Έκκληση στο υπουργείο Δικαιοσύνης να αλλάξει ο νομικός ορισμός του βιασμού στη βάση της έλλειψης συναίνεσης για τη σεξουαλική πράξη απευθύνει η Διεθνής Αμνηστία, που κατέθεσε υπόμνημα έτσι ώστε αυτός να ορίζεται σε εναρμόνιση με τα διεθνή πρότυπα ανθρωπίνων δικαιωμάτων.
Η Διεθνής Αμνηστία κατέθεσε σήμερα το υπόμνημα στο Υπουργείο Δικαιοσύνης, καθώς και στη Γενική Γραμματεία Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, στο πλαίσιο της δημόσιας διαβούλευσης για τον νέο ποινικό κώδικα και της εκστρατείας που κάνει η οργάνωση για το θέμα.
Μεταξύ άλλων, σε συνέντευξη Τύπου που παρέθεσε η οργάνωση για το θέμα, η υπεύθυνη Εκστρατειών του Ελληνικού Τμήματος της Διεθνούς Αμνηστίας, Ειρήνη Γαϊτάνου, τόνισε ότι «η πρόταση της νομοπαρασκευαστικής επιτροπής, που δόθηκε σε δημόσια διαβούλευση στα πλαίσια της αναθεώρησης του ελληνικού ποινικού κώδικα, είναι ακόμα χειρότερη από το ισχύον άρθρο 336, και συνιστά οπισθοχώρηση για τα δικαιώματα των γυναικών».
«Σε καμία περίπτωση δεν μπορεί να γίνει αποδεκτή ως βάση συζήτησης. Ζητάμε να αποσυρθεί, και το τελικό σχέδιο νόμου να περιλαμβάνει έναν ορισμό του βιασμού που θα έχει στο επίκεντρο τη συναίνεση. Παράλληλα, η νέα νομοθεσία θα πρέπει να περιλαμβάνει την παροχή ενός ολοκληρωμένου ορισμού του βιασμού, τον σαφή ορισμό των ποινών και των επιβαρυντικών περιστάσεων, ενώ θα πρέπει να παράσχει και συγκεκριμένες κατευθυντήριες γραμμές για την εφαρμογή της», υπογράμμισε.
Όπως είπε η ίδια, «οι διεθνείς συνθήκες προκρίνουν τον ορισμό του βιασμού με βάση τη συναίνεση, αναγνωρίζοντας ότι η σεξουαλική βία συνιστά παραβίαση της σεξουαλικής αυτονομίας και της σωματικής ακεραιότητας του ατόμου. Η Ελλάδα δεσμεύεται από τις συνθήκες αυτές, για την υιοθέτηση ενός τέτοιου ορισμού. Επιπλέον, τα τραγικά περιστατικά που έχουν έρθει στη δημοσιότητα το τελευταίο διάστημα, τα εξαιρετικά ποσοστά ατιμωρησίας του βιασμού, το πολύ χαμηλό ποσοστό καταγγελιών αλλά και ο αγώνας των επιζήσασων ενός βιασμού, επιτάσσουν μια τέτοια νομοθετική αλλαγή, η οποία θα πυροδοτήσει μια ευρύτερη κοινωνική συζήτηση, με στόχο τη συμβολή στην αλλαγή ατομικών και κοινωνικών συμπεριφορών».
Η υπεύθυνη Εκστρατειών για τα Δικαιώματα των Γυναικών στο Περιφερειακό Γραφείο της Ευρώπης, Μόνικα Κόστα, σημείωσε πως «8 από τις 31 χώρες της Ευρώπης έχουν νομοθεσίες που αναγνωρίζουν ότι το σεξ χωρίς συναίνεση είναι βιασμός. Αντίθετα, η πλειοψηφία των χωρών χρησιμοποιεί ακόμα ορισμούς του βιασμού που βασίζονται στην άσκηση φυσικής βίας ή αντίστασης, ή την ανικανότητα του θύματος να αμυνθεί».
«Η εστίαση στην αντίσταση και τη βία, και όχι στη συναίνεση, έχει συνέπειες αφενός στην καταγραφή των βιασμών, και αφετέρου στην ευρύτερη συνειδητοποίηση της σεξουαλικής βίας, πλευρές που είναι κρίσιμες για την πρόληψη του βιασμού και τον περιορισμό της ατιμωρησίας», πρόσθεσε, υπογραμμίζοντας ότι «η σεξουαλική βία καταγράφεται σε ένα ποσοστό μόλις 14% κατά μέσο όρο στην Ευρώπη. Τα στοιχεία είναι σοκαριστικά, λαμβάνοντας υπόψη ότι περίπου 9 εκατομμύρια γυναίκες έχουν δηλώσει ότι έχουν υποστεί βιασμό».
Η Ιωάννα Στεντούμη, δικηγόρος στον Άρειο Πάγο, εξειδικευμένη στο ποινικό δίκαιο και τα ανθρώπινα δικαιώματα, και η οποία έχει χειριστεί δικαστικά υποθέσεις έμφυλης βίας, ιδίως θύματα σεξουαλικών επιθέσεων και βιασμών, εξήγησε ότι «ο τρόπος που ο θύτης μπορεί να επιβληθεί πάνω στο θύμα, μπορεί να περιλαμβάνει ένα σύνολο πιέσεων και απειλών, πέραν της σωματικής βίας, που είναι αδύνατο να καταγραφούν περιπτωσιολογικά και δε θα ήταν και ορθό από πλευράς ποινικού δικαίου».
«Η ορθή απάντηση μπορεί να είναι μόνο ο ορισμός του βιασμού με βάση την ύπαρξη ή μη συναίνεσης, η οποία σε κάθε περίπτωση πρέπει να αξιολογείται λαμβάνοντας υπόψη όλες τις πιθανές συμπεριφορικές αντιδράσεις στη σεξουαλική βία, ιδίως το πάγωμα του θύματος - αντίδραση της ακινησίας που έχει αναπτυχθεί κυρίως ως έσχατη στρατηγική επιβίωσης και είναι συνηθέστερη από την αντίσταση ή τη φυγή», πρόσθεσε.
Τέλος, ο Γαβριήλ Σακελλαρίδης, συντονιστής της συνέντευξης τύπου και Διευθυντής του Ελληνικού Τμήματος της Διεθνούς Αμνηστίας, δήλωσε: «Αποτελεί συμβατική υποχρέωση της κυβέρνησης, στα πλαίσια της δεσμευτικής ισχύος της Σύμβασης της Κωνσταντινούπολης, που έχει κυρωθεί ως νόμος του κράτους από την ελληνική Βουλή, αλλά αποτελεί ταυτόχρονα και πολιτική απαίτηση, για την υπεράσπιση των δικαιωμάτων των θυμάτων, και κατεξοχήν των γυναικών. Σήμερα, οι συνθήκες είναι απολύτως ώριμες για τη συγκεκριμένη νομοθετική αλλαγή.»