Τον ζηλεύω τον Μάρτιν Γκέιφορντ. Ο βρετανός τεχνοκριτικός στα 25 χρόνια που κουβεντιάζει με τον Ντέιβιντ Χόκνει, ένα από τα πιο ζωντανά μυαλά της σύγχρονης τέχνης, επεξεργάζεται και οργανώνει το υλικό των συνομιλιών τους για τη ζωγραφική, το σινεμά, τα ψηφιακά μέσα, οτιδήποτε κατεβάζει ο ευφάνταστος νους του αγέραστου καλλιτέχνη. Διότι παρά τα 83 του χρόνια, ο Χόκνει διατηρεί ακόμη και σήμερα το βλέμμα του παιδικό, που σημαίνει ανεπηρέαστο από στερεότυπα και μονίμως ανοιχτό στο μέγα παράδοξο της τέχνης. Αυτό το εντελώς ακατανόητο γεγονός επιχειρεί ο δημιουργός να το κατακτήσει, όχι μόνο στην τέχνη του, αλλά κι απευθυνόμενος με το φίλο του στα παιδιά. Ένα βιβλίο των δύο για μια ιστορία της τέχνης με αναγνωστικό κοινό τους πιτσιρικάδες, έγινε αμέσως best seller κι έχουμε την τύχη να το ξεφυλλίζουμε και στα ελληνικά χάρη στις εκδόσεις Καπόν.
Η επιτυχία που σημείωσε το εκδοτικό εγχείρημα, δεν οφείλεται μοναχά στη διάσημη υπογραφή του Χόκνει. Η ιστορία δηλαδή δεν είναι μια παραδοσιακή αφήγηση γραμμένη από «ειδικούς». Το αντίθετο. Ο Χόκνει εξηγείται από την αρχή: «οι εικόνες που μου αρέσουν μπορεί να είναι αρκετά διαφορετικές από αυτές που θα διαλέγατε αν γράφατε τη δική σας ιστορία των εικόνων. Καθώς διαβάζετε το βιβλίο (ή καθώς σας το διαβάζουν), μιλήστε γι’ αυτά που βλέπετε. Όταν κοιτάζουμε μια εικόνα, ο καθένας μας έχει μια δική του άποψη: είναι ένα από τα σπουδαία πράγματα της τέχνης και ο λόγος που εξακολουθώ να κάνω τέχνη» εξομολογείται ο καλλιτέχνης και δίνει την πιο έντιμη και γι΄αυτό ίσως την πιο ουσιαστική συμβουλή για το πώς μπορούμε να σταθούμε απέναντι στο έργο τέχνης. Τι σημαίνει αυτό; Ενώ η τέχνη γενικά έχει ιστορία, και αναμφισβήτητα ανήκει στην ιστορία του πολιτισμού, εν τούτοις το έργο τέχνης δεν έχει ιστορία. Δηλαδή: ενώ έχουμε παλαιολιθική τέχνη, κι έπειτα νεολιθική, και πολύ έπειτα αρχαιοελληνική κλασική και ούτω καθεξής, οι βραχογραφίες ως τέτοιες, δεν έχουν ιστορία. Μπορούμε να μιλήσουμε για τις προϋποθέσεις, για τις σχολές, για τους δημιουργούς και τις τεχνικές, αλλά το ίδιο το έργο, καθώς στεκόμαστε μπρος του και το βλέπουμε, δεν έχει ιστορία. Είναι πέραν του χρόνου, είναι πέραν του παρελθόντος και του μέλλοντος. Είναι εκεί, ανοιχτό στην παρατήρησή μας, αλλά δεν έχει ηλικία. Ο χρόνος πάνω του είναι μια πληροφορία που έχεις, το ίδιο όμως το έργο δεν έχει χρόνο πάνω του κι αυτό εισηγείται ο Χόκνει παραθέτοντας ευφυώς τον ταύρο από το σπήλαιο του Λασκώ (17.000 π. Χ.) δίπλα στην κουκουβάγια του Πικάσο (1952).
Πώς, λοιπόν, ζωγράφος και τεχνοκριτικός συζητούν και διηγούνται στα παιδιά την ιστορία της τέχνης; Το περιεχόμενο του βιβλίου χωρίζεται σε 8 κεφάλαια, τα οποία ξεκινούν με πρακτικά ερωτήματα: γιατί φτιάχνουμε εικόνες; Τι ακριβώς είναι μία σκιά; Πώς οι καλλιτέχνες παίζουν με το φως; Μπορούν οι εικόνες πράγματι να κινηθούν; Οι απαντήσεις περιέχουν και άλλες ερωτήσεις, όπως συμβαίνει σε έναν πραγματικό διάλογο με τα παιδιά-θεατές, τα οποία ποτέ δεν σταματούν να ρωτούν «γιατί» και «πώς». Το σημαντικό είναι ότι και οι δύο μιλούν για την τέχνη με εμπνευσμένη απλότητα και σαφήνεια.
Για παράδειγμα, σχολιάζει ο Χόκνει το περίφημο χαμόγελο της Μόνα Λίζα: «ο εξαιρετικός πίνακας του Λεονάρντο είναι ένα από τα πρώτα πορτρέτα με πολύ ανάμικτες σκιές. Το πρόσωπο είναι θαυμάσια φωτισμένο. Κοίτα τη σκιά κάτω από τη μύτη, και το χαμόγελο, και τον τρόπο που ο Ντα Βίντσι συνδυάζει τα χρώματά του από την ανοιχτόχρωμη έως την σκούρα επιδερμίδα. Δεν έχω ιδέα πώς το έκανε – θα χρειάστηκε πολύ χρόνο για να βάλει το χρώμα. Στην πραγματικότητα, ο τρόπος που είναι φωτισμένο μου θυμίζει τις φωτογραφίες της μεγάλης ηθοποιού του Χόλυγουντ Μάρλεν Ντήτριχ».
Οι παιχνιδιάρικες, μινιμαλιστικές εικονογραφήσεις της Ρόουζ Μπλέικ δίνουν μια τρίτη διάσταση στο διάλογο των δύο με το κοινό. Κι όσοι επιθυμούν ένα εύχρηστο γλωσσάρι της τέχνης, το βιβλίο περιλαμβάνει ένα εικονογραφημένο χρονοδιάγραμμα των εφευρέσεων, βιβλιογραφία και ευρετήριο.
Ως παιδί ο Χόκνεϊ είχε πάθος για την τέχνη, ακόμη και πριν καταλάβει πλήρως τι σημαίνει να είναι καλλιτέχνης. Στη Σχολή Τέχνης του Μπράντφορντ σπούδασε σχέδιο, ζωγραφική, μελέτη ανατομίας και προοπτικής . Λάτρευε τον Piero della Francesca και τον Pierre Bonnard και δεν άφησε ποτέ σε όλη τη διάρκεια της πολλών δεκαετιών καριέρας του αναξιοποίητο ούτε ένα κομμάτι χαρτί. Παρ’ όλα αυτά, ήταν ανοιχτός σε τεχνικές και στη νέα ματιέρα που του πρόσφεραν. Τη δεκαετία του ’80 έκανε μια σειρά έργων με Polaroids προκειμένου να ανανεώσει τη μακρά παράδοση του πορτραίτου και την έννοια του κυβισμού. Πάντοτε δηλαδή ενδιαφερόταν για την ιστορία της τέχνης και έβλεπε το έργο του ως κρίκο αυτής της αλυσίδας. Κατά τη διάρκεια μάλιστα της τελευταίας δεκαετίας, ο Χόκνεϊ έκανε μια σειρά από αυτοπροσωπογραφίες χρησιμοποιώντας την τεχνολογία που αναπτύχθηκε για τα iPads. Το 2012, ο καλλιτέχνης έκανε μια ψηφιακή αυτοπροσωπογραφία κάθε μέρα κατά τη διάρκεια 20 ημερών, εξερευνώντας τύπους χαρακτήρων και εκφράσεις προσώπου εμπνευσμένα από σκίτσα των Old Masters, όπως του Rembrandt. Το βιβλίο λοιπόν έχει κι αυτή την αξία: στις σελίδες του παρουσιάζονται με εικαστικό βάρος τα έργα από τον υπολογιστή, το tablet και το κινητό.