Πήγε, είδε, ενημερώθηκε και απήλθε, χωρίς να μας κάνει σοφότερους. Ελπίζουμε τουλάχιστον η υπουργός Πολιτισμού και Αθλητισμού Λυδία Κονιόρδου να έμαθε τον χρόνο των εγκαινίων του Εθνικού Μουσείου Σύγχρονης Τέχνης, και ας μη το ανέφερε στο δελτίο τύπου. Τα εγκαίνια, «γίνονται» εδώ και τρία χρόνια τουλάχιστον, όμως είναι άγνωστο πότε θα γίνουν τελικά. Αναφερόμαστε στα αληθινά εγκαίνια, μετά τα οποία το ΕΜΣΤ θα λειτουργήσει κανονικά όπως το έχουν οραματιστεί οι άνθρωποί του και όχι στα εγκαίνια διαφόρων πρόδρομων εκδηλώσεων που γίνονται. Πρόκειται για ενδιαφέρουσες εκδηλώσεις, που όμως δεν είναι δυνατόν να κρύψουν το γεγονός πως το ΕΜΣΤ είναι ένα κλειστό μουσείο, αν και το κέλυφός του έχει ολοκληρωθεί.
Την υπουργό ξενάγησε στους χώρους η διευθύντρια του ΕΜΣΤ Κατερίνα Κοσκινά παρουσία του πρόεδρου του Διοικητικού Συμβουλίου του οργανισμού Γεώργιο Παπαναστασίου. Η Λυδία Κονιόρδου συνοδευόμενη από τους επιτελείς του ΕΜΣΤ επισκέφτηκε όλους τους ορόφους, ενημερώθηκε για τη προβλεπόμενη χρήση των χώρων συνολικού εμβαδού 18.142 τετραγωνικών μέτρων και πληροφορήθηκε για τα μελλοντικά σχέδια του μουσειολογικού σχεδιασμού. «Πρόκειται για ένα έργο τέχνης εν εξελίξει, είναι συγκλονιστικό.» είπε η Υπουργός.
Με την ευκαιρία της ξενάγησης η Λυδία Κονιόρδου μίλησε και με το επιτελείο της documenda 14 που εργάζεται πυρετωδώς, για την προσωρινή έκθεση που θα στηθεί εκεί σε λίγες μέρες.
Με το πέρας της ξενάγησης συναντήθηκε με τα μέλη του Διοικητικού Συμβουλίου του ΕΜΣΤ και την καλλιτεχνική διευθύντρια οι οποίοι της εξέθεσαν τα θέματα τα οποία απασχολούν τον οργανισμό και συνδέονται με την ολοκλήρωση των διαδικασιών που θα οδηγήσουν στα επίσημα εγκαίνια του Μουσείου. Η πορεία προς αυτά, δεν είναι όμως στρωμένη με ρόδα. Πρέπει να γίνουν πάμπολλες κινήσεις από το υπουργείο, το οποίο δεν φαίνεται να βιάζεται. Αν ενδιαφέρεται, έστω….
«Θα ήταν μεγάλη η χαρά να μπορέσουμε ν' ανοίξουμε όλο το μουσείο, αλλά δεν μπορεί να προχωρήσει από μόνο του ερήμην της πολιτείας» είχε πει πριν από λίγες μέρες η κα Κοσκινά σε ομιλία της στο Ινστιτούτο Σύγχρονης Ελληνικής Τέχνης, στην οποία συμμετείχε με άλλους διευθυντές μουσείων. «Λειτουργούμε μόνιμα τον χώρο των περιοδικών εκθέσεων. Δεχόμαστε ότι σε αυτές τις συνθήκες πρέπει να λειτουργήσουμε και έστω αυτήν τη μικρή υποστήριξη της Πολιτείας πρέπει να δούμε πώς θα την αξιοποιήσουμε».
Η κυρία Κοσκινά, αναφερόμενη στα οικονομικά του ΕΜΣΤ, αποκάλυψε ότι ο τακτικός προϋπολογισμός «δεν επαρκεί πλέον ούτε για τις ανάγκες της μισθοδοσίας! Είμαστε μόλις 20 άτομα, όταν η στελέχωση θα έπρεπε να καλύπτει 88 οργανικές θέσεις προσωπικού. Οι προσλήψεις προσωπικού πάλι εκκρεμούν, γιατί πρέπει να ακολουθηθεί η προβλεπόμενη διαδικασία, που ορίζει το ΑΣΕΠ. Τα παγιωμένα γραφειοκρατικά και διοικητικά θέματα που εκκρεμούν και που μόνο η Πολιτεία μπορεί να επιλύσει, κρατάνε το μουσείο σε μετεωρισμό».
Η Διευθύντρια του Μουσείου έθεσε το πλαίσιο συνεχούς κι απρόσκοπτης λειτουργίας λέγοντας: «Επιχειρήσαμε να δημιουργήσουμε ένα παράδειγμα για το πώς μπορεί ν' αντιμετωπιστεί η οικονομική κρίση. Η σχεδόν παράδοξη λειτουργία του ΕΜΣΤ όλα αυτά τα χρόνια είναι ο λόγος που μας ώθησε να μετατρέψουμε, στο βαθμό που είναι δυνατό, το μειονέκτημα σε πλεονέκτημα… Είμαι ένας άνθρωπος που έχει δουλέψει πολλά χρόνια στον ιδιωτικό τομέα και πιστεύω στη συνεργασία των δημοσίων μουσείων και των ιδιωτικών φορέων. Το έλλειμμα μιας μακρόπνοης πολιτιστικής πολιτικής μπορεί και πρέπει να καλύπτει η ιδιωτική πρωτοβουλία».
Η γερμανικής καταγωγής οικογένεια Φιξ ίδρυσε την ομώνυμη ζυθοποιία στην Ελλάδα τον 19ο αιώνα. Έπειτα αγόρασε το οικόπεδο στην οδό Συγγρού τις τελευταίες δεκαετίες του 19ου αιώνα, όταν η περιοχή βρισκόταν εκτός αστικού ιστού. Με την πάροδο των δεκαετιών το κτήριο επεκτείνεται σταδιακά, ακολουθώντας την αύξηση των εργασιών της ζυθοποιίας.
Τη δεκαετία του 1950 είναι επιτακτική η ανάγκη για ένα νέο εργοστάσιο σύγχρονων προδιαγραφών προκειμένου να ανταποκριθεί στις ανάγκες της διαρκώς αυξανόμενης παραγωγής.
Αποφασίζεται ο ριζικός ανασχεδιασμός του κτηρίου και το 1957 ανατίθεται το έργο στον σπουδαίο αρχιτέκτονα Τάκη Ζενέτο (1926-1977), έναν από τους σημαντικότερους εκπροσώπους του μεταπολεμικού μοντερνισμού στην Ελλάδα, σε συνεργασία με τον αρχιτέκτονα Μαργαρίτη Αποστολίδη (1922-2005). Το κτήριο παραδόθηκε – χωρίς να σταματήσει ούτε μία μέρα η λειτουργία του εργοστασίου- το 1961.
Στόχος τους ήταν μια εξωστρεφής κατασκευή με καθαρές και λιτές φόρμες που θα έχει τη δυνατότητα να μεταβάλλεται σε μελλοντικές χρήσεις. Χαρακτηριστικό αυτής της αντίληψης ήταν τα περιμετρικά υαλοπετάσματα στο χώρο του ισογείου τα οποία έδιναν τη δυνατότητα στους περαστικούς να παρατηρούν τη διαδικασία παραγωγής που δεν σταματούσε καθόλη τη διάρκεια του 24ώρου. Αυτό το στοιχείο εντυπωσιάζει και τον σημερινό επισκέπτη.
Το 1982 η ζυθοποιία FIX πτωχεύει και κλείνει οριστικά. Τις δεκαετίες που ακολουθούν το κτήριο Φιξ μένει αναξιοποίητο. Παραμελημένο αφήνεται στη φθορά του χρόνου.
Το 1994 περιέρχεται με αναγκαστική απαλλοτρίωση για λόγους δημόσιας ωφέλειας στην ιδιοκτησία της Αττικό Μετρό Α.Ε. Το βορινό τμήμα του κατεδαφίζεται για τις ανάγκες των έργων του μετρό και η ιδιοκτήτρια εταιρεία κατασκευάζει τον παρακείμενο σταθμό.
Τον Φεβρουάριο του 2000, μετά από σχετική διαμόρφωση του ισογείου του κτηρίου, οργανώνεται η έκθεση «Γιάννης Τσαρούχης, Μεταξύ Ανατολής και Δύσης.» Την ίδια χρονιά ο χώρος αυτός παραχωρείται ως προσωρινή στέγη στο νεοσύστατο τότε Εθνικό Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης (ΕΜΣΤ).
Στη συνέχεια αποφασίζεται το κτήριο να αποτελέσει τη μόνιμη στέγη του ΕΜΣΤ και το 2002 υπογράφεται σύμβαση μίσθωσης του κτηρίου μεταξύ της Αττικό Μετρό Α.Ε. και του Εθνικού Μουσείου Σύγχρονης Τέχνης, διάρκειας 50 ετών.
Αντιγόνη Καρατάσου