Όταν, πριν από έναν αιώνα, ο Ελευθέριος Βενιζέλος διεκδικούσε τη δημιουργία της Ελλάδος «των δύο ηπείρων και των πέντε θαλασσών», έδειχνε τη μεγάλη του εμπιστοσύνη στις δυνάμεις του Ελληνισμού. Εκτός από την ικανότητά του να κυβερνά αλλά και να συνεργάζεται με αλλοεθνείς και αλλόθρησκους, ο ελληνισμός που ο Βενιζέλος είχε κατά νου διακρινόταν και από την ικανότητά του να αυξάνεται και να πληθύνεται.
Για τις λαμπρές προοπτικές του λαού του, ο Κρητικός πολιτικός είχε κατορθώσει να πείσει και μεγάλους ξένους ηγέτες, από τη στάση των οποίων εξαρτιόταν η επιτυχία της δικής του πολιτικής.
Έτσι, στη διάρκεια των διαπραγματεύσεων που οδήγησαν στη Συνθήκη Ειρήνης των Σεβρών, το 1920, ο Βρετανός πρωθυπουργός Λόιντ Τζωρτζ δεχόταν τα ακόλουθα ως βάση για την επέκταση της Ελλάδος και στις δύο ακτές του Αιγαίου:
Ο ελληνικός πληθυσμός αυξάνει γρήγορα, και οι Έλληνες μεταναστεύουν σε όλα τα μέρη του κόσμου. Με τα επιπλέον εδάφη που θα αποκτήσει, το ελληνικό έθνος θα αριθμεί σύντομα 15 ως 20 εκατομμύρια ψυχές. Θα είναι τότε ισχυρότερο, και οι [παρούσες] δυσκολίες μπορούν να θεωρηθούν πρόσκαιρες. Αν τα εδάφη αυτά δοθούν στην Ελλάδα, θα ακμάσουν με την επιβολή ενός προοδευτικού και εργατικού λαού, συμβάλλοντας έτσι στην πρόοδο του πολιτισμού.
Βέβαια, τα πράγματα δεν εξελίχθηκαν ακριβώς έτσι. Η πλειοψηφία του εκλογικού σώματος, ιδίως στην «Παλιά Ελλάδα» και την πολυεθνική (τότε) Μακεδονία, δεν ψήφισε με γνώμονα την παγίωση της Ελλάδας των Σεβρών. Οι διάδοχοι του Βενιζέλου διαχειρίστηκαν καταστροφικά το μικρασιατικό εγχείρημα και η χώρα βρέθηκε στα πιο περιορισμένα σύνορα της Λωζάννης. Ό,τι έχασε σε έκταση, το «κέρδισε» σε εθνική ομοιογένεια, κάτι που αποτελούσε πλεονέκτημα σε μια εποχή έντονα ανταγωνιστικών εθνικισμών.
Στην Ελλάδα του 1922-24 συνέρρευσαν 1.250.000 πρόσφυγες που προστέθηκαν σε «γηγενή» πληθυσμό πέντε, περίπου, εκατομμυρίων. Την ίδια περίοδο, η νέα Τουρκία, η οποία επίσης υποδέχθηκε εκατοντάδες χιλιάδες πρόσφυγες, καταμετρούσε πληθυσμό περί τα 13 εκατομμύρια.
Δηλαδή, την επομένη της Μικρασιατικής Καταστροφής και της ανταλλαγής των πληθυσμών, η αναλογία του πληθυσμού Ελλάδος-Τουρκίας ήταν περίπου 1:2.
Έναν αιώνα αργότερα, ο δημογραφικός συσχετισμός μεταξύ των δύο χωρών έχει ανατραπεί δραματικά σε βάρος μας, αγγίζοντας το 1:8,5.
Τι σημαίνει αυτό σε πρακτικούς όρους; Ότι η Τουρκία διαθέτει πολύ περισσότερα εργατικά χέρια, πολύ μεγαλύτερη εσωτερική αγορά, μεγαλύτερο ενεργό πληθυσμό, άνετα περιθώρια στήριξης του ασφαλιστικού συστήματος, μεγαλύτερη δεξαμενή στελεχών και εφεδρειών για τις ένοπλες δυνάμεις της. Υπάρχουν, βέβαια, και τα μειονεκτήματα του υπερπληθυσμού, όπως η υπόθαλψη των κοινωνικών ανισοτήτων ή οι αυξημένες διατροφικές ανάγκες και το βαρύτερο ενεργειακό αποτύπωμα.
Ο δημογραφικός μαρασμός της Ελλάδος είναι εν εξελίξει εδώ και δεκαετίες. Αυτό που εντυπωσιάζει είναι ότι η κρισιμότατη αυτή παράμετρος σχεδόν απουσιάζει από τη δημόσια συζήτηση για το μέλλον της χώρας.
Αντιθέτως, αν παρακολουθεί κανείς τα τηλεοπτικά «παράθυρα», το ενδιαφέρον μας φαίνεται να εξαντλείται στη γενιά των συνταξιούχων. Έτσι, μοιάζουμε να πορευόμαστε κυριολεκτικά σαν να μην υπάρχει αύριο – στάση που εξηγεί και την αμέριμνη πορεία μας προς τη χρεοκοπία του 2010.
Αμεριμνησία στο δημογραφικό ζήτημα δεν συγχωρείται πλέον. Η «συρρίκνωση» του ελληνισμού, στην οποία πολλοί αναφέρονταν με εδαφικούς κυρίως όρους, συντελείται με δική μας ευθύνη. Και αν η χώρα που λέγεται Ελλάδα αδειάσει από τον «γηγενή» πληθυσμό της, είναι βέβαιο ότι άλλοι πληθυσμοί θα πάρουν τη θέση μας – η Ιστορία δεν ανέχεται το «κενό».
Είναι, λοιπόν, παρήγορο ότι ο σημερινός πρωθυπουργός, εκ πλαγίου απόγονος του Βενιζέλου, βάζει το δημογραφικό στο τραπέζι με όρους που φανερώνουν ότι, εκτός από τη διάγνωση, έχει συλλάβει και μέρος, τουλάχιστον, της θεραπείας.
Επιπλέον, επιδεικνύει πολιτικό θάρρος όταν με παρρησία αναγνωρίζει τα ακόλουθα: Αφενός, ότι τα όποια κίνητρα μπορούν πράγματι να πείσουν τις Ελληνίδες και τους Έλληνες να εξασφαλίσουν το στατιστικό νούμερο των 2,5 παιδιών ανά 2 ζευγάρι, που απαιτείται για τη συντήρηση – όχι την αύξηση – του πληθυσμού μας. Και, αφετέρου, ότι εφόσον δεν γεννάμε αρκετά, χρειαζόμαστε την προσθήκη «ανθρώπους που ασπάζονται τις αξίες της κοινωνίας μας».
Το πρότυπό μας δεν είναι κατ’ ανάγκην η μουσουλμανική Τουρκία. Μπορούμε να βελτιώσουμε τις επιδόσεις μας μιμούμενοι τους προτεστάντες Δανούς ή Ολλανδούς – που στερούνται, οι άμοιροι, του δικού μας «μεσογειακού ταμπεραμέντου»!
Ο καθηγητής Γιάννης Στεφανίδης είναι συγγραφέας του βιβλίου Ψυχρός Πόλεμος (εκδόσεις ΕΑΠ, 2021)