Η πρόταση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για ένταξη των μονάδων ηλεκτροπαραγωγής από πυρηνικούς αντιδραστήρες στην ταξινομία των επενδύσεων που μπορούν να επιδοτηθούν με ευρωπαϊκά κονδύλια δημιούργησε, όπως ήταν αναμενόμενο, θύελλα αντιδράσεων.
Η αντί-πυρηνική επιχειρηματολογία δραματοποιεί τις συνέπειες ενός ατυχήματος, αναφέρεται στα προβλήματα διαχείρισης των πυρηνικών αποβλήτων και στην περίπτωση της χώρας μας, υπογραμμίζει τον πρόσθετο παράγοντα της σεισμικότητας. Τα ονόματα Τσέρνομπιλ και Φουκουσίμα αναφέρονται πάντα ως πειστήρια της βαρύτητας των σχετικών κινδύνων.
Είναι βέβαιο ότι η Ευρωπαϊκή Επιτροπή προχώρησε στη σχετική πρόταση έχοντας πλήρη επίγνωση των παραπάνω επιχειρημάτων. Μπορεί οι πιθανότητες ενός ατυχήματος να είναι ιστορικά πολύ μικρές και να ελαχιστοποιούνται με την πρόοδο της τεχνολογίας αλλά κανείς δεν μπορεί να υποστηρίξει με βεβαιότητα ότι πυρηνικό ατύχημα δεν θα συμβεί ξανά ποτέ και πουθενά.
Όμως, ενώ ένα τέτοιο πυρηνικό ατύχημα αποτελεί μια εξαιρετικά ανεπιθύμητη αλλά ακραία μικρή πιθανότητα που θα αφορούσε κάποια μικρή ή μεγάλη γεωγραφική περιοχή, η κλιματική αλλαγή αποτελεί μια καταστροφική βεβαιότητα που απειλεί ολόκληρη την Υφήλιο. Οι θάνατοι που ήδη σήμερα συμβαίνουν στον κόσμο σε ένα μόνο μήνα και οφείλονται, άμεσα ή έμμεσα, στην κλιματική αλλαγή, υπερβαίνουν το σύνολο των θανάτων που προκλήθηκαν από πυρηνικά ατυχήματα σε ολόκληρη την ιστορία.
Οι ανάγκες για περισσότερη ενέργεια θα συνεχίσουν να αυξάνονται. Οι όποιες δυνατότητες υπάρχουν στις αναπτυγμένες χώρες για εξοικονόμηση ενέργειας με περιορισμό της σπατάλης ή αύξηση της θερμοδυναμικής αποδοτικότητας, είναι πολύ μικρότερες από τις αυξανόμενες ανάγκες στις αναπτυσσόμενες περιοχές. Χρειαζόμαστε περισσότερη και καθαρή ηλεκτροπαραγωγή αλλά η τεχνολογία αξιοποίησης των ΑΠΕ φαίνεται να απέχει πολλά χρόνια ακόμη από την εποχή οπότε αυτές θα είναι σε θέση να καλύψουν το σύνολο των αναγκών ηλεκτροπαραγωγής.
Μέχρι τότε πρέπει να αξιοποιηθεί κάθε τρόπος και κάθε μέσο για τον περιορισμό εκπομπής αερίων του θερμοκηπίου. Το φυσικό αέριο ασφαλώς θα χρησιμοποιηθεί αλλά από μόνο του δεν μπορεί να αποτελέσει τη λύση. Το πρόβλημα είναι ότι οι μικρότερες μεν αλλά όχι αμελητέες εκπομπές καυσαερίων είναι μεγαλύτερες από όσες είναι συμβατές με την επίτευξη του στόχου περιορισμού ανόδου της μέσης θερμοκρασίας του πλανήτη κατά 1,5οC βαθμούς.
Παρά τους κινδύνους οι οποίοι, επαναλαμβάνω, είναι απίθανοι μεν αλλά υπαρκτοί, η Ευρώπη και ο κόσμος δεν έχουν την πολυτέλεια να μην αξιοποιήσουν και την πυρηνική ενέργεια και συνεπώς οι χώρες όπου υπάρχει ήδη η σχετική εμπειρία πρέπει να παραμείνουν στον κατάλογο αυτών που παράγουν ηλεκτρική ενέργεια με πυρηνικούς αντιδραστήρες και άλλες χώρες, όπου υπάρχει ή τεχνολογική ωριμότητα, να προστεθούν σε αυτόν.
Θα ήθελα να συμπεριλάβω την Ελλάδα στον παραπάνω κατάλογο αλλά δεν μπορώ, τουλάχιστον μέσα σε έναν λογικό χρονικό ορίζοντα ενεργειακού σχεδιασμού, για δύο βασικούς λόγους:
Ο πρώτος είναι ότι η συντριπτική πλειοψηφία του ελληνικού λαού είναι φανατικά ενάντια στα πυρηνικά εργοστάσια και θα έβρισκε τρόπους, δικαστικούς ή άλλους, για να προσθέσει χρόνο και κόστος στην κατασκευή του έργου σε βαθμό που θα έκανε την τελική τιμή της πυρηνικής κιλοβατώρας ασύμφορη.
Ο δεύτερος, ότι καλώς ή κακώς, έχουμε ήδη κάνει την επιλογή του φυσικού αερίου και έχουμε επενδύσει σε αυτήν πολύ μεγάλα ιδιωτικά και δημόσια κεφάλαια.
Πρέπει όμως να βρεθούν τρόποι ώστε να μετριαστεί το ελληνικό «ταμπού» σε σχέση με τα πυρηνικά εργοστάσια, γιατί τα δεδομένα μπορεί να αλλάξουν. Η αποθήκευση ηλεκτρισμού μπορεί να μην μπορέσει ποτέ να καλύψει πλήρως την όχι συνεχή διαθεσιμότητα των ΑΠΕ και το φυσικό αέριο μπορεί να χρειαστεί να αφαιρεθεί εντελώς από το ενεργειακό σύστημα. Είναι λοιπόν απαραίτητο να προχωρήσουμε άμεσα στην Ελλάδα στην απόκτηση αξιόπιστης πυρηνικής τεχνογνωσίας και στη θέσπιση σύγχρονου σχετικού κανονιστικού πλαισίου.
Γιατί στην περιοχή μας τα πυρηνικά εργοστάσια είναι ήδη υπαρκτά και έρχονται και πρόσθετα. Αν όχι εντός, σίγουρα εκτός της ελληνικής επικράτειας.
* Το όνομα του Ραφαήλ Μωυσή είναι συνδεδεμένο με τον κλάδο της ενέργειας. Διετέλεσε διοικητής της ΔΕΗ (επί Καραμανλή το '79) και σε άμεση σχέση με την ενέργεια γύρισε το 2004 ως πρόεδρος της ΔΕΠΑ και το 2006 ως πρόεδρος του Συμβουλίου Εθνικής Ενεργειακής Στρατηγικής. Δεν είναι μόνο αγαπητός στον εγχώριο επιχειρηματικό κόσμο, αλλά τιμήθηκε επισήμως από τη Γαλλία και το Βέλγιο.