Στη σταθερότητα του πολιτικού συστήματος στην Ελλάδα και στην αντοχή των πολιτικών θεσμών συνέκλιναν οι εισηγητές της συνάντησης με θέμα "πρώιμη εγκαθίδρυση και δοκιμασίες της δημοκρατικής αρχής" που πραγματοποιήθηκε στο πλαίσιο του συνεδρίου "Εργαστήριον η Ελλάς", το οποίο διοργάνωσε ο κύκλος ιδεών του Ευάγγελου Βενιζέλου, ενώ την συζήτηση συντόνισε ο καθηγητής Ιστορίας του ΕΚΠΑ, Ευάνθης Χατζηβασιλείου.
«Η αντίληψη της ελληνικής ιδιαιτερότητας, προέρχεται από μια αφελή αντίληψη της ιστορίας, μια αντίληψη που απομονώνει το κάθε εθνικό παράδειγμα και συνήθως έχει έντονες πολιτικές στοχεύσεις και σκοπιμότητες και αδυνατεί να αποδείξει τις παγκόσμιες διαδικασίες, μέσα από τις οποίες μορφοποιείται και εντάσσεται το κάθε εθνικό παράδειγμα», ανέφερε ο καθηγητής του ΕΚΠΑ Κώστας Κωστής, κατά το άνοιγμα των εργασιών και διερωτήθηκε «πως καθορίζεται η δυναμική της αλλαγής σε μια κοινωνία».
«Έως σχετικά πολύ πρόσφατα», συνέχισε, «όλες οι ερμηνείες ξεκινούσαν από την αναζήτηση μιας αστικής τάξης. Πολύ συχνά δε σημαντικοί διανοούμενοι, εξηγούσαν όλες τις κακοδαιμονίες του ελληνικού κράτους, με την "αδύναμη" "ισχνή", αστική τάξη της χώρας. Ωστόσο αν αναζητούσαμε την δυναμική της αλλαγής στο διεθνές πλαίσιο μέσα στο οποίο το ελληνικό κράτος προσπαθεί να επιβιώσει θα μπορούσαμε να βρούμε ικανοποιητικότερες απαντήσεις. Μου φαίνεται φαιδρό να αναζητούμε σε ένα κράτος του οποίου το 80% του πληθυσμού είναι αγρότες, μια ισχυρή αστική τάξη, καταλύτη της αλλαγής. Έχει μεγαλύτερο ενδιαφέρον, να δούμε την προσπάθεια του ίδιου του κράτους, των φορέων των κυβερνητικών αποφάσεων, να επιβιώσουν στο διεθνές περιβάλλον ακολουθώντας μεταρρυθμιστικές πολιτικές, που βρίσκονται συχνά στη βάση των κοινωνικών μεταρρυθμίσεων».
Στη μεγάλη διαφορά των κομματικών συστημάτων και των κυβερνητικών περιόδων κατά την προδικτατορική περίοδο από το 1946 έως το 1964 και μετά την μεταπολίτευση, εστίασε κατά την τοποθέτησή του ο Θανάσης Διαμαντόπουλος, ομότιμος καθηγητής Πολιτικής Επιστήμης του Παντείου Πανεπιστημίου.
«Μετά το 1974, είχαμε κατάκτηση πολιτικοθεσμικής σταθερότητας. Στο ερώτημα εάν αυτό μπορεί να κινδυνεύσει στο μέλλον, θα έλεγα αφού αυτή η πολιτική ζωή και αυτό το θεσμικό της υπόστρωμα άντεξαν την περίοδο του ακραίου τυχοδιωκτισμού των πρώτων μνημονίων, μπορούμε να είμαστε σχετικά αισιόδοξοι», είπε ο κ. Διαμαντόπουλος, ενώ εξέφρασε ανησυχία για δυο ενδεχόμενα, για το «εάν η υγειονομική κρίση εξοκείλει σε μια βαθύτατη, ασυγκράτητη οικονομική κρίση, η οποία μπορεί να οδηγήσει σε αποσάθρωση του δημοκρατικού πολιτεύματος και να το συμπαρασύρει, και για το εάν δείξουμε θεσμική αφροσύνη, δηλαδή το διαρκώς αναθεωρήσιμο του Συντάγματος. Έχουμε μπει σε μια, δύσκολα αναστρέψιμη, περίοδο σταθερότητας που είναι το μεγάλο κεκτημένο της περιόδου της μεταπολίτευσης».
Το παράδειγμα των "Ελληνικών Χρονικών", εφημερίδας την οποία εξέδιδε στο Μεσολόγγι, από το 1824 έως το 1826 ο Ελβετός γιατρός, Ιάκωβος Μάγερ, επικαλέστηκε κατά την τοποθέτησή του ο καθηγητής Συνταγματικού Δικαίου του ΕΚΠΑ, Σπύρος Βλαχόπουλος.
«Η εφημερίδα αυτή, η οποία εκδίδεται κατά την περίοδο της πολιορκίας του Μεσολογγίου, λειτουργεί ως εργαστήριο συνταγματικών ιδεών. Όλοι ή σχεδόν όλοι, έχουμε επισκεφθεί την αίθουσα εκδηλώσεων της Ένωσης Συντακτών Ημερησίων Εφημερίδων Αθηνών, της ΕΣΗΕΑ, όπου εκεί υπάρχει η ρήση, "η δημοσίευσις είναι η ψυχή της Δικαιοσύνης". Δημοσιεύτηκε σε ένα από τα πρώτα φύλλα και αποδίδεται στον Ιάκωβο Μάγιερ. Μέσω αυτής της ρήσης αναδεικνύεται αυτό το οποίο και σήμερα λέει η Νομολογία και το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, ότι ο φρουρός της δημοκρατικής τάξης είναι ο Τύπος. Η ελευθεροτυπία μπορεί να περιορίζεται μόνο με γενικούς νόμους και όχι με νόμους οι οποίοι στοχεύουν στο περιεχόμενο του Τύπου. Το 1824 μεταφράζεται στα "Ελληνικά Χρονικά", το έργο του Τζέρεμι Μπένθαμ για την δημοσιότητα των συνεδριάσεων των νομοθετικών οργάνων σε μετάφραση του Αναστάσιου Πολυζωίδη και δημοσιεύεται ένα είδος συνταγματικού μανιφέστου, στο οποίο απαντώνται πολλές αρχές τις οποίες συναντά κανείς και στα σημερινά συντάγματα. Την αρχή της λαϊκής κυριαρχίας, την αρχή της ισότητας των δημοσίων βαρών, την ελευθερία του Τύπου τον χωρισμό των εξουσιών, ενώ δεν λείπουν οι σκέψεις για το πολιτειακό ζήτημα και τον Μάιο του 1824 δημοσιεύεται ένα κείμενο υπέρ της αβασίλευτης δημοκρατίας». Καταλήγοντας ο κ. Βλαχόπουλος χαρακτήρισε "ένα από τα συγκλονιστικότερα κείμενα" δημοσίευμα του Μαρτίου του 1825 για τη σημασία που αποδίδει στο κοινωνικό δικαίωμα της Παιδείας και όπου χαρακτηρίζει "την αμάθεια πολύ χειροτέρα της τυραννίας".
«Την ώρα που έπεφταν οι βόμβες στο πολιορκημένο Μεσολόγγι, κάποιοι ζητούσαν σχολεία. Είναι κάτι που πρέπει να μας προβληματίσει ακόμα και σήμερα», είπε χαρακτηριστικά.
Το ότι οι δικτάτορες που ήταν σφετεριστές της εξουσίας «δεν απέκτησαν ποτέ στην Ελλάδα το μαζικό εκείνο έρεισμα το οποίο απέκτησαν άλλες δικτατορίες σε, υποτίθεται, πιο προχωρημένες ευρωπαϊκές χώρες κατά τη διάρκεια του 20ου αιώνα», είναι "ελληνική ιδιαιτερότητα" είπε ο ομότιμος καθηγητής του Συνταγματικού Δικαίου στο ΕΚΠΑ, Νίκος Αλιβιζάτος και πρόσθεσε ότι «δεν είχαμε ποτέ ισχυρό φασιστικό κόμμα στην Ελλάδα».
«Οι εκλογές λειτουργούν ως ασφαλιστική δικλείδα για να ξεφουσκώσουν τα πάθη», συμπέρανε ο κ. Αλιβιζάτος και έφερε παραδείγματα από την κορύφωση του εθνικού διχασμού στις εκλογές του 1936 έως τις εκλογές του 2012 για τις οποίες είπε ότι ήταν εκλογές «μετά το κίνημα των αγανακτισμένων και την έξαρση της βίας εκείνης της εποχής όπου η ΝΔ, με έναν ηγέτη που δεν ήταν ο πλέον συμφιλιωτικός ηγέτης εκείνη την εποχή που μπορούσε να βγάλει το συγκεκριμένο κόμμα, κερδίζει τις εκλογές και καταλαγιάζει η ένταση. Ο ΣΥΡΙΖΑ ανέβαινε και ο κόσμος πίστευε ότι μπορεί να έρθει νέα άνοδος του ΣΥΡΙΖΑ. Λύνουμε τις διαφορές μας μέσω εκλογών και όχι μέσω καριοφιλιού. Αυτό είναι πολύ σημαντικό. Η ελληνική κοινοβουλευτική παράδοση είναι μοναδική στη νοτιοανατολική Ευρώπη».
«Η Ελλάδα ακολούθησε την Ευρώπη στις ωριμάνσεις του εθνικισμού και της Δημοκρατίας λιγότερο και πιο καθυστερημένα», είπε ο καθηγητής της σύγχρονης ιστορίας στο Πανεπιστήμιο Πελοποννήσου Δημήτρης Σωτηρόπουλος. Ο κ. Σωτηρόπουλος έκανε μια ιστορική αναδρομή στις φάσεις της εθνικής ολοκλήρωσης και σημείωσε ότι «έως το 1974 οι περίοδοι χωρίς κρίσεις είναι ελάχιστες». Είπε επίσης, ότι οι κρίσεις ιδίως μετά το 1990 συνδέονται με την οικονομία, με μεγαλύτερη του 2010. Καταλήγοντας ανέφερε ότι οι περίοδοι του ελληνικού κράτους συνδέονται με τρεις κρίσεις. Την κρίση της εθνικής ολοκλήρωσης, κρίση του εκδημοκρατισμού και κρίση της οικονομίας.
Στις αντιθέσεις του πολιτικού διοικητικού μηχανισμού και των προνομίων που έχει με τους κανόνες της δημοκρατίας εστίασε στην τοποθέτησή της η καθηγήτρια Διοικητικής Επιστήμης και Δημοσίου Δικαίου του ΕΚΠΑ, Καλλιόπη Σπανού.
«Στην Ελλάδα έχουμε μια επικέντρωση σε αποφάσεις βραχυπρόθεσμου ορίζοντα, δυσανεξία έναντι των δεσμεύσεων από κανόνες και διαδικασίες, αποσπασματικές παρεμβάσεις άμεσης στόχευσης, έλλειψη ενδιαφέροντος για την συνέχεια. Αυτά δημιουργούν ένα πέπλο αδιαφάνειας γύρω από την διαχείριση των πόρων, ενώ διευρύνουν τις δυνατότητες να κατανέμονται οι πόροι χωρίς γενικά κριτήρια ως προνόμια», είπε μεταξύ των άλλων η κ. Σπανού, ενώ τόνισε: «Οι μεταρρυθμίσεις που υπάγουν τη διαχείριση των πόρων σε συνεκτικές διαδικασίες, συναντούν σημαντικές αντιστάσεις, τείνουν να ανατρέπονται γρήγορα και να ατονούν. Όταν οι συνθήκες του εξωτερικού περιβάλλοντος πιέζουν για κάποιου τύπου εξορθολογισμό, όπως έγινε με την ένταξη της Ελλάδας στην Ευρωπαϊκή Κοινότητα, ο εξορθολογισμός που επιχειρείται είναι άνισος και αντιφατικός, βλέπουμε να διορθώνονται κάποια πράγματα, από την άλλη το πολιτικοδιοικητικό σύστημα εκεί που έχει την δυνατότητα αναζητεί όλο και πιο εκλεπτυσμένους τρόπους για να διατηρήσει την ευχέρεια αυτή».