Ο τροχός γυρίζει, οι καιροί αλλάζουν, οι πρώτοι γίνονται έσχατοι: δεν λείπουν οι εκφράσεις για να περιγράψουν την κατάσταση που, τηρουμένων όλων των αναλογιών, βιώνει, κυρίως εξαιτίας της εξάρτησης της από το ρωσικό φυσικό αέριο, αλλά όχι μόνο γι' αυτό, η ως χτες άτρωτη Γερμανία. Ενώ δεν υπάρχει κανένας λόγος για να αισθανθεί κάποιος ικανοποίηση ή να ενδώσει σε ρεβανσισμό, η συγκεκριμένη αναστροφή προσφέρεται για σκέψεις γύρω από την έννοια, και τη χρήση, της ισχύος στο σύγχρονο κόσμο, και ειδικά εντός της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Ας αρχίσουμε από τα γεγονότα: την όχι τόσο μακρινή εποχή της ευρωπαϊκής παντοδυναμίας της, η Γερμανία, παρότι, εκ του αποτελέσματος, θα μπορούσε να θεωρηθεί ότι συνέβαλε στο να μη βυθιστεί η Ευρώπη και το ευρώ, δεν έκανε καλή χρήση των δυνατοτήτων της και δεν τίμησε τον ντε φάκτο ηγετικό της ρόλο.
Πριν ξεσπάσει η χρηματοπιστωτική κρίση, επιλογή της γερμανικής κυβέρνησης -και, σε όλη την περίοδο για την οποία θα γίνει λόγος, γερμανική κυβέρνηση θα πει πρωτευόντως Καγκελάριος Μέρκελ και, πιο πίσω αλλά καθοριστικά, Βόλφγκανγκ Σόιμπλε- ήταν η μη εποικοδομητική αποχή: άφηνε τα κράτη μέλη να τα βγάζουν πέρα μόνα τους, όχι μόνο δεν προωθούσε αλλά μπλοκάρε κοινά σχέδια για εμβάθυνση της Ένωσης (με χαρακτηριστικότερο παράδειγμα το λεγόμενο ευρω-ομόλογο, που σήμερα, ατύπως και αρρήτως, έχει λάβει σάρκα και οστά), αρνιόταν ότι ηγείται και στην πραγματικότητα επέβαλε, υπόγεια αλλά κι εντός των επίσημων κειμένων, τις προτεραιότητες και το «μοντέλο» της.
Ενώ θεωρητικά η Ένωση, παρά τις μεγάλες ανισότητες, προχωρούσε, η μεγάλη απώλεια από αυτή τη γερμανική επιλογή ήταν ο εφησυχασμός, η μη οικοδόμηση αναχωμάτων και, κυρίως, η μη καλλιέργεια αλληλεγγύης για πιο δύσκολους καιρούς.
Κατά τη διάρκεια της χρηματοπιστωτικής κρίσης, η Γερμανία έχασε την ισορροπία ανάμεσα στην τήρηση των κανόνων και την ακαμψία, τη «σωτηρία» και την ταπείνωση -κι αυτό η Ελλάδα ούτε το ξεχνά, ούτε πρέπει να το ξεχάσει.
Από τη μία, επιμονή στη λιτότητα που ήταν βέβαιο ότι οδηγούσε σε μεγαλύτερη ύφεση και τελικά στην ανέχεια, σε πείσμα όχι μόνο των σωστών σχέσεων μεταξύ, υποτίθεται, Ευρωπαίων "συν-εταίρων", αλλά και στοιχειωδών αρχών εφαρμοσμένης οικονομίας (που, κατά τα άλλα, ο Χερ Προφέσορ Σόιμπλε δίδασκε αφιλοκερδώς στους συναδέλφους του στο Γιούρογκρουπ).
Κι από την άλλη, μη αντίσταση στην πρόκληση ο ισχυρός που βάζει τα περισσότερα λεφτά κι ερμηνεύει τους κανόνες να δώσει ένα μάθημα στους "κακούς μαθητές", εξευτελίζοντας τους αλλά και παραβιάζοντας, κατά τη διαδικασία του "μαθήματος", τους κανόνες: κορωνίδα αυτής της συμπεριφοράς είναι βέβαια η κατόπιν εορτής αποκαλυφθείσα τριπλή γερμανική "πρόσκληση" για, δήθεν προσωρινή, έξοδο
της Ελλάδας από το ευρώ (που θα κατέστρεφε τη χώρα μας, ισοδυναμούσε με παράδοση εθνικής κυριαρχίας και απαγορευόταν από τις Συνθήκες).
Αλλά και σε σχέση με την ενεργειακή κρίση, το βαρύ τίμημα της οποίας τώρα πληρώνει, η Γερμανία έσφαλλε με τρόπο που ζημίωσε όχι μόνο την ίδια αλλά το σύνολο της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Δεν μπορούσε, ίσως, να προβλέψει τον πόλεμο στην Ουκρανία και τη μετατροπή της παροχής ρωσικού αερίου σε όπλο εντός αυτού του πολέμου, όφειλε όμως, αν η αίσθηση ισχύος της συνοδευόταν κι από γεωπολιτική διορατικότητα κι αίσθηση ευθύνης, να έχει καταλάβει το ποιόν του ρωσικού καθεστώτος και του Ρώσου Προέδρου -τον οποίο κανάκεψαν όχι μόνο ο αργυρώνητος Σρέντερ αλλά και η κατά τα άλλα αδιάφθορη Μέρκελ. Να έχει διαφοροποιήσει, για την ίδια και για όλη την Ευρώπη, τις πηγές ενεργειακού εφοδιασμού, να έχει προωθήσει κι όχι «κάψει» όλα τα σχέδια για ενεργειακή και οικονομική κοινή δράση, που συνεπάγεται και ανάπτυξη και απεξάρτηση (αλλά βέβαια και κάποια μείωση της απόστασης μεταξύ Γερμανίας και υπόλοιπων χωρών).
Ίσως είναι σύμπτωση, ίσως και πλήρωσις ύβρεως, που δεν πρέπει να χαροποιεί κανέναν, ότι το πέρασμα στην ενεργειακή κρίση συνέβη τη στιγμή της πολιτικής μετάβασης της Γερμανίας: Νέα κυβέρνηση, νέοι συσχετισμοί δυνάμεων στο εσωτερικό της και εντός της Ένωσης, νέα, πολύ ασθενέστερη, οικονομική κατάσταση και διεθνής επιρροή. Η κυβέρνηση Σολτς είναι καινούργια, άπειρη και πιθανώς καλών προθέσεων. Το φανερώνουν η στάση της έναντι της Ουκρανίας και η πιο συνεργατική σχέση της με τα άλλα κράτη της Ένωσης.
Όμως το ηγετικό έλλειμμα είναι εμφανές, η ομάδα εξουσίας ασύνδετη (δεν θα αργήσει η στιγμή που θα συγκρουστούν οι Φιλελεύθεροι με τους Πράσινους) και, κυρίως, δεν φαίνεται στον ορίζοντα κανένα σημάδι τόλμης κι εγκατάλειψης, ή έστω λείανσης, της «γερμανοκεντρικής» θεώρησης των πάντων, συμπεριλαμβανομένης της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Η απώλεια ισχύος της Γερμανίας εικονογραφείται καθαρά από την τροπή που πήρε η προσπάθεια πανευρωπαϊκής εξοικονόμησης ενέργειας ενόψει χειμώνα. Σε άλλες εποχές, και πάντως στην εποχή της Μέρκελ, η γερμανική «πρόταση» για υποχρεωτική μείωση κατά 15% από όλες τις χώρες, γιατί τόσο χρειάζεται η Γερμανία, θα γινόταν δεκτή, με κάποιες υπόγειες γκρίνιες, σχεδόν ως αυτονόητη. Τώρα βυθίστηκε αύτανδρη, από τη μαζική αντίδραση κρατών μελών και με την αποδοχή πολλαπλών εξαιρέσεων.
Το να περιμένει κανείς ταπεινότητα από τη Γερμανία ξεπερνάει τα όρια της ουτοπίας. Αλλά δικαιούται να απαιτεί να έχει κάτι μάθει και ν' αλλάξει στάση, είτε μείνει στη σημερινή αστάθεια, είτε επανέλθει σε θέση συγκριτικής ισχύος. Από αυτή την άποψη, η πρόσφατη επίσκεψη στην Ελλάδα της συμπαθούς, αλλά χωρίς πείρα στην διεθνή δπλωματία και σίγουρα όχι κυριαρχικής, Γερμανίδας Υπουργού Εξωτερικών αποπνέει ένα είδος ειρωνικής δικαιοσύνης. Η Γερμανία της σχετικής υποχώρησης δεν θα δοκιμαστεί ποτέ σαν την Ελλάδα της κρίσης, καλό είναι όμως να ξέρει τα όρια της -ως χώρας και ως πολιτιστικού παραδείγματος.
* Ο Κώστας Μποτόπουλος είναι συνταγματολόγος και πρώην ευρωβουλευτής