ. Καλαϊτζίδη, επιτέθηκαν εναντίον του τοπικού αστυνομικού σταθμού σκοτώνοντας μερικούς Βούλγαρους αστυνομικούς. Οι επαναστατημένοι επιτέθηκαν με παρόμοιο τρόπο σε περίπου 25 οικισμούς: συγκεκριμένα εκτέλεσαν διορισμένους Βούλγαρους αξιωματούχους, καθώς και Έλληνες συνεργάτες τους και χτύπησαν αστυνομικά τμήματα.
Εντός της πόλης της Δράμας οι επαναστάτες πέτυχαν να ανατινάξουν το ένα από τα δύο εργοστάσια ηλεκτροφωτισμού και πέταξαν προκηρύξεις. Ακόμη πραγματοποιήθηκε αποτυχημένη επίθεση κατά του σιδηροδρομικού σταθμού, ενώ προσβλήθηκε - με μικρά αποτελέσματα - το στρατόπεδο του Σώματος Εφοδιασμού Πολέμου. Παρόλο που οι αντάρτες κατάφεραν να καταλύσουν τις βουλγαρικές αρχές στην ύπαιθρο, απέτυχαν να εκπληρώσουν τους αντικειμενικούς τους στόχους μέσα στη Δράμα, γεγονός που οφείλεται αφενός στον κακό επιχειρησιακό σχεδιασμό και αφετέρου στη γρήγορη αντίδραση των Βούλγαρων εξαιτίας της πρόωρης σύγκρουσης στο Δοξάτο.
Παράλληλα, ομάδα σαμποτέρ υπό τον Β. Γερμανίδη προσπάθησε να ανατινάξει τη σιδηροδρομική γέφυρα του Νικηφόρου, όμως απέτυχε εξαιτίας της ισχυρής αντίστασης που προέβαλε το βουλγαρικό φυλάκιο που είχε επιφορτιστεί τη φύλαξή της. Σύμφωνα με τον Βούλγαρο ιστορικό Γκέοργκι Ντασκάλοφ, οι επαναστάτες δεν προέβησαν σε βιαιοπραγίες εναντίον Βουλγάρων αμάχων και αιχμαλώτων.
Επιπλέον, μετά την πρώτη αντίδραση των βουλγαρικών δυνάμεων, η απόφαση του Χαμαλίδη να μην υιοθετήσει τακτική ανταρτοπόλεμου, αλλά να προσπαθήσει να αντιμετωπίσει τον εχθρό σε μάχες εκ παρατάξεως στέρησε από τους εξεγερθέντες οποιαδήποτε πιθανότητα επιτυχίας.
Η βουλγαρική εξουσία είχε αποκατασταθεί πλήρως μέχρι τις 2 Οκτωβρίου, ωστόσο η καταδίωξη των ανταρτών, αλλά και των πολιτών που είχαν εγκαταλείψει τις εστίες τους, συνεχίστηκε μέχρι τις αρχές Νοεμβρίου.
Οι σκηνές που ακλούθησαν την καταστολή θα έκαναν μέχρι και τον διάβολο να αποτροπιασθεί. Αδιάκριτη και μαζική δολοφονία ανδρών, γυναικών, γέρων και παιδιών, τυφλές εκτελέσεις με την χρήση μυδραλιοβόλων και χειροβομβίδων. Στην πόλη της Δράμας δρόμοι ολόκληροι παρέμεναν για ήμερες αιματοβαμμένοι από το αίμα άδικα σφαγιασμένων Ελλήνων.
Τα χωριά Δοξάτο, Χωριστή, Κύργια, Φίλιπποι, Κουδούνια, Κοκκινόγεια, Πλατανόβρυση, Δρυμότοπος κ.α. εξανδραποδίστηκαν. Συνολικά στον νομό Δράμας υπήρξαν 1.547 νεκροί, στον νομό Σερρών 483 και στον νομό Καβάλας 110. Στα θύματα της σφαγής οφείλουμε να συμπεριλάβουμε και τους 4.058 Έλληνες εβραίους της περιοχής που εκτελέστηκαν στο στρατόπεδο Στρεμλινκά της Πολωνίας.
Μετά τις σφαγές που κράτησαν μέχρι τον Νοέμβριο του '41 ο Ελληνικός πληθυσμός της περιοχής παρουσίασε τρομερές μειώσεις καθώς εκτός από τους νεκρούς πολλοί αναγκάστηκαν σε έξοδο προς την γερμανοκρατούμενη Μακεδονία και κυρίως την Θεσσαλονίκη. Συνολικά 170.000 Έλληνες εγκατέλειψαν τις εστίες τους.
Μετά από αυτά τα γεγονότα το ΚΚΕ δεν διέθετε μεγάλα ερείσματα στον τοπικό πληθυσμό πράγμα που ευνόησε την δημιουργία αντικομουνιστικών αντάρτικων ομάδων. Πυρήνας αυτών των ομάδων ήταν το Ποντιακό στοιχείο της περιοχής και αυτό γιατί οι Πόντιοι είχαν εμπειρία στον ανταρτοπόλεμο λόγω της συμμετοχής τους στον αγώνα κατά των Τούρκων τα χρόνια 1919-22.
Οι πιο γνωστοί οπλαρχηγοί που έδρασαν στην περιοχή ήταν ο αμφιλεγόμενος για την σκληρότητα που επιδείκνυε στους αντιπάλους του Αντών Τσάους (Αντώνης Φωστερίδης) και ο Θεόδωρος Τσακιρίδης. Αξίζει να σημειωθεί ότι αυτές οι αντάρτικες ομάδες από τις 9 Σεπτεμβρίου του '44 όπου στην Βουλγαρία ιδρύθηκε κομουνιστικό καθεστώς έως τις 26 Οκτωβρίου του '44 που αποχωρούν οριστικά οι Βούλγαροι από τις Ελληνικές περιοχές είχαν να αντιμετωπίσουν επιθέσεις συνασπισμένων δυνάμεων Ελασιτών και Βουλγάρων.
Η ιστορία της Βουλγαρικής κατοχής στην Αν. Μακεδονία και Θράκη είναι μία άγνωστη σελίδα της νεότερης ιστορίας μας αλλά η μελέτη της θα μας κάνει να κατανοήσουμε καλύτερα σύγχρονα εθνικά θέματα που ακόμα ερίζουν στον χώρο της Μακεδονίας.
* Ο Παύλος Ι. Αλεξιάδης είναι ιατρός και ιστορικός ερευνητής